Οπως ήταν αναμενόμενο, οι χώρες της ΕΕ δεν κατάφεραν να βρουν άκρη ως προς τα φιλόδοξα εξοπλιστικά σχέδια του μέλλοντος της Ενωσης που παρουσίασε η πρόεδρος της Επιτροπής Φον ντερ Λάιεν. Ισως πει κανείς ότι είναι ακόμα πολύ νωρίς και αυτό ακούγεται λογικό, όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για δύο κυρίως (αν και όχι μόνο) λόγους: πρώτον, επειδή όχι απλώς δεν είναι νωρίς, αλλά, αντιθέτως, είναι ήδη αρκετά αργά. Και, δεύτερον, επειδή, όπως έχει σημειωθεί εδώ πολλές φορές, δεν είναι ζήτημα χρόνου και «ωρίμασης» κάποιων διαπραγματεύσεων (που υπάρχουν και αυτές στο σκέλος της «πίτας») αλλά θέμα απόκλισης στρατηγικών συμφερόντων των κρατών – μελών της Ενωσης, ιδίως των μεγάλων, που μετράνε φυσικά περισσότερο και που όταν φτάνουμε σε ζητήματα επιπέδου στρατευμάτων τα μισόλογα, οι υπεκφυγές και οι ισορροπίες δεν έχουν πλέον άλλο χώρο.
Το αδιέξοδο «αντιμετωπίστηκε» με τη γνωστή μέθοδο της Ενωσης: η συζήτηση πήρε μετάθεση για τον… Ιούνιο. Και μόνον αυτή η απόφαση δείχνει τον βαθμό γελοιότητας της υπόθεσης: αν μπορούσε όλο αυτό που πρέπει να γίνει να περιμένει να ξανατεθεί τον Ιούνιο (για να πάρει νέα αναβολή φυσικά και τότε), δεν θα υπήρχε ανάγκη να γίνει τίποτα.
Ομως η διεθνής πραγματικότητα δεν περιμένει την ευρωπαϊκή αγκύλωση που απλώς επιβεβαιώνεται διαρκώς. Αντιθέτως, το κενό που θα έπρεπε να καλυφθεί, γεμίζει. Αλλά πώς; Πρώτον, με διάφορους τρόπους έξω από το πεδίο της ΕΕ και των κρατών της, αυτό είναι ήδη κάτι παραπάνω από φανερό. Πέραν του τι κάνουν οι ΗΠΑ και η Ρωσία, για όσους είχαν την αυταπάτη ότι η Βρετανία θα θυσίαζε την αδιάρρηκτη σχέση της με τις ΗΠΑ για τα μάτια των Βρυξελλών, ο πρωθυπουργός της Στάρμερ το ξεκαθάρισε πλέον και ρητά την περασμένη εβδομάδα με συνέντευξή του στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» λέγοντας ότι «ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει ένα δίκιο ότι οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να σηκώσουν μεγαλύτερο βάρος για τη συλλογική τους αυτοάμυνα». Που δεν το κάνουν.
Ομως το κενό γεμίζει υπόγεια και με έναν διαφορετικό, πολύ πιο σημαντικό τρόπο, που, ενώ ήδη εξελίσσεται, η ουσία του δεν ομολογείται. Αντίθετα, συνεχίζεται αυτή η παρελκυστική τακτική που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεχής κοροϊδία, την ώρα που η πραγματική δουλειά γίνεται εντελώς αλλού, εντελώς διαφορετικά. Και υπάρχουν τουλάχιστον κάποιες ενδείξεις ότι για πρώτη φορά η Γαλλία δείχνει να το έχει κατανοήσει: ότι το Βερολίνο έχει εντελώς διαφορετική πραγματική πολιτική από αυτή που εμφανίζει ότι έχει…
Αυτό δεν προκύπτει μόνο από την άρνηση της Γερμανίας περί κοινού αμυντικού χρέους, ούτε και από τις διαφωνίες της για το πώς θα μοιραστεί η «πίτα» των υποτιθέμενων 800 δισ., που προς στιγμήν δεν είναι παρά λόγια του αέρα. Προκύπτει πολύ πιο απτά από το γεγονός ότι το Βερολίνο, που επί Σολτς ανακοίνωσε ένα αμιγώς εθνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα – μαμούθ 100 δισ. ευρώ, φαίνεται τώρα ότι, με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, θα το επεκτείνει στο αδιανόητο ποσό των 500 δισ.! Και αυτό εντελώς άσχετα από όλες τις ανούσιες συζητήσεις που γίνονται χωρίς αρχή, μέση και τέλος στις Βρυξέλλες.
Το συμπέρασμα είναι απολύτως ξεκάθαρο και εξίσου λογικό και αναμενόμενο: η Γερμανία ετοιμάζεται να γίνει πλέον η ίδια η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης, όπως είχε πει ο Σολτς για τα… 100 δισ. Και αυτό δεν πρόκειται να το μοιραστεί με κανέναν. Και όποιος έχει την αυταπάτη ότι ο πανίσχυρος υπό δημιουργία γερμανικός στρατός θα τεθεί σε… κοινοκτημοσύνη, καλύτερα να δει επειγόντως κάποιον ειδικό.
Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει μέσα από τη στρατιωτική αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής ισχύος είναι ότι ξεκινά η επιστροφή στη μόνη γνήσια Ευρώπη των Εθνών. Το άλλο είναι ήδη νεκρό: ουδείς το υπολογίζει και το γνωρίζουν άπαντες. Τα έθνη θα είναι συνομιλητές, οι Βρυξέλλες είναι ανύπαρκτες. Και πρέπει να γίνει επιτέλους κατανοητό αντί να συνεχίζουμε να ζούμε σε ένα ψέμα. Οχι μόνον εμείς. Εξίσου η νυν πιο ισχυρή χώρα της Ευρώπης, η Γαλλία. Αυτή προκαλείται σήμερα…