ΘΛΙΨΗ στο σύνολο της ομογένειας της Αυστραλίας προκάλεσε η αναπάντεχη είδηση του θανάτου του Νίκου Ανδριανάκου, ενός από τους πλουσιότερους αλλά και πλέον φιλάνθρωπους και αγαπητούς Έλληνες της Αυστραλίας.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της argolida24.gr “προδομένος από την καρδιά του έφυγε την Κυριακή στο Νοσοκομείο του Άργους ένας από τους πλουσιότερους Ελληνοαυστραλούς Νίκος Ανδριανάκος, με καταγωγή από την Αρκαδία, σε ηλικία 81 ετών όπου βρισκόταν στην Αργολίδα για μια επένδυση που προγραμμάτιζε να κάνει. Όλα έγιναν σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, όταν ο ίδιος ένιωσε αδιαθεσία, σε συνάντηση όπου βρισκόταν. Το ΕΚΑΒ κλήθηκε και η μεταφορά του στο εφημερεύον νοσοκομείο έγινε ταχύτατα. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά αφού όταν έφτασε ήταν ήδη νεκρός. Στο τμήμα επειγόντων έγινε προσπάθεια καρδιοπνευμονικής αναζωογόνησης επί μια ώρα, χωρίς επιτυχία”.
Ο Νίκος Ανδριανάκος ήταν πρόσφατα πρωτοσέλιδο θέμα στο «Νέο Κόσμο» όταν η εταιρία του Andrianakos Property Group, της οποίας ηγείται ο γιος του Theo Andrianakos (CEO) αγόρασε το50% του Northland Shopping Centre στη Μελβούρνη, έναντι 385 εκατομμυρίων δολαρίων.

Υπενθυμίζεται ότι η εταιρία του ομογενή έχει επίσης αποκτήσει το Broadmeadows Central, ενώ νωρίτερα είχε επενδύσει 138,2 εκατ. δολάρια στο Colonnades Shopping Centre στην Αδελαΐδα.
Ο κ. Ανδριανάκος έχτισε την περιουσία του μέσω της αλυσίδας πρατηρίων καυσίμων Milemaker, την οποία πούλησε το 2016 στην Caltex.
Αυθεντικός και γνήσιος στην προσωπικότητα του, όπως τον περιγράφουν όσοι τον γνώριζαν, ο Νίκος Ανδριανάκος ήταν γνωστός και για τη φιλανθρωπική του δράση. Μεταξύ άλλων, προσέφερε σημαντικό ποσό στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης για το Alphington Grammar και τη ανέγερση μιας εντυπωσιακής αίθουσας πολλαπλών χρήσεων, η οποία φέρει το όνομά του.
Το μακρύ επιχειρηματικό «ταξίδι» του Nick Andrianakos ξεκινά πολλές δεκαετίες πίσω. Γεννημένος σε ένα φτωχό χωριό της Πελοποννήσου, το Πικέρνι της Τρίπολης Αρκαδίας, μεγάλωσε όπως λέγεται σε μια φάρμα όπου καλλιεργούνταν σιτάρι και φασόλια, αλλά έφυγε στα 22 του χρόνια από την Ελλάδα, μετά από την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, λίγο μετά τα μέσα των ’60s και μπήκε στο καράβι με προορισμό την Μελβούρνη.
Εκεί, η μοίρα του άλλαξε. Με αφετηρία ένα μικρό πρατήριο καυσίμων, το 1973, που φέρεται να του κόστισε μόλις 81.000 δολ. τότε και αγοράστηκε με τις αποταμιεύσεις του και ένα μικρό δάνειο, κατάφερε να «χτίσει»με την πάροδο των ετών μια «αυτοκρατορία» του real estate, διατηρώντας έως ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο ακινήτων προς εκμετάλλευση βιομηχανικών, εμπορικών ή άλλων χρήσεων, με malls, κτίρια γραφείων, βενζινάδικα ή ακόμα και ένα οινοποιείο στην Μελβούρνη παλαιότερα.
Η ζωή του πέρασε από διάφορα στάδια. Αν «σκαλίσει» κανείς παλαιότερα δημοσιεύματα στον τύπο της Αυστραλίας που τον αφορούν ή συνεντεύξεις του, καταλαβαίνει εύκολα γιατί του αποδίδεται ο τίτλος του αυτοδημιούργητου. Κάποτε, λόγου χάρη, πήγαινε με φίλους του σε γειτονικά χωριά της γενέτειράς του με το μηχανάκι για να πουλήσουν προϊόντα ή αργότερα υπήρξε οδηγός περονοφόρου ανυψωτικού οχήματος, εργάσθηκε ως βενζινοπώλης πριν αποκτήσει το δικό του πρατήριο, ως υπάλληλος της General Motors κ.λπ. πριν γίνει μεγιστάνας στις αγορές των καυσίμων και των ακινήτων.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΟ «ΝΕΟ ΚΟΣΜΟ»
Ο Νίκος Ανδριανάκος ήταν και πιστός φίλος του «Νέου Κόσμου» και η εφημερίδα μας κάλυπτε συχνά τις δραστηριότητες του. Πριν λίγα χρόνια είχε δώσει την ακόλουθη συνέντευξη στην εφημερίδα μας και συγκεκριμένα στην Θεοδώρα Μάϊου.
O 77χρονος ομογενής Νίκος Ανδριανάκος, δεν είναι μόνο ένας από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες στην Αυστραλία αλλά και ένας από τους «λίγους», γνήσιους και αυθεντικούς ανθρώπους που έχει να επιδείξει η πρώτη γενιά Ελλήνων μεταναστών.
Γεννημένος στις 24 Νοεμβρίου 1943, στο Πικέρνι της Τρίπολης Αρκαδίας, ο γιος του Απόστολου και της Βασιλικής ήταν μόλις 22 ετών όταν αποφάσισε να φύγει από την πατρίδα για να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στην Αυστραλία.
«Θυμάμαι ήταν 1965-1966 και είχα πάει στο στρατό αλλά όταν τελείωσα τη θητεία μου και επέστρεψα στο χωριό μου που τόσο αγαπούσα και λαχταρούσα, μετά λύπης διαπίστωσα πως όλοι οι συνομήλικοι μου, αγόρια και κορίτσια είχαν εγκαταλείψει τον τόπο αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στην Αμερική, την Αυστραλία και τον Καναδά. Όλα είχαν κυριολεκτικά ρημάξει» θυμάται ο κ. Νίκος ο οποίος δηλώνει πολύ περήφανος για την καταγωγή του και έως και σήμερα δεν χάνει την ευκαιρία να ταξιδεύει στην πατρίδα.
ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Με την ανεμελιά και την παρρησία που χαρακτηρίζει τους νέους ανθρώπους, ο νεαρός τότε Νίκος επιβιβάστηκε στο πλοίο «Πατρίς» για να δοκιμάσει την τύχη του στην «γη της επαγγελίας» ομολογώντας πως από εκείνη την στιγμή διατηρούσε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του την σκέψη πως η ζωή είναι και λίγο τύχη και πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα.
«Θυμάμαι έλεγα στον εαυτό μου με την άγνοια και την αφέλεια που είχα τότε, ‘εντάξει μωρέ φεύγω τώρα και άμα δεν μ’ αρέσει η Αυστραλία, και δω και απoειδώ, το πολύ-πολύ παίρνω το πλοίο και πάω πάλι πίσω στο χωριό μου. Αργότερα διαπίστωσα αυτό που λέει ο λαός πως τελικά «ουδέν μονιμότερο εκ του προσωρινού» και έτσι όπως συμβαίνει με τους περισσότερους μετανάστες έτσι και εγώ κόλλησα στην ξενιτιά».
Σε αντίθεση με πολλούς Έλληνες εκείνης της εποχής που δεν φαίνεται να συνήθισαν την Αυστραλία, ο κ. Νίκος αγάπησε τον νέο τόπο που γνώρισε.
«Ομολογώ πως ανήκω σε εκείνους που είδαν την Αυστραλία με καλό μάτι. Μάλιστα, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό και ευλογημένο όχι μόνο λόγω των όσων απέκτησα αργότερα αλλά και από κοινωνική άποψη αφού όταν έφτασα εδώ (στην Αυστραλία) βρήκα φίλους και γνωστούς από τον τόπο μου και αμέσως όλοι μαζί γίναμε μια μεγάλη παρέα γεγονός που έκανε σίγουρα την ξενιτιά πιο υποφερτή. Από την άλλη, θεωρώ πως και εργασιακά στάθηκα τυχερός γιατί με το που πάτησα το πόδι μου εδώ ξεκίνησα σχεδόν αμέσως να εργάζομαι στην αυτοκινητοβιομηχανία General Motors Holden, έπειτα οδηγός σε γερανό και σε hotels τα βράδια για να μαζέψω ένα γερό κομπόδεμα ώστε να μπορέσω να προκόψω», λέει ο κ. Νίκος ο οποίος δύο μήνες μετά την άφιξη του αποφάσισε να παντρευτεί την αγαπημένη του σύζυγο …. με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
«Είμαι από την φύση μου ένας άνθρωπος χαρούμενος και σχετικά εύκολος. Αγαπώ τους ανθρώπους και την οικογένεια περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Εκεί βρίσκεται το νόημα της ζωής. Στις σχέσεις με τους αγαπημένους μας. Τα χρήματα δεν τα πίστεψα ποτέ. Σέβομαι το γεγονός πως σε βοηθούν να βελτιώσεις την ζωή σου και την ζωή των δικών σου αλλά και όσων ανθρώπων εργάζονται κοντά σου αλλά σίγουρα δεν αποτελούν πηγή ευτυχίας και χαράς».
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Ο κ. Νίκος για πολλά χρόνια έκανε διάφορες δουλειές για να μην λείψει τίποτα στην οικογένεια και τα παιδιά του.
Θεωρεί το 1973 σταθμό στην ζωή του αφού, και ενώ εργάζονταν σε βενζινάδικο ομογενούς για τριάμισι χρόνια, συνειδητοποίησε πως αγαπούσε αυτή την δουλειά και έβαλε στόχο να νοικιάσει το πρώτο του βενζινάδικο.
Τελικά επειδή δεν μπορούσε οικονομικά να ανταπεξέλθει μόνος του αποφάσισε να συνεταιριστεί με τον κουνιάδο του, και μαζί να μπουν στον χώρο των επιχειρήσεων αγοράζοντας το πρώτο πρατήριο βενζίνης. Από το 1981 και έπειτα ο κ. Νίκος κατάφερε σταδιακά να πάρει στην κατοχή του 56 πρατήρια βενζίνης στην πόλη της Μελβούρνης και να γίνει έτσι ένας από τους πιο επιτυχημένους Έλληνες της Αυστραλίας.
«Την δουλειά δεν τη φοβήθηκα ποτέ αλλά συνάμα αγαπούσα αυτό που έκανα και πάντα φρόντιζα να με ΄χωράει το παπούτσι’ πριν κάνω την παραμικρή κίνηση. Οι επιχειρήσεις είναι μόνο καλές όταν αγαπάς αυτό που κάνεις και το κάνεις με μεράκι, αγάπη αλλά και σύνεση. Τότε κερδίζεις και εσύ και όσοι βρίσκονται κοντά σου. Για μένα, σημασία δεν έχουν τα χρήματα και οι επιτυχίες μόνο. Τα χρήματα δεν τα πίστεψα ποτέ. Σημασία έχει αν τα φέρει η τύχη και καταφέρουμε δύο πράγματα στην ζωή, έπειτα με ταπεινότητα και αγάπη να βοηθούμε τους συνανθρώπους μας και αυτούς που εργάζονται κοντά μας» λέει ο κ. Νίκος ο οποίος τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται όχι μόνο στις επιχειρήσεις πρατηρίων αλλά και στον χώρο των ακινήτων και επενδύσεων, στην Βικτώρια, την Βρισβάνη και την Νότια Αυστραλία που υπεραγαπά γιατί όπως λέει του θυμίζει τον τόπο του που λατρεύει και λησμονεί.
Ο 77χρονος επιχειρηματίας πρόσφατα έχασε την πολυαγαπημένη του σύζυγο και πλέον έχει αφοσιωθεί στα παιδιά, τα έντεκα εγγόνια του που υπεραγαπά και τους λιγοστούς φίλους του που συναντά συχνά πυκνά στην Μελβούρνη αλλά και πίσω στην πατρίδα την οποία από το 1975 μέχρι σήμερα έχει επισκεφθεί πάνω από 60 φορές. Ταυτόχρονα δεν ξεχνά ποτέ την ομογένεια και με δωρεές φροντίζει πάντα να στηρίζει πρωτοβουλίες που αφορούν την ελληνική κοινότητα, την ελληνική κουλτούρα και την ελληνική μας γλώσσα.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΖΩΗΣ
Ο κ. Νίκος λέει πως όταν κοιτάζει πίσω του συνειδητοποιεί πως η ζωή είναι γλυκιά και πως τελικά ίσως είναι φρονιμότερο να θυμάται κανείς μόνο τα καλά και τις όμορφες στιγμές. Δεν του αρέσει να μιλάει για τον εαυτό του και για όλα όσα έχει καταφέρει και όμως όσοι έχουν την τύχη να τον γνωρίζουν από κοντά μιλούν για έναν άνδρα ευγενή, ταπεινό και φιλάνθρωπο που από την ημέρα που πάτησε το πόδι του στην ξενιτιά μέχρι σήμερα μας κάνει όλους περήφανους με τα έργα και τις πράξεις του.
«Ομολογώ πως είμαι από τη φύση μου ένας αισιόδοξος και χαρούμενος άνθρωπος. Τα χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα. Δεν το καταλαβαίνεις μέχρι που αρχίζεις και μεγαλώνεις. Δεν έχω κανένα παράπονο από την ζωή. Ευχαριστώ τον Θεό που με βοήθησε και δεν πόνεσα πολύ αλλά την ίδια στιγμή ξέρω πως στο βαθμό που περνούσε από το χέρι μου έπραξα με γνώμονα την λογική και τον νου. Δεν ήμουν ποτέ πλεονέκτης και υπενθύμιζα πάντα στον εαυτό μου πως πριν πράξω το οτιδήποτε έπρεπε πρώτα να είμαι σίγουρος πως ‘με χωράει πρώτα το παπούτσι’.
«Δεν είμαι περήφανος για τίποτα παρά μόνο για την οικογένεια που απέκτησα, τα παιδιά μου, τα έντεκα εγγόνια μου που καμαρώνω τώρα και για το ότι τόσα χρόνια στις επιχειρήσεις εδώ στην ξενιτιά, ποτέ δεν αδίκησα και δεν πλήγωσα κανέναν από όλους εκείνους που εργάστηκαν κοντά μου.
«Για μένα αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία» καταλήγει ο κ. Νίκος.
The post Καλό παράδεισο Νίκο appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.