
Οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για τα Τέμπη την περασμένη Παρασκευή ήταν από τις πιο μαζικές που έχει ζήσει μεταπολιτευτικά αυτή η χώρα, ειδικά όσον αφορά την Αθήνα (αν και στην προσωπική μου μυθολογία, η κορυφαία συγκέντρωση έγινε στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, τότε που η κεφαλή της πορείας είχε φτάσει στην αμερικανική πρεσβεία κι εμείς, οι μαθητές, περιμέναμε ακόμη να ξεκινήσουμε από την Πατησίων, αλλά αυτό είναι δική μου εκτίμηση). Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ωστόσο που προσδίδει μοναδικότητα είναι η ποικιλομορφία αυτών που κατέβηκαν στις 28 Φεβρουαρίου στο Σύνταγμα. Ανθρωποι όλων των ηλικιών, οικογενειάρχες με τα παιδιά τους, αυτοί που πάρα πολύ παλιά τους έλεγαν «γιάπις» (που βεβαίως και υπάρχουν ακόμη, αλλά δεν γνωρίζω την καινούργια τους «ετικέτα»), «κυρίες του κομμωτηρίου» (άλλη ειδική κατηγορία αυτή), μικροαστοί, μεσοαστοί και μεγαλοαστοί, γεροντοέφηβοι, κυρ Παντελήδες, άνθρωποι που δεν έχουν κατεβεί ποτέ μέχρι τώρα σε συλλαλητήριο και κάποιοι από αυτούς μπορεί και να μην ξανακατεβούν.
Αυτό και το μη (φανερό τουλάχιστον) καπέλωμα από κόμμα δείχνουν πολλά. Και καλά. Οτι οι πολίτες, έστω ένα μεγάλο τμήμα τους, δεν χρειάζονται πάντα «βοσκούς» που τους αντιμετωπίζουν ως «πρόβατα». Και πως, όταν υπάρχει λόγος που γρατζουνάει το θυμικό ή προκαλεί τη λογική, ο κόσμος κινητοποιείται. Και εδώ, προφανώς, η διαμαρτυρία πυροδοτήθηκε από την τραγωδία των Τεμπών και τον τρόπο διαχείρισής της από την κυβέρνηση, αλλά συμπεριέλαβε χρόνιες παθογένειες και κακοδαιμονίες αυτής της χώρας. Καλό επίσης διότι πίσω από το σύνθημα υπάρχει και ουσία, κάτι δηλαδή που προβιβάζει το σύνθημα σε αίτημα.
Ωστόσο, είδα να δημοσιεύουν σέλφι από τη συγκέντρωση (ή φωτογραφίες, που σημαίνει ότι ακόμη και αν δεν ήταν εκεί ήθελαν, με κάποιον τρόπο, να δείξουν ότι είναι) και να ποστάρουν πολύ επαναστατικά τσιτάτα ή να ανακοινώνουν με διαπρύσιο λόγο τη μη λειτουργία των μαγαζιών όπου εμφανίζονται, σελέμπριτι, καλλιτέχνες, επαγγελματίες της σόουμπιζ, των δημόσιων σχέσεων και της «διοργάνωσης εκδηλώσεων» (λέμε τώρα), ινφλουένσερ, δημοσιογράφοι και παρουσιαστές που ήταν «πρώτες μούρες» την εποχή της αστακομακαρονάδας, υποστήριξαν αυτές τις κακοδαιμονίες και παθογένειες και υποστηρίχθηκαν από αυτές. Βεβαίως και ο καθένας μπορεί, κάποια στιγμή στη ζωή του, να δει το φως το αληθινό, να ανασύρει από τα βάθη της ύπαρξής του έναν Τσε ή μια Ιμπαρούρι, ακόμη και αν, για πολλά χρόνια, ήταν ταγμένος στο χρυσό μπικίνι της Σκορδά και στα παρδαλά του Μαζωνάκη, αλλά αυτό σημαίνει μια στροφή ζωής. Οχι την επόμενη ημέρα πάλι στα ίδια.
Με δυο λόγια, όταν κάποιος έχει πάρει «μαύρα» λεφτά (και ξέρουμε πόσα «μαύρα» κυκλοφορούν τη νύχτα ή στο Διαδίκτυο), όταν έχει, συστηματικά, φοροδιαφύγει, όταν έχει υπηρετήσει, και μάλιστα έναντι υψηλών αμοιβών, ένα σύστημα που υποστηρίζει την κάθε είδους εξουσία, ε, λίγο μπάστα. Υπήρξε και αυτός, έστω και ασυνείδητα, έστω και για λόγους επιβίωσης, μέρος του προβλήματος, οπότε χρειάζεται και μια τοσοδούλα αυτοκριτική. Εντάξει, μπορεί η επανάσταση να άργησε τρεις – τέσσερις δεκαετίες, αλλά μικρό το μέρος, γνωριζόμαστε.
Η διασταύρωση
του τρόμου
Το σημείο που διασταυρώνεται η λεωφόρος Κανελλοπούλου με την οδό Πίνδου, για να το πω απλά, η στροφή προς Παπάγου στην Κατεχάκη, είναι ελάχιστες εκατοντάδες μέτρα από το σπίτι μου. Που σημαίνει ότι από εκεί όπου, προχθές το μεσημέρι, σε μια καραμπόλα, έχασαν τη ζωή τους ένας 56χρονος και οι γονείς του, έχω περάσει χιλιάδες φορές, πέρασα και την Καθαρά Δευτέρα, λίγα λεπτά πριν από το δυστύχημα. Είναι εκεί όπου, πριν από κάποια χρόνια, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό η κολλητή φίλη της μητέρας μου, ένα βράδυ που, εντελώς τυχαία, δεν είχε μπει και η μητέρα μου μαζί της στο αυτοκίνητο.
Πρόκειται για μια καρμανιόλα που πάντα έχω έναν μικρό φόβο όταν την περνάω διότι δεν αρκεί η προσοχή ενός μόνο οδηγού αλλά και ακόμη τριών – τεσσάρων που έρχονται, συγχρόνως, από τις άλλες κατευθύνσεις. Δεν είναι δυνατόν να μην μπορεί να γίνει μια ρύθμιση, μια άλλη σηματοδότηση, μια παράκαμψη, κάτι τέλος πάντων.