
Μέσα στον ορυμαγδό των ειδήσεων, ελληνικών και διεθνών, των αλλόκοτων συμβάντων, των ακραίων συμπεριφορών, την απειλή ενός δυστοπικού μέλλοντος σε ό,τι αφορά τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, την αμφισβήτηση των δεδομένων, την όξυνση των αντιθέσεων, τον «νέο κόσμο» των Τραμπ και Μασκ, εγώ έχω μείνει κολλημένη σε κάτι που αφορά τον «παλιό κόσμο». Και αυτά που κάποτε θεωρούσαμε θεμελιώδη στοιχεία του.
Σε λένε λοιπόν Τζιν Χάκμαν και είσαι πια 95 ετών. Είσαι ηθοποιός του Χόλιγουντ. Εχεις κερδίσει Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου («Ο άνθρωπος από τη Γαλλία») και Β’ Ανδρικού Ρόλου («Οι Ασυγχώρητοι»). Επίσης τρεις Χρυσές Σφαίρες και δύο βραβεία BAFTA. Εχεις παίξει σε πολλές ταινίες που έχουν γνωρίσει μεγάλη καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία. Είσαι πλούσιος, μένεις σε μια πολυτελή έπαυλη στη Σάντα Φε αξίας τεσσάρων, σχεδόν, εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ η περιουσία σου αγγίζει τα ογδόντα εκατομμύρια δολάρια. Εχεις ζήσει μια ζωή ενδιαφέρουσα, έχεις αγωνιστεί για να καταφέρεις ό,τι κατάφερες, έχεις δώσεις αγώνα για να σου ανοίξουν οι πόρτες της κινηματογραφικής βιομηχανίας – στην αρχή δεν σε εμπιστεύονταν. Εχεις ήδη τρία παιδιά, ξαναπαντρεύεσαι μια γυναίκα σχεδόν τριάντα χρόνια μικρότερή σου. Αρρωσταίνεις, παθαίνεις Αλτσχάιμερ, έτσι είναι η ζωή. Κι έρχομαι τώρα εγώ και σκέφτομαι, λαϊκίστικα και απλοϊκά, ότι απέναντι στην αρρώστια δεν είμαστε όλοι ίσοι. Για παράδειγμα, και ο κυρ Μανώλης από τη Δραπετσώνα είναι 95 ετών και έχει Αλτσχάιμερ. Αλλά μένει σε ένα διαμέρισμα 70 τετραγωνικών με θέα στον ακάλυπτο. Ευτυχώς που η γυναίκα του, η κυρία Τασία, είναι καμιά δεκαριά χρόνια νεότερη και αντέχει ακόμη να τον φροντίζει, δεν περισσεύει ούτε σεντ για βοήθεια. Αλλά κουράστηκε κι αυτή στα 85 της, από μικρό κορίτσι δουλεύει. Για να πάει στη λαϊκή ή το σουπερμάρκετ ή θα πρέπει να κλειδώσει τον κυρ Μανώλη μην πάρει τους δρόμους ή να φωνάξει την κόρη τους να τον προσέχει όσο λείπει. Αλλά κι η κόρη της έχει κι αυτή τα δικά της προβλήματα, έχει εγγόνια, ο γαμπρός της είναι πάλι χωρίς δουλειά. Από την άλλη, λυπάται που τον κλειδώνει, δεν το αξίζει ο λεβέντης που ερωτεύτηκε στα δεκαοκτώ της.
Μια φορά η κυρία Τασία τον άφησε μόνο του και ξεκλείδωτο για είκοσι λεπτά, ίσα να πάει να πάρει πάνες ακράτειας διότι ο κυρ Μανώλης κάνει τις ανάγκες του επάνω του. Κι εκείνος άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο, ποιος ξέρει τι παίδευε το σκοτισμένο του μυαλό. Σήμανε αμέσως συναγερμός, ειδοποίησαν το Silver Alert, βγήκε η μισή πολυκατοικία στους δρόμους να τον ψάξει. Σε λίγες ώρες τον βρήκε η αστυνομία να περιπλανιέται. Τον αναγνώρισαν διότι κάθε τόσο η κυρία Τασία τον βγάζει βόλτα στη γειτονιά, «να μη μαραζώνει κλεισμένος στο σπίτι».
Οταν η σύζυγος του Τζιν Χάκμαν πέθανε αιφνίδια στο μπάνιο από το πνευμονικό σύνδρομο κάποιου ιού, ο ίδιος έμεινε μόνος και αβοήθητος, χωρίς συνείδηση. Ας φανταστούμε έναν ασθενή με Αλτσχάιμερ που τριγυρίζει σε ένα τεράστιο άδειο σπίτι χωρίς να μπορεί στοιχειωδώς να συντηρηθεί. Που πεινάει και δεν ξέρει πώς να φάει, που διψάει και δεν ξέρει πώς να πιει νερό. Και που πεθαίνει μία εβδομάδα μετά από καρδιοαγγειακό νόσημα το οποίο προφανώς επιδεινώθηκε από την ασιτία και την εξάντληση. Οπως από ασιτία πέθανε και ο σκύλος του σπιτιού. Ναι, τελικά απέναντι στην αρρώστια δεν είμαστε όλοι ίσοι.
Στάσου πλάι μου
Αναρωτιέμαι πόσο πιθανόν είναι να συμβεί κάτι παρόμοιο στη χώρα μας. Αυτή τη χώρα που αγαπάμε να μισούμε. Ακόμη και στην εποχή της απομόνωσης, όταν ξέρεις ότι ο 95χρονος πατέρας σου ή παππούς σου έχει Αλτσχάιμερ, παίρνεις κάθε τόσο τηλέφωνο. Και όταν στο σπίτι ουδείς απαντά, παίρνεις και ξαναπαίρνεις. Και στις δυο-τρεις μέρες, αν δεν υπάρχει απάντηση, πας και σπας το σπίτι. Μπουκάρεις από το παράθυρο για να δεις τι συμβαίνει. Διότι δεν υπάρχει χειρότερο τέλος για έναν άνθρωπο – είτε είσαι ο κυρ Χάκμαν από το Χόλιγουντ είτε ο κυρ Μανώλης από τη Δραπετσώνα – να καταλάβουν ότι πέθανες από τη μυρωδιά.