Οι γυναίκες ακόμα επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος με τις δουλειές του σπιτιού

Η εποχή της «πατριαρχικής εξουσίας» έχει παρέλθει, όχι όμως δίχως να έχει αφήσει… κατάλοιπα στη σύγχρονη κοινωνία.

Οι γυναίκες σήμερα δεν είναι μόνο νοικοκυρές ή/και μητέρες, όπως «έπρεπε» κάποτε. Σπουδάζουν, ξεχωρίζουν σε επαγγελματικό και ακαδημαϊκό επίπεδο, αναλαμβάνουν σημαντικά αξιώματα, διακρίνονται σε κάθε… μετερίζι της ζωής.

Σε μεγάλο βαθμό ωστόσο είναι αυτές που εξακολουθούν να επωμίζονται το περισσότερο βάρος της διαχείρισης του σπιτιού και τη μεγαλύτερη ευθύνη της ανατροφής των παιδιών και της φροντίδας ηλικιωμένων.

Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις σε πάρα πολλά νοικοκυριά, αλλά τα στοιχεία για τον μέσο όρο «λένε» ότι οι άνδρες στην Αυστραλία δεν κάνουν περισσότερες δουλειές για το νοικοκυριό από ό,τι πριν από 20 χρόνια, ακόμα και αν και οι δύο σύντροφοι εργάζονται πλέον με πλήρη απασχόληση.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα για τη δυναμική των νοικοκυριών, του εισοδήματος και της εργασίας στην Αυστραλία (Household, Income and Labour Dynamics in Australia – HILDA), οι άνδρες έκαναν κατά μέσο όρο 12,8 ώρες δουλειές του σπιτιού την εβδομάδα (το 2022 όσο το 2002), ενώ οι γυναίκες 18,4 ώρες (+50% περίπου περισσότερες από τους άνδρες).

Η ανάλυση των δεδομένων που συλλέγονται από το 2001, με συνεντεύξεις κάθε χρόνο από τα ίδια 17.000 άτομα, διαπίστωσε επίσης ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες δαπανούν περισσότερο χρόνο για την αμειβόμενη εργασία τους, από ό,τι πριν από 20 χρόνια.

Οι γυναίκες το 2022 απασχολούνταν κατά μέσο όρο 28,5 ώρες την εβδομάδα (έναντι 22,2 ωρών το 2002), ενώ οι άνδρες 37,9 ώρες (από 37,7 ώρες το 2002).

Όσον αφορά στη φροντίδα, οι άνδρες ξοδεύουν 30 λεπτά περισσότερα για τη φροντίδα των παιδιών τους και των ανάπηρων ή ηλικιωμένων συγγενών τους (5,5 ώρες την εβδομάδα το 2022, από 5 ώρες το 2002).

Ωστόσο, αυτή δεν είναι μια συνεχής ανοδική τάση. Το μέγιστο, 6,1 ώρες, σημειώθηκε το 2014.

Οι γυναίκες εξακολουθούν να αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των καθηκόντων φροντίδας -σχεδόν διπλάσιο από τους άνδρες- με 10,7 ώρες την εβδομάδα φροντίδας το 2022 (ήταν 10,1 ώρες το 2002).

Το μερίδιο των γυναικών στις οικιακές εργασίες και τη φροντίδα ήταν μικρότερο εάν οι ίδιες εργάζονταν, αλλά ο σύντροφός τους όχι. Αλλά ακόμα και τότε, οι γυναίκες έκαναν το 46% των οικιακών εργασιών και το 55% των εργασιών φροντίδας.

Το μερίδιο του χρόνου που αφιερώνει ο κάθε σύντροφος στην αμειβόμενη και την απλήρωτη εργασία ήταν συγκριτικά ίσο πριν αποκτήσουν το πρώτο τους παιδί.

Αλλά μετά τη γέννηση, το μερίδιο της γυναίκας στις οικιακές εργασίες «εκτοξεύεται» στο 63% – και παραμένει στο 62% όταν το παιδί αυτό είναι 10 ετών.

Η έρευνα δείχνει επίσης ότι οι άνδρες είναι περισσότερο ικανοποιημένοι από τις γυναίκες σε σχέση με τον καταμερισμό της μη αμειβόμενης εργασίας (οικιακά, φροντίδα).

Η ικανοποίηση των ανδρών από τον καταμερισμό της εργασίας ήταν υψηλή μέχρι να χτυπήσει η πανδημία COVD-19, οπότε άρχισε να μειώνεται πριν φτάσει σε ιστορικό χαμηλό 7,6 στα 10 για τον καταμερισμό των οικιακών εργασιών και 7,7 στα 10 για τον καταμερισμό της φροντίδας των παιδιών.

Η πλειονότητα πίστευε ότι έκαναν «αυτό που τους αναλογούσε» στο σπίτι, ανέφερε η μελέτη, με το 58% των άτεκνων ανδρών και το 55,6% όσων έχουν εξαρτώμενα παιδιά, να συμφωνούν.

Η Δρ Inga Lass, εκ των συγγραφέων της μελέτης και των επικεφαλής της έρευνας, δήλωσε ότι τα στοιχεία κατέδειξαν ότι οι γυναίκες αναλαμβάνουν -σχεδόν σε κάθε σενάριο απασχόλησης- μεγαλύτερο μερίδιο των εργασιών του σπιτιού και της φροντίδας από τον άνδρα σύντροφό τους.

«Ενώ οι γυναίκες κάνουν σημαντικά περισσότερη αμειβόμενη εργασία από ό,τι παλαιότερα, αυτή η κατανομή της μη αμειβόμενης εργασίας στο σπίτι δεν έχει αλλάξει σημαντικά από τότε που ξεκινήσαμε τις μετρήσεις το 2002», επισήμανε η Δρ Lass.

«Η έρευνα μας επιτρέπει επίσης να δούμε ότι οι άνδρες είναι συνολικά πιο ικανοποιημένοι από ό,τι οι γυναίκες με τον τρέχοντα καταμερισμό της μη αμειβόμενης εργασίας στο σπίτι. Οι περισσότερες γυναίκες αισθάνονται ότι κάνουν περισσότερο από το μερίδιο που τους αναλογεί στο σπίτι, ενώ οι άνδρες πιστεύουν συνήθως ότι μοιράζονται δίκαια τις δουλειές του σπιτιού και τη φροντίδα με τη σύντροφό τους».

Η ίδια τόνισε ότι «οι διαρκείς κοινωνικές πιέσεις και οι παραδοχές σχετικά με το τι κάνει μια καλή μητέρα συμβάλλουν πιθανώς στο μεγαλύτερο βάρος των γυναικών στο σπίτι».

Αν και εναπόκειται στα ζευγάρια να αποφασίσουν ποιος κάνει τι, η μείωση της πρόσβασης των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και της επαγγελματικής εξέλιξης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη γυναίκα ή την οικονομική ασφάλεια της οικογένειας αργότερα, πρόσθεσε.

«Γνωρίζουμε ότι πολλά ζευγάρια χωρίζουν και επειδή οι γυναίκες δεν έχουν εμπλακεί τόσο στην αγορά εργασίας, πολλές από αυτές δε θα επιστρέψουν ποτέ στην πορεία καριέρας που είχαν πριν».

«Μακροπρόθεσμα αυτό αυξάνει τον κίνδυνο φτώχειας».

«Ένας άνισος καταμερισμός εργασίας θέτει την οικογένεια σε κίνδυνο (ένα ζευγάρι), ακόμη και αν (οι σύντροφοι) παραμείνουν μαζί».

ΜΟΝΟΓΟΝΕΪΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

Οι μονογονεϊκές οικογένειες συχνά επηρεάζονται περισσότερο από τους οικονομικούς παράγοντες και είχαν βιώσει 76% αύξηση του κόστους φροντίδας ανά παιδί από το 2006 σε σύγκριση με 48% αύξηση για τα ζευγάρια γονέων.

«Κατά την περίοδο 2001-2022, οι μονογονεϊκές οικογένειες δεν ήταν μόνο ο πιο πιθανός τύπος οικογένειας που είχε κακή ψυχική υγεία, αλλά χρειάστηκε και ο μεγαλύτερος χρόνος για να ανακάμψει», διαπιστώνεται.

Οι μονογονεϊκές οικογένειες είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν τη φτώχεια και το ένα τέταρτο από αυτές ζούσε σε συνθήκες φτώχειας, ποσοστό που είναι υπερτετραπλάσιο από το ποσοστό των οικογενειών με ζευγάρι (6,2%). Είχαν επίσης τα χαμηλότερα μέσα επίπεδα πλούτου.

«Οι μονογονεϊκές οικογένειες είχαν υψηλότερα ποσοστά έλλειψης πραγμάτων που η πλειονότητα των ανθρώπων πιστεύει ότι κανείς δεν πρέπει να στερείται: ένα αξιοπρεπές και ασφαλές σπίτι και τη δυνατότητα θέρμανσης τουλάχιστον ενός δωματίου στο σπίτι», δήλωσε ο καθηγητής Roger Wilkins, αναπληρωτής διευθυντής του Melbourne Institute και συνεπικεφαλής της έρευνας HILDA.

«Οι μονογονεϊκές οικογένειες είναι πολύ πιεσμένες χρονικά και, όπως είναι αναμενόμενο, έχουν υψηλά ποσοστά κακής ψυχικής και σωματικής υγείας».

ΣΕ ΥΨΗΛΟ 20ΕΤΙΑΣ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Ο καθηγητής Wilkins, επισήμανε ακόμα ότι το χάσμα μεταξύ της μεσαίας και της ανώτερης τάξης.

Η ανισότητα σε ολόκληρη τη χώρα έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο της εδώ και δύο και πλέον δεκαετίες, καθώς τα εισοδήματα των υψηλόμισθων αυξάνονται ταχύτερα από τα εισοδήματα των χαμηλόμισθων και τα επίπεδα ιδιοκατοίκησης μεταξύ των νέων καταρρέουν.

Το τέλος της οικονομικής στήριξης της εποχής της πανδημίας COVID-19  προς τους λιγότερο εύπορους της χώρας ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την άνοδο της ανισότητας, ανέφερε η έκθεση.

«Μετά την αρχική επίδραση της πανδημίας, τα υψηλότερα εισοδήματα στην Αυστραλία αυξήθηκαν ταχύτερα σε σχέση με τα μεσαία εισοδήματα», δήλωσε o καθηγητής Wilkins.

«Ταυτόχρονα, η σχετική αύξηση των χαμηλότερων εισοδημάτων έχει μειωθεί, γεγονός που αυξάνει την ανισότητα και δυσκολεύει τους φτωχότερους Αυστραλούς να μετακινηθούν σε υψηλότερες εισοδηματικές ομάδες».

Το μέσο (average) ατομικό εισόδημα, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των νοικοκυριών τους, έφτασε το 2022 στο ποσό-ρεκόρ των 71.335 δολαρίων (τα μέσα εισοδήματα ωστόσο μπορούν να στρεβλωθούν από μεγάλες διακυμάνσεις, ιδίως μεταξύ των ατόμων με τα υψηλότερα εισοδήματα).

Το διάμεσο (median) ατομικό εισόδημα, ωστόσο, μειώθηκε κατά περισσότερα από 330 δολάρια στα 61.863 δολάρια (ο διάμεσος ως μέτρο αφαιρεί σε μεγαλύτερο βαθμό τις διακυμάνσεις).

Το διάμεσο εισόδημα για γονείς με ενήλικα παιδία που δεν έχουν ακόμη συνταξιοδοτηθεί είναι τώρα σχεδόν 85.000 δολάρια, περίπου 20.000 δολάρια ετησίως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα που παρακολουθείται από τη HILDA.

Τα χαμηλότερα διάμεσα εισοδήματα έχουν οι ανύπαντρες, ηλικιωμένες γυναίκες, με περίπου 31.000 δολάρια.

Η έρευνα αποκάλυψε επίσης την αυξανόμενη διαγενεακή ανισότητα στον πλούτο σε ολόκληρη τη χώρα, με τους ηλικιωμένους (όχι όλους, αλλά κατά μέσο όρο πάντα) να απολαμβάνουν μια αύξηση 157% τα τελευταία 20 χρόνια, σε περιουσία σχεδόν 1,4 εκατομμύρια δολάρια.

Η δεύτερη πιο πλούσια ομάδα είναι τα ζευγάρια που δεν έχουν ακόμη συνταξιοδοτηθεί με 1 εκατομμύριο δολάρια (+69%).

Αλλά και τα ζευγάρια με εξαρτώμενα τέκνα κατέγραψαν αύξηση κατά 96% του μέσου πλούτου τους σε 959.000 δολάρια.

Οι λιγότερο εύποροι είναι οι μονογονείς με 153.000 δολάρια (+58%).

ΙΔΙΟΚΑΤΟΙΚΗΣΗ

Ο προαναφερθέντας «πλούτος», ειδικά για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο των τιμών των κατοικιών, οι οποίες είναι όλο και πιο απρόσιτες για τους νέους.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μεταξύ των 25 έως 28 ετών ήταν περίπου 26,5%.

Από τότε μειώνεται σταθερά. Μόλις το 18% της ίδιας ηλικιακής ομάδας, που γεννήθηκε μεταξύ 1994 και 1997, κατέχει σήμερα σπίτι.

Υπήρξε κατάρρευση των ποσοστών ιδιοκατοίκησης σε όλες σχεδόν τις ηλικιακές ομάδες από τότε που ξεκίνησε η έρευνα HILDA.

Μεταξύ των ηλικιών 29 έως 32 ετών, το ποσοστό των ατόμων που κατέχουν κατοικία μειώθηκε από 40,4% σε 32,7%.

Μεταξύ των ατόμων στις αρχές της δεκαετίας των 40 ετών, έχει υποχωρήσει από 66,1% σε 55,6%.

Μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις σημειώθηκε μεταξύ των ατόμων ηλικίας 49 έως 52 ετών (-12,2% σε λιγότερο από τα δύο τρίτα).

Μόνο μία ομάδα, τα άτομα στα τέλη των 60 και στις αρχές των 70 χρόνων τους, δεν έχει παρουσιάσει καμία μεταβολή τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

ΧΡΕΟΣ

Οι ελπίδες των νέων για αγορά ακινήτου εμποδίζονται όχι μόνο από τις υψηλές τιμές, αλλά και από τα αυξανόμενα χρέη των νοικοκυριών εν γένει.

Το μέσο χρέος για όλα τα νοικοκυριά «σκαρφάλωσε» κατά 95% στα 227.469 δολάρια μεταξύ 2002 και 2022.

Η μεγαλύτερη σε ονομαστικούς όρους υποχρέωση παραμένει το ενυπόθηκο δάνειο, με άνοδο 112% κατά την περίοδο αυτή των δύο δεκαετιών.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση καταγράφηκε για τα σπουδαστικά δάνεια HECS ή HELP, που κατέχουν κυρίως οι νεότεροι, τα οποία αυξήθηκαν κατά 182%.

ΤΖΟΓΟΣ

Τέλος, η έρευνα ανέφερε ότι ο κίνδυνος των προβλημάτων λόγω τζόγου αυξάνεται, με το 12,9% των ανδρών που συμμετείχαν στην έρευνα να κατατάσσονται στους τζογαδόρους «υψηλού κινδύνου» (που ορίζονται ως προκαλούντες αρνητικές συνέπειες και πιθανή απώλεια ελέγχου).

Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από 10,3% το 2015.

Το 2015, το 5,7% των γυναικών προσδιόρισε τουλάχιστον μία επιβλαβή συνέπεια των τυχερών παιχνιδιών τους, ενώ το 2022 το έκανε το 6,4% των γυναικών.

Υπήρξε επίσης αύξηση 66% στο ποσοστό των ανδρών που στοιχημάτιζαν σε αθλήματα κατά την επταετία από το 2015 έως το 2022.

Λιγότεροι πλέον παίζουν «pokies», αλλά όσοι το κάνουν ξοδεύουν σημαντικά περισσότερα από ό,τι πριν από επτά χρόνια, με τις γυναίκες να ξοδεύουν περισσότερα από τους άνδρες, κατά μέσο όρο 284,96 δολ. το μήνα, έναντι 208,65 δολ. σύμφωνα με την έρευνα.

The post Οι γυναίκες ακόμα επωμίζονται το μεγαλύτερο βάρος με τις δουλειές του σπιτιού appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.