Οι θεωρίες συνωμοσίας ως εργαλείο επιρροής

Η 23η Ιανουαρίου 2025 θα μπορούσε να μπει στα βιβλία της ουγγρικής ιστορίας ως η ημέρα που μια απλή φάρσα τρόμαξε όλο το έθνος. Κάποια μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που υποτίθεται ότι προέρχονταν από «μουσουλμάνους τρομοκράτες», που απειλούσαν να εξαπολύσουν την «οργή των καταπιεσμένων», προκάλεσαν πανικό σε ολόκληρη τη χώρα, με αποτέλεσμα να εκκενωθούν 300 σχολεία και να ελεγχθούν για εκρηκτικούς μηχανισμούς πολλά άλλα κτίρια.

Η απειλή ήταν μέρος μιας συντονισμένης πανευρωπαϊκής επιχείρησης τρομοκράτησης με στόχο τη διασπορά πανικού και σύγχυσης. Παρόμοιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία, μεταξύ άλλων κρατών-μελών της ΕΕ, με προειδοποιήσεις που απευθύνονταν όχι μόνο σε σχολεία αλλά και σε δικαστήρια, εισαγγελίες και εμπορικά κέντρα.  Το Κρεμλίνο χρησιμοποιεί εδώ και καιρό τις θεωρίες συνωμοσίας ως εργαλείο επιρροής και αυτή η φάρσα εντάσσεται στη λογική της στρατηγικής του. Κατασκευάζοντας μια «ισλαμική» απειλή, τροφοδότησε ακροδεξιά, αντιμεταναστευτικά αφηγήματα σε όλη την Ευρώπη, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη και απαξιώνοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους, ενώ ταυτόχρονα κατάφερε να αποσπάσει την προσοχή από την Ουκρανία.

Για τον Ορμπαν, η φάρσα ήταν πολιτικά χρήσιμη. Αντί να την αντιμετωπίσει ως ζήτημα ασφαλείας, η κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή για να μεταθέσει την ευθύνη για τις οικονομικές δυσκολίες της Ουγγαρίας, τις αποτυχημένες δημόσιες υπηρεσίες και τα σκάνδαλα διαφθοράς στους συνήθεις εξωτερικούς εχθρούς της, ήτοι στην ΕΕ, τους μετανάστες και τις ξένες συνωμοσίες.

Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αυτά τα γεγονότα συνήθως ακολουθούνται από άμεση έρευνα για την εθνική ασφάλεια και δέσμευση να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι. Στην Τσεχία, οι μυστικές υπηρεσίες κατονόμασαν τις ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών ως δράστες. Στη Βουλγαρία, οι κρατικές Αρχές κατέληξαν σε παρόμοιο συμπέρασμα.

Ο όγκος τέτοιων επιθέσεων, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, υποδηλώνει ότι η χειραγώγηση και η παρέμβαση ξένων πληροφοριών (FIMI) εξελίσσεται σε μια όλο και αυξανόμενη πρόκληση ασφάλειας για την ΕΕ των 27. ​​

Τα σχολεία έχουν επιλεγεί στρατηγικά ως στόχοι λόγω της μεγάλης αναστάτωσης που προκαλούν. Ενας φόβος για βόμβα δεν επηρεάζει μόνο τους μαθητές αλλά και τις οικογένειές τους και όχι μόνο. Αναγκάζει επίσης τις κρατικές Αρχές να ανταποκριθούν γρήγορα για να διασφαλίσουν την ασφάλεια των μαθητών, γεγονός που απαιτεί σημαντικούς δημόσιους πόρους.

Τα γεγονότα της 23ης Ιανουαρίου είναι ασυνήθιστα επειδή στοχεύουν έναν σύμμαχο του Κρεμλίνου. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση του Ορμπαν δεν έχασε την ευκαιρία.  Ενώ τα σχολεία σε όλη τη χώρα εξακολουθούσαν να ερευνώνται για εκρηκτικούς μηχανισμούς, ο Péter Szijjártó, υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας, χαρακτήρισε τις απειλές «άμεση συνέπεια» των μεταναστευτικών πολιτικών που «οι Βρυξέλλες και οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες ακολουθούν εδώ και σχεδόν δέκα χρόνια». Διπλασίασε τους άδικους νόμους «Stop Soros» της κυβέρνησης, οι οποίοι ποινικοποιούν τη νόμιμη μετανάστευση.

Ταυτόχρονα, η μηχανή προπαγάνδας της κυβέρνησης στράφηκε κατά των εγχώριων πολιτικών αντιπάλων. Ενας από τους κύριους στόχους ήταν το Tisztelet és Szabadság Pártja (Κόμμα Σεβασμού και Ελευθερίας, TISZA), του οποίου ηγείται ο Πίτερ Μαγιάρ, πρώην σύζυγος της πρώην υπουργού Δικαιοσύνης, Τζούντιτ Βάργκα.

Υπό την ηγεσία του Μαγιάρ, το TISZA αυξάνει τη δημοτικότητά του, έχοντας κερδίσει το 30% των ψήφων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο και, τους τελευταίους μήνες, σπρώχνοντας το Fidesz του Ορμπαν στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις. Τα ελεγχόμενα από το κράτος μέσα ενημέρωσης έχουν δαπανήσει τεράστιους πόρους για να τον παρουσιάσουν ως ψυχικά ασταθή και επικίνδυνο.

Η κρατικά ενορχηστρωμένη παραπληροφόρηση της Ουγγαρίας έχει μακρά ιστορία, με μια από τις πιο διαβόητες και επίμονες εκστρατείες της να είναι η θεωρία της «μεγάλης αντικατάστασης». Για πάνω από μία δεκαετία, το κόμμα Fidesz του Ορμπαν ενισχύει τους ισχυρισμούς ότι ο διεθνής φιλάνθρωπος Τζορτζ Σόρος και η ΕΕ σχεδιάζουν να αντικαταστήσουν τον πληθυσμό της Ευρώπης με μουσουλμάνους μετανάστες. Η κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει αυτό το αφήγημα για να δικαιολογήσει την καταστολή των ΜΚΟ και των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, και όλα αυτά με το πρόσχημα της προστασίας της «εθνικής κυριαρχίας».

Η Edit Zgut-Przybylska είναι επίκουρη καθηγήτρια στο IFIS της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών και επισκέπτρια στο Ινστιτούτο Δημοκρατίας του CEU. To άρθρο της δημοσιεύεται στην Ελλάδα κατ’ αποκλειστικότητα από «ΤΑ ΝΕΑ»