Οι κομπάρσοι της Ζωής

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μέγας αναλυτής της εγχώριας πολιτικής σκηνής για να καταλάβει πως μετά την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή, στο πλαίσιο της πρότασης δυσπιστίας που έγινε στην κυβέρνηση, προέκυψε ο πραγματικός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεν είναι ο Σωκράτης Φάμελλος, που μοιάζει να δυσκολεύεται να καταλάβει το γιατί της συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης που δυσκολεύεται να πείσει ότι μπορεί να οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ο ρόλος ανήκει στη Ζωή Κωνσταντοπούλου κι ας λένε οι δημοσκοπήσεις ότι μόλις το κόμμα της ξεπέρασε το 10%. Το καταλαβαίνεις από δύο πράγματα: από το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός σε όλες τις ομιλίες του ασχολήθηκε μαζί της προσπαθώντας να απαντήσει στα κατηγορώ της, αλλά και από το ότι η ίδια έχει καταφέρει με μαεστρία να υποχρεώσει τον Φάμελλο και τον Ανδρουλάκη σχεδόν να τη μιμούνται.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έφερε στο κέντρο της προσοχής της πολιτικής ζωής το δυστύχημα των Τεμπών μετατρέποντας καιρό τώρα τη Βουλή σε ένα είδος αίθουσας δικαστηρίου με την ίδια σε ρόλο δημόσιου κατηγόρου. Σε αυτό υπάρχει μια μεγάλη διαφοροποίηση από τον έτερο δημοσκοπικά κερδισμένο από την εξέλιξη, δηλαδή τον Κυριάκο Βελόπουλο. Ο Βελόπουλος μοιάζει να διεκδικεί τον ρόλο του αντισυστημικού γνώστη μοναδικών μυστικών – η Κωνσταντοπούλου κάνει ένα είδος κοινοβουλευτικού ακτιβισμού ζητώντας παραπομπές (σήμερα) και καταδίκες (αύριο). Ο λόγος του Βελόπουλου μπορεί να συναρπάσει τον κόσμο που ψήφιζε κάποτε τους Ανεξάρτητους Ελληνες του Πάνου Καμμένου που πίστευαν πως κάποιοι μας ψεκάζουν: οι συνωμοσιολόγοι πάντα θα υπάρχουν, αλλά είναι λίγοι κι έχουν διαρκώς ανάγκη να τους «ταΐζεις» με θεωρίες – πράγμα ακόμα και για τον Βελόπουλο δύσκολο. Η Κωνσταντοπούλου από την πλευρά της απευθύνεται σε ένα ακροατήριο ετερόκλητο και πολύ μεγαλύτερο: σε αυτούς που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ δυο φορές τουλάχιστον το 2015, στους παραδοσιακούς αντιδεξιούς που φωνάζουν στις πλατείες «Μητσοτάκη παραιτήσου» και κυρίως στην μεγάλη πλειοψηφία που ψήφισε «Οχι» στο δημοψήφισμα στο οποίο έμοιαζε να κρίνεται η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ.

Διαβάζω πολλούς που ακόμα αναλύουν δημοσκοπήσεις με τρόπους που ανήκουν στο παρελθόν. Δεν υπάρχουν πλέον συμπαγείς βάσεις κομμάτων: αυτά τελείωσαν το 2012 μετά την κατρακύλα της ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά και του ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου. Από το 2010 και μετά η άνοδος και η πτώση των κομμάτων έχει να κάνει αποκλειστικά με τις κρίσεις. Η οικονομική κρίση γιγάντωσε τον ΣΥΡΙΖΑ και η βλακώδης εξαιτίας και του Αλέξη Τσίπρα στάση του κόμματος απέναντι στην κρίση που δημιούργησε η πανδημία έστειλε το κόμμα στο 17%. Τον Κυριάκο Μητσοτάκη τον έσωσε ο τρόπος που χειρίστηκε την πανδημία και φυσικά ο ποταμός των χρημάτων που χάρη σε αυτή μοιράστηκαν. Το ΠΑΣΟΚ μετά την οικονομική κρίση δυσκολεύεται να σηκώσει κεφάλι. Η αύξηση των ποσοστών της Ζωής Κωνσταντοπούλου θα εξαρτηθεί από δύο πράγματα: από το πόσο θα μείνει (ή θα επανέρχεται) στην επικαιρότητα το δυστύχημα των Τεμπών και από το πόσο σύντομα θα γίνουν οι επόμενες εκλογές και κυρίως από το αν θα έχουμε συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Ο,τι θα συμβεί θα θυμίζει την αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2011-2015. Κι αυτό δεν θα γίνει γιατί θα συστρατευτούν μαζί της το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά γιατί πολλοί  ψηφοφόροι αυτών των κομμάτων δεν βλέπουν σε αυτά κυβερνητική προοπτική.

Γιατί ψηφίζουμε στις εκλογές; Για δύο λόγους: είτε γιατί θεωρούμε ελκυστικές και πραγματοποιήσιμες προτάσεις διακυβέρνησης, είτε για να τιμωρήσουμε κυβερνήσεις. Οσο το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούν να διαμορφώσουν προτάσεις (φοβούνται ακόμα και να μιλήσουν για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων π.χ.), ένας κόσμος θα στρέφεται σε όσους υπόσχονται τιμωρίες. Κάπως έτσι θα φτάσει να ψηφίσει την Κωνσταντοπούλου. Για να τιμωρήσει, όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ που έγιναν κομπάρσοι της…