
Θα το παραθέσουμε με μία φαντασιακή εικόνα: κάθε φορά που ένας πρωθυπουργός επιλέγει πρόσωπα ή ανασυνθέτει τα κυβερνητικά σχήματά του, παραπάνω από δύο μαζικοί ψηφιακοί στρατοί εκατέρωθεν κατοπτεύουν και φέρνουν στο φως κοινοποιήσεις, ποσταρίσματα, τοποθετήσεις των προσώπων αυτών από τους προσωπικούς λογαριασμούς τους. Το είδαμε πρόσφατα με τον Αρίστο Δοξιάδη και τον Νίκο Τσάφο, αλλά το έχουμε δει και παλιότερα, και όχι μόνον όταν η Νέα Δημοκρατία ήταν κυβερνώσα πλειοψηφία. Θα μπορούσαμε να σταθούμε μόνον εδώ και να πούμε ότι όλο αυτό εγγράφεται σε έναν εκατέρωθεν πολιτικό πόλεμο όπου τα δύο ή τρία αντιμαχόμενα μέρη ψάχνουν πυρετωδώς πράγματα που εκθέτουν τους αντιπάλους τους. Από ομοφοβικές ή «μειοδοτικές» τοποθετήσεις μέχρι υπερβολές, αστειότητες και όχι μόνον. Το γεγονός όμως ότι τα ποσταρίσματα στο Facebook ή παλιά τουίτ στο σημερινό Χ αποτελούν και τον λόγο που έχουν κατά καιρούς πολιτικοί καρατομηθεί και μάλιστα ακαριαία από τις νέες τους αρμοδιότητες ή υποψηφιότητες, διαμορφώνει όρους να κάνουμε την κουβέντα πιο βαθιά.
Μαζική επιρροή
Δεν τέμνεται απλώς και μόνον η δημόσια παρουσία των προσώπων – για την ακρίβεια η ψηφιακή τους παρουσία – με την πολιτική τους κάθε φορά εγγραφή. Εδώ πια έχουμε τον παράγοντα «κοινωνικά δίκτυα» που εισέρχεται δυναμικά όχι βέβαια τώρα ή εσχάτως, αλλά τουλάχιστον για μία δεκαετία, σε αυτό που λέγεται πολιτική διαδικασία. Ας μην ξεχνούμε ότι για παράδειγμα και πέραν όλων αυτών ο Πάνος Καμμένος κάποτε και μέσα στη φωτιά του πρώτου Μνημονίου ίδρυσε τους ΑΝΕΛ μέσω του Τwitter. Ας μην ξεχνούμε επίσης ότι υπάρχουν πρόσωπα που επιλέγονται για ψηφοδέλτια επειδή ακριβώς έχουν μαζική επιρροή ή είναι influencer σε μία σειρά κοινωνικών δικτύων. Βέβαια η παρουσία στα νέα μέσα ή πλατφόρμες εκ των πραγμάτων είναι ευάλωτη και σε ακρότητες και σε τοξικότητες και σε λεπτές ισορροπίες. Πολλές εξ αυτών είναι απόλυτα εύθραυστες και οδηγούν πολλές φορές τα πρόσωπα που ασχολούνται με την πολιτική να πέφτουν από το τεντωμένο σκοινί και χωρίς κάποιο σεντόνι να τους υποδεχθεί. Η μεγάλη μεταβολή που έχει συντελεστεί στη ζωή μας και βέβαια στην Πολιτική σε σχέση με παλαιότερα είναι πως τώρα η κοινωνία του θεάματος, τα δημόσια πρόσωπα κατακερματίζονται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Η ψηφιακότητα καθιστά τις δικές τους παρουσίες εντελώς διαφορετικές και πολλές φορές αναντίστοιχες με τις φυσικές. «Ο,τι γράφει, δεν ξεγράφει» έλεγαν οι παλιοί. Κι αυτό προφανώς ισχύει απόλυτα για τα κοινωνικά δίκτυα, ακόμα και για αναρτήσεις που κατά καιρούς αποσύρονται από τους πιο έξυπνους χρήστες των κοινωνικών δικτύων που οσμίζονται ή ξέρουν ότι θα εισέλθουν στην πολιτική σκηνή. Και που επίσης ξέρουν πόσο καραδοκούν οι αντίπαλοι στρατοί. Μια άλλη πλευρά ακριβώς αυτής της ιστορίας, δηλαδή του συγκερασμού των κοινωνικών δικτύων και της Πολιτικής, είναι και το γεγονός πως πολλοί άνθρωποι που κατά καιρούς υπουργοποιήθηκαν, αυτόματα κατέβασαν και τους λογαριασμούς τους για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Δύσκολο.
Η ενίσχυση της ψηφιακότητας
Οι μηχανές πολέμου είναι εδώ και όχι απλώς καραδοκούν ή ξαγρυπνούν αλλά αρχειοθετούν και κάνουν screenshot παλαιότερες παρεμβάσεις που μπορεί να εκθέσουν τον αντίπαλο. Ταυτόχρονα με όλα αυτά η πολιτική περνά πια όχι μόνο μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, αλλά έχει αρχίσει να λαμβάνει χαρακτηριστικά διαδικασίας που δεν εννοεί τον εαυτό της χωρίς αυτά. Ψηφιακές καμπάνιες στήνονται για τους πολιτικούς και τους υποψηφίους, χορηγούμενες σελίδες, κυνήγι των likes και των followers και βέβαια το καινούργιο βασίλειο του ΤikΤok όπου υποκύπτουν ακόμα και οι πολιτικοί της γενιάς των μπούμερ. Αν κάποτε το μέσο ήταν το μήνυμα κατά των Μακ Λούαν σήμερα και το μήνυμα έχει αλλάξει και το μέσο. Πολλές φορές δε τα δύο συγχέονται. Ενα απλό βίντεο μερικών δευτερολέπτων αρκεί για να εκπέμψει ένα μήνυμα, για να εκτοξεύσει δημοτικότητες πολιτικών αρχηγών, ακόμη και για να καταρρεύσουν πολιτικοί στα μάτια των απλών πολιτών με κάτι αστείο ή κάτι λανθασμένο το οποίο έπραξαν. Ολα σκανάρονται στο βασίλειο των κοινωνικών δικτύων. Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος δεν συνθέτει απλά την εικόνα των πολιτικών σε νέες φόρμες, αλλά ανανοηματοδοτεί και το περιεχόμενο στην ίδια την πολιτική. Με κίνδυνο ορισμένοι πολιτικοί ακριβώς λόγω του μέσου να υποκύπτουν σε λαϊκισμούς. Ή επίσης λόγω των μέσων να στεκόμαστε σε πιο επιφανειακές όψεις των εκφωνήσεων και όχι στο ίδιο το περιεχόμενο των πολιτικών επιχειρημάτων που έχουμε ανάγκη. Σε όλα τα παραπάνω προσθέστε και την τεχνητή νοημοσύνη, τις προσομοιώσεις προσώπων και το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος του μέλλοντος θα καλείται να διακρίνει αν κάτι το οποίο βλέπει είναι ψευδές ή αληθές πολλές φορές. Πιθανώς οι επόμενες εθνικές εκλογές και στην Ελλάδα όχι απλώς θα επιβεβαιώσουν την ενίσχυση της ψηφιακότητας, αλλά και εκ των πραγμάτων θα οριστικοποιήσουν πως τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν έναν σταθερό πόλο αποκαθήλωσης ή και αποθέωσης των νέων πολιτικών προσώπων. Κανείς δεν θα μπορεί να ξεφύγει από την εικόνα του και κυρίως από το παρελθόν του.