Παγκόσμιο Κύπελλο του ’70. Το Μουντιάλ στην ωραιότερη ώρα του

Μεθεόρτια Μουντιάλ ’70

Υπάρχουν χωριά και χωριουδάκια στη Βραζιλία που δεν έχουν εκκλησία, αλλά δεν υπάρχει κανένα χωρίς γήπεδο. Η Κυριακή είναι η μέρα που δουλεύουν περισσότερο οι καρδιολόγοι σε ολόκληρη τη χώρα. Μια συνηθισμένη Κυριακή μπορεί οποιοσδήποτε να πεθάνει από συγκίνηση παρακολουθώντας την τελετή της μπάλας, μια Κυριακή δίχως ποδόσφαιρο μπορεί να πεθάνει από ανία. Οταν η ομάδα της Βραζιλίας έχασε στο Μουντιάλ του ’66, σημειώθηκαν αυτοκτονίες και νευρικοί κλονισμοί, οι σημαίες κρέμονταν μεσίστιες και τα κρέπια στις πόρτες ήταν μαύρα. Μια λιτανεία πενθούντων πλημμύρισε τους δρόμους, που κήδεψε χορεύοντας το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, με φέρετρο κι απ’ όλα. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Βραζιλία κέρδισε για τρίτη φορά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Τότε ο Νέλσον Ροντρίγκες έγραψε ότι οι Βραζιλιάνοι έπαψαν να φοβούνται τον μπόγια και ντύθηκαν όλοι βασιλιάδες με ερμίνα και κορόνα.

Πρωταγωνιστής και αναμφισβήτητος άρχων του Μουντιάλ στο Μεξικό ήταν ο Πελέ. Για να τον γνωρίσουμε καλύτερα 55 χρόνια μετά, ας σταθούμε στο 1969. Η Σάντος έπαιζε με τη Βάσκο ντα Γκάμα στο Μαρακανά. Ο Πελέ διέσχισε σαν αστραπή το γήπεδο, ξεφεύγοντας από δύο αντιπάλους στον αέρα, δίχως να πατήσει χορτάρι, και όταν έμπαινε στο τέρμα μαζί με την μπάλα, τον έριξαν κάτω. Ο διαιτητής σφύριξε πέναλτι. Ο Πελέ δεν ήθελε να το εκτελέσει. Εκατό χιλιάδες θεατές τον υποχρέωσαν να το κάνει, φωνάζοντας το όνομά του. Ο Πελέ είχε βάλει πολλά γκολ στο Μαρακανά. Γκολ απίθανα, όπως εκείνο του 1961, εναντίον της Φλουμινένσε, όταν είχε τριπλάρει επτά παίκτες, ακόμα και τον τερματοφύλακα.

Ομως εκείνο το πέναλτι ήταν διαφορετικό: ο κόσμος κατάλαβε ότι υπήρχε κάτι το ιερό. Γι’ αυτό, ο πιο θορυβώδης λαός του κόσμου σώπασε. Η οχλοβοή σταμάτησε απότομα, σαν να είχε υπακούσει σε διαταγή: κανείς δεν μιλούσε, κανείς δεν ανάσαινε, κανείς δεν ήταν εκεί. Αίφνης δεν υπήρχε κανείς στις κερκίδες και στο γήπεδο. Ο Πελέ και ο τερματοφύλακας, ο Αντράντα, ήταν μόνοι. Περίμεναν. Ο Πελέ στεκόταν δίπλα στην μπάλα, στο λευκό σημείο του πέναλτι. Δώδεκα βήματα πιο πέρα, o Αντράντα ανάμεσα στα δοκάρια, μαζεμένος, στο καρτέρι.

Ο τερματοφύλακας μπόρεσε να την αγγίξει, όμως ο Πελέ την κάρφωσε στα δίχτυα. Ηταν το χιλιοστό του γκολ. Κανείς άλλος δεν είχε κατορθώσει να βάλει χίλια γκολ στην ιστορία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Και τότε το πλήθος ζωντάνεψε πάλι, πετάχτηκε σαν παιδί, τρελό από χαρά, και η νύχτα φωτίστηκε.

Υπάρχουν εκατό τραγούδια που αναφέρουν το όνομά του. Στα δεκαεπτά του ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής και βασιλιάς του ποδοσφαίρου. Δεν είχε κλείσει τα είκοσι όταν η κυβέρνηση της Βραζιλίας τον ανακήρυξε εθνικό θησαυρό και απαγόρευσε την εξαγωγή του. Κέρδισε τρία Παγκόσμια Κύπελλα με την Εθνική Βραζιλίας και δύο με τη Σάντος. Μετά το χιλιοστό του γκολ, δεν σταμάτησε να τα μετράει. Πήρε μέρος σε περισσότερους από χίλιους τριακόσιους αγώνες, σε ογδόντα χώρες, παίζοντας σε εξοντωτικό ρυθμό το ένα παιχνίδι μετά το άλλο, κι έβαλε σχεδόν χίλια τριακόσια γκολ. Μια φορά σταμάτησε έναν πόλεμο: η Νιγηρία και η Μπιάφρα έκαναν ανακωχή για να τον δουν να παίζει.

Να τον δεις να παίζει άξιζε όντως μια ανακωχή, κι ακόμα περισσότερα. Οταν ο Πελέ έτρεχε, περνούσε μέσα από τους αντιπάλους του σαν μαχαίρι. Οταν σταματούσε, οι αντίπαλοι χάνονταν μέσα στους λαβύρινθους που ζωγράφιζαν τα πόδια του. Οταν πηδούσε, ήταν σαν να σκαρφάλωνε με σκάλα τον αέρα. Οταν εκτελούσε φάουλ, οι αντίπαλοι που σχημάτιζαν τείχος ήθελαν να σταθούν ανάποδα, με το πρόσωπο στραμμένο προς το τέρμα, για να μη χάσουν το γκολ. Είχε γεννηθεί σ’ ένα χαμόσπιτο, σ’ ένα απόμακρο χωριό, κι έφτασε στην κορυφή της δόξας και του πλούτου, όπου η είσοδος είναι απαγορευμένη για τους μαύρους. Εξω από τα γήπεδα, δεν χάρισε ποτέ λεπτό από τον χρόνο του, και ποτέ δεν έβγαλε ούτε ένα νόμισμα από το πορτοφόλι του. Ομως όσοι είχαμε την τύχη να τον δούμε να παίζει, λάβαμε δώρα σπάνιας ομορφιάς: στιγμές αθάνατες, που μας επιτρέπουν να πιστέψουμε ότι υπάρχει αθανασία.

Στα μεθεόρτια Μουντιάλ του Μεξικού το 1970, στο καρναβάλι της νίκης, ο στρατηγός Μέντισι, δικτάτορας της Βραζιλίας, χάρισε λεφτά στους παίκτες, πόζαρε με το τρόπαιο στα χέρια, έκανε μάλιστα και μια κεφαλιά με την μπάλα μπροστά στις κάμερες. Ο ύμνος που είχε συντεθεί για την εθνική ομάδα, το Pra frente Brasil, έγινε η επίσημη μουσική της κυβέρνησης, ενώ η φωτογραφία του Πελέ, να ίπταται πάνω από το γρασίδι, συνόδευε στην τηλεόραση τα μηνύματα που ανακοίνωναν: Τίποτα πλέον δεν σταματά τη Βραζιλία. Οταν η Αργεντινή κέρδισε το Μουντιάλ του ’78, ο στρατηγός Βιντέλα χρησιμοποίησε με τα ίδια μηνύματα τη φωτογραφία του Κέμπες, που έμοιαζε ασυγκράτητος σαν λαίλαπα. Το ποδόσφαιρο είναι η πατρίδα, η εξουσία είναι το ποδόσφαιρο: Εγώ είμαι η πατρίδα, έλεγαν εκείνες οι στρατιωτικές δικτατορίες.

Στο μεταξύ, ο στρατηγός Πινοτσέτ, ο ισχυρός άνδρας της Χιλής, έγινε πρόεδρος της Κόλο-Κόλο, της δημοφιλέστερης ομάδας της χώρας, και ο στρατηγός Γκαρσία Μέσα, που είχε πάρει την εξουσία στη Βολιβία, έγινε πρόεδρος της Βίλστερμαν, μιας ομάδας με πολλούς και ένθερμους οπαδούς. Το ποδόσφαιρο είναι ο λαός, η εξουσία είναι το ποδόσφαιρο: Εγώ είμαι ο λαός, έλεγαν εκείνες οι στρατιωτικές δικτατορίες.

Επιστροφή στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Η Βραζιλία αντιμετώπιζε την Αγγλία. Ο Τοστάο δέχτηκε την μπάλα από τον Πάουλο Σέζαρ και προχώρησε όσο μπορούσε. Ολη η Αγγλία ήταν κλεισμένη στην περιοχή. Ακόμα και η βασίλισσα βρισκόταν εκεί. Ο Τοστάο αποφεύγει έναν, δύο, τρεις, και δίνει την μπάλα στον Πελέ. Τρεις παίκτες σπεύδουν να τον κλείσουν, ο Πελέ προσποιείται ότι θα κάνει κίνηση και τους εξουδετερώνει και τους τρεις, σταματάει απότομα, γυρνάει και αφήνει την μπάλα στα πόδια του επερχόμενου Ζαϊρζίνιο. Ο Ζαϊρζίνιο είχε μάθει να ξεμαρκάρεται στις πιο σκληρές συνοικίες του Ρίο ντε Ζανέιρο: πετάχτηκε σαν μαύρη σφαίρα, απέφυγε έναν Αγγλο, και η μπάλα, η λευκή σφαίρα, καρφώθηκε στα δίχτυα του Μπανκς. Ηταν το γκολ της νίκης. Η βραζιλιάνικη επίθεση, με ρυθμό γιορτής, είχε ελευθερωθεί από το μαρκάρισμα επτά αντιπάλων. Το ατσάλινο οχυρό είχε λιώσει κάτω από τον ζεστό άνεμο που φύσηξε από τον Νότο.