
Σαφώς δεν είχε υπόψη του ο αλησμόνητος Φρέντυ Γερμανός πως ο τίτλος ενός από τα τελευταία του βιβλία, που ήταν «Κατάσταση απελπιστική αλλά όχι σοβαρή», είκοσι έξι χρόνια μετά την έκδοσή του, θα «κούμπωνε» κατά τρόπο συγκλονιστικό με μια τουλάχιστον εκδοχή της νεοελληνικής πραγματικότητας. Οπως τουλάχιστον απεικονίζεται – πού αλλού; – σε τηλεοπτικές εκπομπές με τους συμμετέχοντες και τους διαγωνιζόμενους σε λογής τηλεπαιχνίδια, άνδρες και γυναίκες, που η επαγγελματική τους συνθήκη κλιμακώνεται από νηπιαγωγούς έως σύμβουλους επιχειρήσεων, δημόσιους υπαλλήλους έως καταστηματάρχες, γιατρούς έως (σπάνια είναι η αλήθεια) στρατιωτικούς. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ή και να πιστέψει κανείς πως ένα απλό και διασκεδαστικό, ως πρώτη εντύπωση, τηλεπαιχνίδι θα συνιστούσε μια «ανατομία» της νεοελληνικής κοινωνίας που για τον ίδιο σκοπό με πολλή έρευνα, πολύ κόπο και πολλή αγωνία, συγκροτημένες μελέτες δεν θα απέφεραν ένα τόσο χειροπιαστό αποτέλεσμα. Καθώς συχνά πλάι σε απαντήσεις που καταπλήσσουν σε σχέση με μία γνώση σχεδόν αδύνατον να αποκτηθεί όσο και αν έχει διαβάσει κανείς, μένεις ενεός με μια άγνοια ανησυχαστική, αν μη τι άλλο, καθώς ακόμη και μια στοιχειώδης γνώση καθίσταται μια σπάνια πολυτέλεια. Ενώ το περιττό, η πλειοψηφία σχεδόν των ερωτώμενων να το γνωρίζει χωρίς καν να χρειάζεται να σκεφτεί καθώς δεν υπάρχει ερώτηση που να μένει αναπάντητη έστω και αν αφορά σε μιαν ατάκα (ποια ήταν ακριβώς) ενός τριταγωνιστή σε μια ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’50 ή του ’60.
Γεγονός που σημαίνει ότι είναι μάλλον απροσμέτρητος ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν δει όχι μία και δύο, αλλά πολλές φορές, τις ίδιες ταινίες ή έχουν «επικοινωνήσει» μεταξύ τους μνημονεύοντας «διάσημες» φράσεις τους. Φράσεις (έστω και αν πρόκειται για τις φράσεις «Στρίβειν διά του αρραβώνος» ή «Ολα καλά, όλα ανθηρά») που αδυνατεί να καταλάβει κανείς γιατί έχουν εξελιχθεί σε έναν σχεδόν «κωδικό» ώστε η μνεία τους να μοιάζει σαν να μπορεί να οριοθετήσει τις διαστάσεις μιας ολόκληρης εποχής. Οταν μάλιστα πρόκειται για μια εποχή δύσκολο να κατανοηθεί ακόμα και με επαρκέστερα εργαλεία σε σχέση με την κοινότοπη χροιά των φράσεων που μνημονεύσαμε ήδη αλλά και πολλών άλλων. Δεν είναι επομένως κάτι το αδιανόητο (όπως θα έπρεπε να είναι) το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας μέσω των συμμετεχόντων σε ένα τηλεπαιχνίδι, να γνωρίζει σε ποια ταινία της η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε χρησιμοποιήσει για δεύτερη φορά την περούκα που είχε φορέσει ως «Πίπης» στην ταινία «Η αρχόντισσα κι ο αλήτης», αλλά και πάλι μέσω των συμμετεχόντων σε ένα τηλεπαιχνίδι, η ελληνική κοινωνία να τοποθετεί τις Πλάτρες (το θέρετρο στο βουνό Τρόοδος της Κύπρου) το γνωστό και χάρη στον στίχο του Γιώργο Σεφέρη «Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», στη Ρόδο. Και αν θα μπορούσε να λογαριαστεί ως κάτι περίπου αυτονόητο το να χωλαίνει η λογοτεχνία και η ποίηση ειδικότερα σε σχέση με τις γνώσεις όσων προσέρχονται σε ένα τηλεπαιχνίδι ώστε οι τίτλοι δύο πασίγνωστων έργων, «Ο καλός άνθρωπος του Σέτσουαν» του Μπρεχτ και «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», να γίνονται «Ο καλός του Πεκίνου» και «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Ηπείρου», ποιος θεός θα συναινούσε ώστε σε ερώτηση «Ποιος είναι πρόσωπο της αρχαιότητας, ο Παπαφλέσσας ή ο Λεωνίδας», να ακούμε ένα βροντερό «ο Παπαφλέσσας βέβαια».
Οπως αντιλαμβάνεται ακόμη και ο κακοπροαίρετος αναγνώστης, δεν αγανακτούμε όταν ακούμε απάντηση του τύπου ότι «το νησί της καταγωγής του Ανδρέα Εμπειρίκου είναι η Κέρκυρα» (αντί της Ανδρου που είναι το σωστό), γιατί πρόκειται για ένα βιογραφικό στοιχείο που θα μπορούσε να το αγνοεί ακόμα και ένας πολύ φίλος της ποίησης. Αγανακτούμε όμως όταν το ελέγχουμε σε συνδυασμό με ερωτήσεις του τύπου «Ποιο ήταν το τελευταίο σίριαλ που έπαιξε ο Βασίλης Χαλακατεβάκης» (η παρατήρηση δεν αφορά καθόλου στον συμπαθέστατο ηθοποιό) και η απάντηση που δίνεται, να δίνεται με «το νι και με το σίγμα». Οσο και αν η ευρυμάθεια, όταν συναρτάται με μία ορισμένη συνθήκη μπορεί να λογαριαστεί και ως κατακριτέα, κανείς δεν θα μεμψιμοιρούσε αν μπορούσε να περιλάβει ταυτόχρονα με τον Κώστα Βουτσά, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τη Βουγιουκλάκη και τον Χαλακατεβάκη και τον Μπρεχτ, τον Ελύτη, τον Σεφέρη και τον Εμπειρίκο. Προσώρας όμως φαίνεται να αλληλοαποκλείονται σε βαθμό που κάνει μια ορισμένη μορφή γνώσης να είναι τόσο μεμπτή όσο και η καθολική άγνοια.