Ποια Ομόνοια;

Η πόλη χτίζεται στο κεφάλι. Αλλες μέρες γκρεμίζεται. Αλλες μέρες σε πνίγουν οι πολυκατοικίες, και η γνώση ότι θα είσαι για πάντα κολλημένος σε αυτή την κίνηση, και ότι ο μπροστινός σου θα είναι για πάντα παλιάνθρωπος, και ότι τίποτα δεν θα σταματήσει το ξενοδοχείο δίπλα στο σπίτι σου να σκαρφαλώνει όροφο-όροφο, μέχρι που να φτάσει το μπαλκόνι σου και να του ρίξει δέκα ακόμα ορόφους από πάνω και να πνίξει και την τελευταία σου πρόσβαση στο φως.

Ο Ράσελ γράφει ότι δεν μπορούμε να απορρίψουμε την πιθανότητα ο κόσμος όλος να δημιουργήθηκε πριν από πέντε ακριβώς λεπτά. Να στήθηκε μονομιάς, ακριβώς όπως ήταν τότε, και ταυτόχρονα να στηθήκαμε κι όλοι εμείς, με όλες τις αναμνήσεις που κουβαλάμε μέσα μας· αναμνήσεις ψεύτικες, αφού αναφέρονται σε ένα επίπλαστο παρελθόν. Αρα, σε κάθε περίπτωση, δεν έχουν σημασία οι τοίχοι, η άσφαλτος, οι κάδοι σκουπιδιών και οι ακάλυπτοι. Η Αθήνα χτίζεται στο κεφάλι και υπάρχει μόνο εκεί.

Την ανακαλύπτεις μικρός. Πρώτη φορά περπατάς στα Εξάρχεια πριν κλείσεις τα δέκα. Δεν το ξέρεις ότι αυτά είναι τα Εξάρχεια. Ο ήλιος μια κρύβεται πίσω από τις κολόνες της στοάς, μια εμφανίζεται και σε τυφλώνει καθώς προχωράτε. Είσαι με τον πατέρα σου, σε πηγαίνει σε ένα δισκάδικο, παίρνεις έναν φθαρμένο μέταλ δίσκο του ’86, δεν τον ακούς ποτέ. Περνάτε έξω από το σπίτι που θα γίνει σπίτι σου δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ούτε που του δίνεις σημασία, στρίβετε στη Μεθώνης. Βέβαια ίσως τίποτα από αυτά να μην έχει συμβεί.

Θυμάσαι να είσαι ερωτευμένος στην Ιριδα, πάνω από την αίθουσα προβολής. Θυμάσαι να είσαι ερωτευμένος σε ένα στενό στου Ψυρή. Θυμάσαι να είσαι ερωτευμένος στην πλατεία Συντάγματος. Θυμάσαι το διαμέρισμα που έζησε ο παππούς σου δίπλα στον λόφο του Στρέφη. Είναι άδειο, αλλά το θυμάσαι. Οι μπαλκονόπορτες είναι όλες ανοιχτές και οι κουρτίνες φουσκώνουν και προσπαθούν να σε πιάσουν, έχει μείνει μόνο μια βιβλιοθήκη, μπορείς να πάρεις όσα βιβλία θες.

ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ. Θυμάσαι να είσαι μεθυσμένος στην Ομόνοια και να ξημερώνει. Η πλατεία να σείεται, να τρομάζεις, από την Τσαλδάρη να βγαίνουν πολεμικά άρματα. Θυμάσαι τον άλλο μεθυσμένο, που είχατε βγει μαζί, νύχτα 24 Μαρτίου, να στέκεται και να τα χαιρετάει κουνώντας και τα δύο χέρια.

Ηταν μαγική η Αθήνα, όσο μπορούσες ακόμα να χαθείς.

Τα απογεύματα, που ο ήλιος έπεφτε, δεν είχαν βάρος. Η ατμόσφαιρα έμενε μετέωρη και κάτι μοσχοβολούσε – δεν ξέρεις τι, αλλά αν μπορούσες να το μυρίσεις ξανά, θα το αναγνώριζες. Εστριβες σε έναν τυχαίο δρόμο κι ανακάλυπτες κάτι νέο. Και τα κτίρια, ακόμα και τα γκρεμισμένα, τα παρατημένα, υπήρχαν για να αποκτούν νόημα από το φως εκείνων των ωρών. Αλλά τώρα πια ξέρεις τους δρόμους.

Τώρα όταν δεν είσαι καλά η Αθήνα είναι αφόρητη. Δεν είναι ανθρώπινη και δεν σέβεται τους ανθρώπους της. Τα πεζοδρόμια είναι στενά και σπασμένα και καβαλημένα από αυτοκίνητα, οι άνθρωποι που προσπερνάς είναι ξεθεωμένοι και τους μισείς και σε κοιτάζουν μόνο για να σε κρίνουν, κάποιος τις νύχτες πάει και κλαδεύει τις γιακαράντες πριν ανθίσουν. Μαθαίνεις ότι δεν είναι μόνο ο Κηφισός, τόσοι είναι οι μπαζωμένοι παραπόταμοι. Λίγο νερό, λίγο βρωμόνερο αν είχε αυτή η πόλη, θα ήσουν σίγουρα καλύτερα. Τα βράδια δεν βρίσκεις να παρκάρεις και με νεύρο καβαλάς το πεζοδρόμιο.

Κάθε πόλη χτίζεται στο κεφάλι, και η Αθήνα περισσότερο απ’ όλες τους. Οι ακάλυπτοι και τα αυτοκίνητα δεν έχουν σημασία, η Αθήνα υπάρχει μέσα στο αφήγημα, την ανάμνηση, την ψευδαίσθηση.

Στον Τλον του Μπόρχες, τα πράγματα έχουν την τάση να χάνουν τις λεπτομέρειές τους και να σβήνονται όταν ξεχνιούνται, γι’ αυτό και έχουν υπάρξει περιπτώσεις που μερικά πουλιά ή ένα άλογο έσωσαν τα ερείπια ενός αμφιθεάτρου. Εδώ τίποτα δεν σβήνεται.

Δεν ξεχνάμε, ίσως γιατί δεν θέλουμε, ίσως γιατί η Αθήνα ήταν μαγική όσο μπορούσες να χαθείς. Οι μνήμες στοιχειώνουν την ατμόσφαιρα και τα κτίρια. Ο ήλιος που τυφλώνει πέφτει και τα φωτίζει όλα. Γι’ αυτό είναι όλα τόσο πυκνά εδώ: τίποτα δεν ξεχνιέται· αν χρειαστεί, γκρεμίζεται. Η Αθήνα ζει επειδή τη ζήσαμε, ζει επειδή τη ζούμε μέσα στο κεφάλι μας και υπάρχει μόνο εκεί.

Κάποιες φορές θα ‘θελες να μπορείς να μπεις στο κεφάλι ενός άλλου, μιας άλλης, να δεις πώς μοιάζει η πόλη εκεί. Τότε θυμάσαι ότι στην Αθήνα που ξέρεις, ίσως να ζεις μόνο εσύ. Να είναι άδεια η πόλη σου. Και μια νύχτα, μεθυσμένοι πάλι, να τον ρωτήσεις «θυμάσαι εκείνο το ξημέρωμα, που ξαφνικά είδαμε άρματα στην Ομόνοια;» κι αυτός να σε κοιτάξει σαν να μίλησες σε ξένη γλώσσα, και να σου απαντήσει «ποια Ομόνοια;».

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΟΛΤΑ. Την τελευταία μέρα πριν φύγεις, που δεν ήξερες πότε ή αν θα ξαναγυρίσεις, έκανες μια τελευταία βόλτα. Τελευταία στιγμή, κάτι μοσχοβόλησε. Η πόλη σού έδειξε πάλι τη μαγεία της, θέλησες να μάθεις τους δρόμους από την αρχή. Τόσο όμορφη ήταν, που αναρωτήθηκες τι διάολο σκεφτόσουν και αποφάσισες να φύγεις.

Τόσο όμορφη, που γύρισες. Τώρα ξυπνάς με τον ήλιο που τυφλώνει και με μια παρόρμηση να το βάλεις στα πόδια.

Αλλά δεν μπορείς να φύγεις από το κεφάλι σου. Βγαίνεις στη Μουστοξύδη, μπαίνεις στο τούνελ, γκαζώνεις και περιμένεις να σε βγάλει κάπου αλλού. Από Αλεξάνδρας, από Ευελπίδων, και είναι πάντα το ίδιο. Δεν υπάρχει αλλού. Δεν θες να υπάρχει. Το τούνελ βγάζει Αθήνα, Αθήνα, Αθήνα.

Ο Φοίβος Οικονομίδης είναι συγγραφέας και σεναριογράφος, κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου το 2021. Το καινούργιο του μυθιστόρημα «Γιακαράντες» κυκλοφορεί από την «Εστία»