Ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είναι τόσο κοντά όσο νομίζουν ορισμένοι, ωστόσο «πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα», τονίζει στα «ΝΕΑ», ο Ρίτσαρντ Ρόουζ, διευθυντής του βρετανικού Κέντρου για τη Μελέτη της Δημόσιας Πολιτικής και καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Στράθκλαϊντ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι «απρόβλεπτος» και στη διάρκεια της θητείας του θα εκδηλωθούν πολλές απειλές παγκοσμίως, διαβλέπει ο 92χρονος διακεκριμένος αμερικανός πανεπιστημιακός και μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, υποστηρίζοντας ότι «όσο πιο γρήγορα συγκροτηθεί ευρωπαϊκός στρατός, τόσο το καλύτερο».
Το τελευταίο βιβλίο σας, με τίτλο «Ευρωπαϊκή ασφάλεια: από την Ουκρανία στην Ουάσιγκτον», είναι αφιερωμένο στα παιδιά και τα εγγόνια σας, με την ευχή «να συνεχίσουν να ζουν χωρίς να βιώσουν τον πόλεμο». Πρόσφατα, ο Τραμπ είπε στον Ζελένσκι ότι «τζογάρει με τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Εκτιμάτε ότι σήμερα βρισκόμαστε πιο κοντά από ποτέ σε αυτό το ενδεχόμενο;
Σήμερα υφίστανται δύο πολεμικές απειλές. Καμία από αυτές όμως δεν είναι παγκόσμια. Η πρώτη εντοπίζεται στην Ευρώπη: εξελίσσεται στην Ουκρανία και την ευρύτερη περιοχή. Η δεύτερη στη Θάλασσα της Κίνας και εκδηλώνεται με τρόπους που τρομάζουν την Ιαπωνία και την Ινδία, οι οποίες ποντάρουν στις ΗΠΑ για να συγκρατηθούν οι Κινέζοι. Εάν σε ένα μέρος του πλανήτη αρχίσουν προβλήματα, δεν νομίζω ότι ένα άλλο σημείο της Γης θα θελήσει να εμπλακεί στη σύγκρουση. Οι χώρες που βρίσκονται σε μια ήπειρο θα θελήσουν να θωρακιστούν από έναν ενδεχόμενο πόλεμο που εκτυλίσσεται κάπου αλλού. Η διαφορά, βέβαια, είναι ότι η Ουάσιγκτον είναι παγκόσμια δύναμη. Εχει να διαχειριστεί μέτωπα σε δύο ηπείρους, ενώ οι Ευρωπαίοι έχουν την πολυτέλεια να τους απασχολεί μόνο η Ρωσία.
Τι είναι αυτό που σας ανησυχεί περισσότερο στη σημερινή συγκυρία;
Ο άξονας Τραμπ – Πούτιν καθιστά ολόκληρη την Ευρώπη ευάλωτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα οδηγηθούμε σε πόλεμο αύριο. Σημαίνει όμως ότι κανείς δεν ξέρει τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για το χειρότερο ενδεχόμενο.
Τι ρόλο επιδιώκει να διαδραματίσει η Βρετανία;
Μια μικρή χώρα δεν μπορεί να αμυνθεί μόνη της. Η Βρετανία είναι μεγάλη χώρα. Διαθέτει πυρηνικά όπλα και ο στρατός της είναι κορυφαίος στην Ευρώπη. Υπάρχει ανάγκη για ένα στήριγμα για τις περιπτώσεις που ο Τραμπ δεν θα είναι εκεί όταν τον χρειάζεσαι. Ασφαλώς, ο Τραμπ δεν θα βρίσκεται στη θέση του για πάντα. Αλλά στα τέσσερα χρόνια της προεδρίας του θα δούμε πολλές απειλές είτε να αποτρέπονται χάρη στις ενέργειες της Ευρώπης, είτε να μας θέτουν σε δοκιμασία. Τώρα, τι μπορεί να συνεισφέρει η Βρετανία στην ευρωπαϊκή άμυνα; Πρώτον, παράγει όπλα υψηλής τεχνολογίας σε ευρεία κλίμακα. Δεύτερον, το Σίτι του Λονδίνου είναι μια διεθνής αγορά δανεισμού και ό,τι κι αν γίνει θα απαιτηθεί υψηλός δανεισμός για τη χρηματοδότηση της στρατιωτικής ανάπτυξης. Τρίτον, η Βρετανία προστατεύει την είσοδο στη Βαλτική και προσφέρει πυρηνική ισχύ στην Κοινή Εκστρατευτική Δύναμη. Ως γνωστόν, αν θες την ειρήνη, πρέπει να προετοιμάζεσαι για πόλεμο.
Η εξάρτηση της Ευρώπης από τους αμυντικούς εξοπλισμούς των ΗΠΑ έχει αυξηθεί δραματικά. Θα πρέπει να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία;
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν περισσότερα για την τόνωση της οικονομίας μέσω της αύξησης της παραγωγής πολεμικού υλικού. Ωστόσο, τα όπλα μάς χρειάζονται τώρα. Πρέπει να παραδοθούν εντός λίγων μηνών, όχι εντός τριών ή δέκα ετών. Επομένως, τα αγοράζεις εκεί που τα βρίσκεις.
Πώς θα επηρεάσει η τρέχουσα γεωπολιτική κατάσταση την επανεκκίνηση των σχέσεων ΕΕ – Βρετανίας που ευαγγελίζεται ο Κιρ Στάρμερ;
Από τότε που ανέκυψαν αυτά τα μείζονα προβλήματα ασφάλειας, η κατάσταση έχει αναστραφεί. Αντί να προσπαθούμε να αναθεωρήσουμε τη συμφωνία του Brexit με τις Βρυξέλλες, τώρα προτεραιότητα είναι η στρατιωτική συνεργασία. Σαφώς, κάποια στιγμή θα ανοίξει η πόρτα για την αναθεώρηση των οικονομικών δεσμών Βρετανίας – ΕΕ και για ένα μοντέλο τύπου Νορβηγίας, κάτι που ενδέχεται να συζητηθεί στις επόμενες εκλογές.
Ορισμένοι εκτιμούν ότι ο Στάρμερ πρέπει να επενδύσει περισσότερο στη σχέση της Βρετανίας με την Ευρώπη, εις βάρος της «ειδικής σχέσης» της χώρας του με τις ΗΠΑ. Συμφωνείτε;
Νομίζω ότι δεν είναι μόνο προς το συμφέρον της Βρετανίας να διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους με την Ουάσιγκτον, αλλά και προς το συμφέρον της Ευρώπης. Η βρετανική κυβέρνηση έχει πολλές διασυνδέσεις στην Ουάσιγκτον. Αυτή τη στιγμή, προσπαθεί να εκπαιδεύσει τον Ζελένσκι για το πώς να συμπεριφερθεί στους Αμερικανούς. Ο βαθμός στον οποίο μπορεί κανείς να επηρεάσει τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ είναι απρόβλεπτος. Αξίζει φυσικά να προσπαθήσει, αλλά χρειάζεται κι ένα σχέδιο Β. Και για τη Βρετανία σχέδιο Β σημαίνει συνεργασία με την Ευρώπη.
Ποια είναι τα κυριότερα συμπεράσματα του βιβλίου σας;
Οι βρετανοί πρωθυπουργοί ανέκαθεν αναζητούσαν την ασφάλεια στις ΗΠΑ και την ανασφάλεια στην Ευρώπη. Με το Brexit, η Βρετανία γύρισε την πλάτη στην Ευρώπη αναζητώντας έναν παγκόσμιο ρόλο. Αποδείχθηκε όμως ότι οι υπόλοιπες χώρες δεν τη χρειάζονταν τόσο πολύ κι έτσι το εγχείρημα βάλτ ωσε. Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία περιθωριοποίησε την Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία δεν διαθέτει στρατό. Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, που απορρίφθηκε από τους Γάλλους το 1954, είναι αναγκαίο να αναστηθεί ad hoc. Οσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.