Προκάτ αγιογραφίες

Στους περασμένους αιώνες, ένας αγιογράφος και ιδίως οι καλόγεροι, όταν επρόκειτο να ζωγραφίσουν έναν άγιο ή μια εικόνα από τα Πάθη, έκαναν προηγουμένως σαράντα μέρες νηστεία και μετά έπιαναν το πινέλο. Επρεπε να φτάσουν σε έξαρση, σε έλλαμψη, πριν ξεκινήσουν. Και ως τον 18ο αιώνα δεν υπέγραφαν καν τις αγιογραφίες τους από ταπεινότητα – ή έβαζαν μια υπογραφή που έλεγε, για παράδειγμα, «Χείρ ελαχίστου Μακαρίου» ή ακόμα χειρότερα «Χείρ σκύλου Εφραίμ» κ.ά. Οι περισσότεροι, δε, μετά τον 18ο αιώνα, για να συνεχίσουν πιστά την αγιογραφική παράδοση βασίζονταν στο περίφημο βιβλίο «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» του ιερομονάχου και αγιογράφου Διονυσίου του εκ Φουρνά (της Ευρυτανίας), που έζησε από το 1670 ως το 1746 και το πόνημά του είναι ακόμα το βασικό εγκόλπιο για την ορθή συνέχιση και διάδοση της βυζαντινής αγιογραφικής τέχνης.

Αλλά όσο στατική και φορμαλιστική να είναι μια τέχνη όπως η αγιογραφία, υπάρχουν πάντα παρεκκλίσεις, προσωπικό ύφος, σχολές και διαρκής ανέλιξη – θεαματικό παράδειγμα η Μακεδονική Σχολή με τον Πανσέληνο και η Κρητική με τον Θεοφάνη, που διέλαμψαν και οι δύο στο Αγιον Ορος και όχι μόνο. Και υπάρχουν αγιογράφοι που σε ορισμένες ιστορικές στιγμές έκαναν άλματα, στα όρια του σουρεαλισμού, που ο ευκατάνυκτος λαός τα αποδέχτηκε ως φυσιολογικά γιατί τον εξέφραζαν. Πιο λαμπρό παράδειγμα είναι η απεικόνιση του μάρτυρα Αγίου Γεωργίου του εν Ιωαννίνοις (όχι του γνωστού Γεωργίου του Τροπαιοφόρου), τον οποίο βασάνισαν φρικτά και σκότωσαν οι Τούρκοι στα Γιάννενα το 1838. Αμέσως μετά αγιογράφοι από τους Χιονάδες της Ηπείρου ζωγράφισαν τον νεομάρτυρα Γεώργιο ως φουστανελοφόρο και όχι με βάση τις διδαχές του εκ Φουρνά. Εξωφρενικό; Κι όμως. Ή ζωγράφισαν την Παναγία ντυμένη βλάχα, με βλάχικα ρούχα, κοντογούνι, φλουριά στο στήθος και πέριξ, στο περιθώριο της ζωγραφιάς, σχεδίασαν φρούτα, άνθη και άλλα κοσμικά μοτίβα. Αυτά καθόλου δεν σκανδάλισαν τους πιστούς τότε – επιπλέον, τα αμέσως επόμενα χρόνια, βλέπουμε αγιογραφίες του Αγίου Γεωργίου του εν Ιωαννίνοις φιλοτεχνημένες στον Πόντο ή στην Κύπρο όπου ο νεομάρτυς εμφανίζεται φορώντας ποντιακή ή κυπριακή βράκα.

Αυτή η ελευθεριότητα δεν προκάλεσε αντιδράσεις, γιατί οι αγιογραφίες ήταν φιλοτεχνημένες με δέος και ευλάβεια και αυτό το ένιωθαν οι πιστοί, παρότι οι εικόνες περιείχαν τολμηρά στοιχεία, επικαιρικά, που δεν είχαν σχέση με την παράδοση. Και εκείνο που ίσως θα έπρεπε – λέμε τώρα – να προκαλεί σήμερα δεν είναι οι ζωγραφιές τις οποίες βανδάλισε ο γνωστός βουλευτής στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά οι πιο πολλές εικόνες και ιστορήσεις (τοιχογραφίες) των σύγχρονων εκκλησιών. Καταρχήν οι περισσότερες εκκλησίες που χτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες μέσα στις πόλεις είναι αρχιτεκτονικά άσχημες, απωθητικές, χονδροειδείς, στα όρια του κιτς, χωρίς τη λεπτότητα, την αίσθηση και την πνευματικότητα των παλιών ναών. Αραγε η Ιερά Σύνοδος ελέγχει αυτά τα αρχιτεκτονικά σχέδια (που θα έπρεπε να το κάνει με μεγάλη αυστηρότητα) ή κάνει ο καθείς ό,τι θέλει; Χτίζει ό,τι θέλει;

Αλλά το πιο προκλητικό είναι αυτό που συμβαίνει εντός των ναών: οι ιστορήσεις στους τοίχους και οι φορητές εικόνες ελέγχονται από κάποιους άνωθεν πλην των τοπικών ιερέων; Ποιοι κάνουν τις αναθέσεις; Διότι πολλές τοιχογραφίες σε σύγχρονες εκκλησίες είναι τόσο πρόχειρες και δεν εκπέμπουν καμιά ευλάβεια, κανένα δέος, δεν προκαλούν καμιά κατάνυξη, καθότι είναι κακοσχεδιασμένες και με χρώματα, μερικές φορές, στα όρια σχεδόν του Μίκι Μάους. Δηλαδή αν δεις αυτές τις αγιογραφίες συγκριτικά με εκείνες της Αγίας Σοφίαςς στη Σαλονίκη ή με άλλων παλαιών ναών, δεν έχουν καμιά σχέση, καμιά πνευματικότητα, εσωτερικότητα και θρησκευτικότητα. Πέραν του ότι συνήθως ο νάρθηκας είναι προκάτ, ο άμβωνας προκάτ, οι πολυέλαιοι βιομηχανικοί, ηλεκτρικοί, συν το ερκοντίσιον και τα μεγάφωνα που συμπληρώνουν την εικόνα. Αυτά ο βουλευτής που βανδάλισε τις ζωγραφιές στην Εθνική Πινακοθήκη δεν τα έχει παρατηρήσει ώστε να διαμαρτυρηθεί δεόντως – διότι αυτά αποτελούν βασικές εκδοχές της όντως εσωτερικής παρακμής. Τι δεν βλέπει, τι δεν καταλαβαίνει;

Και γνωρίζει ότι δρα μια ολόκληρη βιομηχανία θρησκευτικών εικόνων; Οτι υπάρχουν επαγγελματίες επιζωγραφιστές που τους παραδίδονται, ας πούμε, κάθε μήνα εκατό προσχεδιασμένοι Αγιοι Νικόλαοι και εκατό Αγιοι Δημήτριοι και αυτοί απλώς γεμίζουν με χρώμα τα κενά με τρόπο μηχανιστικό, ψυχρό, επαγγελματικό, αμειβόμενοι με το κομμάτι – δέκα ευρώ η εικόνα; Και ότι φορτηγά μαζεύουν αυτές τις χιλιάδες προκάτ εικόνες και τις μοιράζουν προς πώληση στη Χαλκιδική, σε δεκάδες τουριστικά μαγαζιά, σε μοναστήρια και βέβαια και στο Αγιον Ορος; Πως πίσω από την υποτιθέμενη αγιογραφία και τις «εικόνες» ανθεί ένα ολόκληρο κυνικό εμπόριο κονόμας που πουλάει στους αφελείς;

Η Ιερά Σύνοδος έχει γνώση; Κυρίως: δεν θα έπρεπε να ελέγχει αυστηρά το πώς χτίζονται οι ναοί και με ποια διαδικασία εσωτερικώς ιστορούνται – πέρα από τις μάντρες που έχει στον δρόμο προς Χαλκιδική όπου πωλούνται προκάτ, φορητά εκκλησάκια 99 ευρώ. Και όλα αυτά δεν ενοχλούν την ευαισθησία του βουλευτή (και άλλων) που δεν καταλαβαίνουν πως το πρόβλημα δεν είναι κάποιοι καλλιτέχνες που θέλουν (ή όχι) να προκαλέσουν (κάτι νόμιμο και ιστορικώς ακίνδυνο), αλλά υπάρχουν ζητήματα πολύ πιο βαθιά. Ας αρχίσουν, λοιπόν, από τους ναούς και μετά βλέπουμε.