
Η πρώτη μάχη για το κρίσιμο ζήτημα της επαναφοράς ή μη του 13ου και του 14ου μισθού που έχουν κοπεί με μνημονιακό νόμο δίνεται αύριο ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Μισθοδικείο), όπου είναι προγραμματισμένη για συζήτηση προσφυγών που έχουν καταθέσει δικαστικοί λειτουργοί.
Η δίκη αυτή έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς το αποτέλεσμά της μπορεί, όπως εκτιμάται, να αποτελέσει «γέφυρα» για την ικανοποίηση των διεκδικήσεων για τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος θερινής αδείας για το σύνολο των υπαλλήλων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Η διεκδίκηση μάλιστα αυτή εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών είναι η πρώτη φορά που δεν συνδέεται μόνο με την επαναφορά των κομμένων δώρων για τους ίδιους, καθώς εκείνοι πρώτοι, όπως έχει καταγραφεί και επισήμως από το προεδρείο της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, την έχουν συνδέσει με όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, χωρίς να επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους οποιαδήποτε προνομιακή μεταχείριση, σε μια χρονική περίοδο μάλιστα που η ακρίβεια, όπως καταγράφεται και με βάση δημοσκοπικά ευρήματα, αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Η αυριανή σημαντική δίκη δεν είναι η μόνη που θα κρίνει το μέλλον των δώρων. Και αυτό γιατί η «σκυτάλη» για τις ομοειδείς διεκδικήσεις των δημοσίων υπαλλήλων περνά από τα μέλη του Μισθοδικείου στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου στις 6 Ιουνίου 2025, με απόφαση του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου Μιχάλη Πικραμένου, θα συζητηθούν οι προσφυγές που έχουν κατατεθεί με τον θεσμό της πρότυπης δίκης.
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα ότι οι αποφάσεις τόσο του Μισθοδικείου όσο και της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες λόγω της φύσης τους αφορούν χιλιάδες επαγγελματίες και βεβαίως έχουν άμεση αντανάκλαση στα δημοσιονομικά της χώρας, είναι αμετάκλητες και δεν μπορεί να ασκηθεί οποιοδήποτε ένδικο μέσο. Από την πλευρά του ο δικηγόρος Στέλιος Αθανασούλιας με δήλωσή του στα «ΝΕΑ» επισημαίνει ότι «τα κοινωνικά δικαιώματα συνιστούν εξειδικεύσεις της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου. Λαμβάνουν τη μορφή κοινωνικού κεκτημένου, υπό την έννοια ότι, εφόσον ο νομοθέτης ανταποκρίθηκε στη συνταγματική του υποχρέωση εξειδικεύοντας ένα κοινωνικό δικαίωμα, μπορεί κατόπιν με νεότερο νόμο να περιορίσει επιμέρους στοιχεία της κοινωνικής παροχής μόνο εξαιτίας πιεστικών δημοσιονομικών δυσχερειών και υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται ένα προστατευτικό πλέγμα επαρκές για την αξιοπρεπή διαβίωση του δικαιούχου».
Ο ίδιος συμπληρώνει πως «ευλόγως μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι από την κατάργηση των δώρων από το 2012 μέχρι σήμερα, συνεκτιμώμενης και της δραστικής βελτίωσης των δημοσιονομικών δεδομένων της χώρας, τόσο τα δικαστήρια όσο και ο νομοθέτης οφείλουν να επανεξετάσουν το ζήτημα, επαναφέροντας σε ισχύ το συγκεκριμένο κεκτημένο».