Οπως κάθε λαός που κουβαλά μέσα του βαθιά, πεισματικά κι ακλόνητα τα αδιευκρίνιστα καρυκεύματα του DNA του, κι εμείς οι Ελληνες δεν θα πάψουμε ποτέ να φοβόμαστε κάποια πράγματα και να προσκυνούμε κάποια άλλα. Ο,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν μας λένε και ό,τι κι αν λέμε εμείς οι ίδιοι. Θα ήταν διασκεδαστικό (αν είχαμε τη διάθεση και αντοχή να διασκεδάσουμε), να συγκρίνουμε την απόσταση ανάμεσα στον παφλασμό των ωκεανών διακηρύξεων, καταγγελιών και αποφάσεων που τα ενημερωμένα μυαλά κι αφηνιασμένα πληκτρολόγιά μας εξαπολύουν για όσα επ’ ουδενί δεν ανεχόμαστε, και την πραγματικότητα στην οποία παραμένουμε προσκολλημένοι. Διασκεδαστικό και πικρό.
Για παράδειγμα, δεν θα πάψουμε να τρέμουμε «τα ρεύματα»: το σατανικό εκείνο φύσημα κάποιας ριπής αέρα που γλίστρησε ύπουλα μέσα από ένα άνοιγμα κι όρμησε κακόβουλα καταπάνω μας για να μας προκαλέσει (σίγουρα, αποδεδειγμένα) νευροκαβαλίκεμα, πλευρίτιδα, φυματίωση, κακό χτικιό· δεν θα πάψουμε να διατηρούμε τη σαδομαζοχιστική σχέση μας με αυτό που ονομάζεται, συνοπτικά, «το Δημόσιο»: με το θάμβος που μας γεννά η αύρα του, με τη σαγήνη της αχλής του. Σαν άπατο πηγάδι πλούτου, ασφάλειας και υπερεξουσίας πασχίζουμε να το πλησιάσουμε, εμείς και τα παιδιά μας, ούτως ώστε κατόπιν και να πίνουμε απ’ αυτό και να φτύνουμε μέσα του.
Και δεν θα πάψουμε να έχουμε την ίδια θέση απέναντι «στα θεία»: πολύ απλά, απαγορεύεται να τα προσβάλλουμε. Μα πώς μπορούμε να τα προσβάλλουμε, ρωτούν οι αφελείς; Πώς μπορούμε εμείς, ανήμποροι και θανάσιμα ατελείς θνητοί, να προσβάλλουμε κάτι τόσο ανώτερο – αφού είναι «θείο»; Υπάρχουν άπειροι τρόποι, είναι η απάντηση, οι πιστοί ξέρουν να τους αναγνωρίζουν, κι αν δεν ξέρουν υπάρχουν εκείνοι που αγρυπνούν. Μα πώς γίνεται αυτό, επιμένει ο αφελής, πώς μπορεί κάτι ανθρώπινο να προσβάλλει το θεϊκό; Πώς μπορεί μια λέξη, μια εικόνα, να παραβιάσει την προσωπική, ιδιωτική, μύχια θρησκευτική συνείδησή μας, αυτό που κερδίσαμε με τόση εσωτερική αγωνία και κρατάμε τόσο σφαλιστά αποθηκευμένο μέσα μας; Γιατί η πίστη μας, «το μυστικό κεφάλαιο που φυλάμε στο σπίτι μας, κι εκεί εισπράττουμε κάθε μέρα κρυφά τον τόκο» όπως είπε ο Γκαίτε, να κινδυνεύει από οτιδήποτε εξωτερικό; Γιατί έτσι. Ψάξτε στον κόσμο όλο να βρείτε κάτι πιο ακλόνητο από το «γιατί έτσι», δεν θα βρείτε.
Δεν θα πάψουμε επίσης, φυσικά, να αγαπάμε την Τέχνη. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο τι εννοούμε με τον όρο αυτό, ξεκάθαρα όμως την αγαπάμε – ήμασταν ή δεν ήμασταν η κοιτίδα του πολιτισμού όταν οι άλλοι σκαρφάλωναν για βελανίδια; Κι επειδή την αγαπάμε, καταναλώνουμε με ενθουσιασμό προσαρμογές/μεταμορφώσεις κλασικών αριστουργημάτων, παρεμβάσεις, επεμβάσεις, επιδρομές και ακυρώσεις (cancel) σε έργα και ανθρώπους κ.λπ.
Είναι περίεργο: η Τέχνη δεν μοιάζει να προσβάλλεται από τα όσα πάμπολλα και αδιανόητα της κάνουμε, αντίθετα από την πίστη που, με τον πρώτο ψίθυρο «βλαστήμιας», αρπάζει πυρσούς, σπαθιά και βαριοπούλες και καθαρίζει. Ναι, περίεργο. Γιατί θα ήταν κατανοητό αν, ας πούμε, ήμασταν κράτος δεδηλωμένα θεοκρατικό, αν λ.χ. οι εκλεγμένοι βουλευτές μας φορούσαν άμφια και πετραχήλια, έφεραν στην κεφαλή ιρανικά τουρμπάνια ή είχαν χαραγμένους στα κούτελά τους χριστιανικούς σταυρούς α λα Ρούμπιο, αλλά εμείς είμαστε πολίτες χώρας σύγχρονης κι ευρωπαϊκής. Τι σημασία έχει όμως; Ολα αυτά είναι δευτερεύουσες λεπτομέρειες. Στην τελική πάντα θα μετράνε όσα κρατάμε ακλόνητα φυλαγμένα μέσα μας. Που μας προφυλάσσουν από βλαβερά ρεύματα και μας προστατεύουν από κάθε κακό.