
Η Ελλάδα πέρασε επιτέλους το κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας από τον οίκο Moody’s, ο οποίος την περασμένη Παρασκευή αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα από Ba1 σε Baa3, αλλάζοντας τις προοπτικές από θετικές σε σταθερές. Είναι η πρώτη φορά από το 2010 που όλοι οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης – Standard & Poor’s (S&P), Fitch Ratings, DBRS Morningstar και, πλέον, Moody’s – τοποθετούν τη χώρα στην ελίτ των επενδυτικών προορισμών, 15 χρόνια μετά την κρίση χρέους.
Πρόκειται για μια ακόμη ψήφο εμπιστοσύνης, όπως ανέφερε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σημειώνοντας ότι ο οίκος Moody’s «είναι ο πέμπτος και τελευταίος από τους αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους που μας αναβάθμισε στην επενδυτική βαθμίδα, αναγνωρίζοντας την πρόοδο των τελευταίων ετών, η οποία βασίζεται σε μια υπεύθυνη δημοσιονομική στρατηγική».
Οι αξιολογήσεις των οίκων είναι κρίσιμες: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τις λαμβάνει υπόψη για να δέχεται ομόλογα ως ενέχυρα, ενώ οι διεθνείς επενδυτές βασίζονται σε αυτές για να κρίνουν τους επενδυτές τους. Η Moody’s ήταν ο τελευταίος «διστακτικός» οίκος που κρατούσε την Ελλάδα εκτός επενδυτικής βαθμίδας, ακόμα και μετά την αναβάθμιση της 13ης Σεπτεμβρίου 2024, όταν είχε ανακοινώσει τη βαθμολογία κατά μία μονάδα με θετικές προοπτικές.
Η πορεία προς την πλήρη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ξεκίνησε το 2023, όταν η S&P έγινε ο πρώτος οίκος που έφερε την Ελλάδα πίσω στην επενδυτική βαθμίδα μετά την κρίση χρέους, ακολουθούμενη από τη Fitch και την DBRS. Λίγες ημέρες πριν από την απόφαση της Moody’s, στις 11 Μαρτίου 2025, η Fitch είχε ήδη αναβαθμίσει εκ νέου τη χώρα εντός της επενδυτικής βαθμίδας, επιβεβαιώνοντας την ανοδική τάση. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Moody’s, η αναβάθμιση οφείλεται στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και στην ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος, δύο πυλώνες που ενισχύουν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε μελλοντικούς κλυδωνισμούς.
Στα δημοσιονομικά, η πρόοδος είναι αξιοσημείωτη. Το χρέος ως ποσοστό της ΑΕΠ μειώνεται σταθερά, από 156,1% στο τέλος του 2024 σε 148,3% το 2025 και 140,6% το 2026, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Moody’s. Η Ελλάδα συνεχίζει να παράγει πρωτογενή πλεονεκτήματα της τάξεως του 2% έως 2,5% του ΑΕΠ, χάρη στη συνδυασμένη πολιτική περιορισμού δαπανών και αύξησης εσόδων. Η ψηφιοποίηση της φορολογικής διοίκησης έφερε επιπλέον έσοδα 2 δισ. ευρώ το 2024, μειώνοντας το «κενό» του ΦΠΑ, ενώ η μείωση του φορολογικού βάρους στην εργασία κατά 4,5 ποσοστιαίες μονάδες από το 2019 δείχνει προσπάθεια διατήρησης της ανταγωνιστικότητας. Η δομή του χρέους παραμένει ευνοϊκή, με μέσο όρο ωρίμασης τα 18,8 χρόνια και σταθερά επιτόκια. Το 2024, η κυβέρνηση προχώρησε στην πρόωρη αποπληρωμή 7,9 δισ. ευρώ από τα δάνεια της κρίσης (Greek Loan Facility), ενώ σχεδιάζει άλλα 5 δισ. ευρώ για το 2025, μειώνοντας το υπόλοιπο του GLF στο 61% του αρχικού ποσού. Αυτές οι κινήσεις ενισχύουν τη βιωσιμότητα του χρέους, αν και το επίπεδό του παραμένει από τα υψηλότερα παγκοσμίως.
Τα κόκκινα δάνεια
Στον τραπεζικό τομέα, η εικόνα είναι εξίσου θετική σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) υποχώρησαν στο 2,9% τον Δεκέμβριο 2024, πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 2%, χάρη στην επέκταση του προγράμματος «Ηρακλής» και τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων. Η Moody’s αναγνωρίζει τη βελτίωση της κεφαλαιακής βιομηχανίας των τραπεζών, που υποστηρίζεται από ισχυρή κερδοφορία και μείωση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Ωστόσο, επισημαίνει ότι τα κόκκινα δάνεια, αν και εκτός τραπεζικού συστήματος, παραμένουν στην οικονομία μέσω διαχειριστών, αποτελώντας πιθανή πηγή πίεσης. Η αναβάθμιση αυτή, που έρχεται 15 χρόνια μετά την έξοδο της Ελλάδας από την επενδυτική βαθμίδα το 2010, είναι ιστορική, σηματοδοτώντας το τέλος μιας δύσκολης περιόδου και την αρχή μιας νέας φάσης για την ελληνική οικονομία.