Τι Πρόεδρο της Δημοκρατίας θέλει το Σύνταγμά μας;

Αποχαιρετώντας την απερχόμενη Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ) και καλωσορίζοντας στο ύπατο αξίωμα τον κ. Κώστα Τασούλα, ο Γιάννης Πρετεντέρης επανέλαβε, στην προχθεσινή επιφυλλίδα του, μια παλιά θέση του: στο πολίτευμά μας ο αρχηγός του κράτους δεν αποτελεί «αντικυβερνητικό πόλο», ούτε χρειάζεται να προέρχεται «από την αντίπαλη παράταξη». Διότι η «ρύθμιση» του πολιτεύματος, που του αναθέτει το Σύνταγμα, «δεν αποτελεί πολιτική ατζέντα». Με άλλα λόγια, για τον αρθρογράφο των «ΝΕΩΝ», ο ΠτΔ είναι περίπου «για να εγκαινιάζει ανθοκομικές εκθέσεις» (όπως έλεγαν για τον Πρόεδρό τους οι Γάλλοι πριν από το 1958).

Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Και επειδή το ζήτημα συνδέεται με πώς αντιλαμβανόμαστε το κοινοβουλευτικό πολίτευμα στη σημερινή εποχή, θα εκθέσω τον αντίλογο.

Θυμίζω, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 42 του Συντάγματός μας προβλέπει ότι ο ΠτΔ μπορεί να αναπέμψει ψηφισμένο νόμο στη Βουλή. Και ότι όλοι οι ασχολούμενοι με το Συνταγματικό Δίκαιο συμφωνούμε ότι μπορεί να το πράξει αν σημειώθηκαν σοβαρές παρατυπίες κατά την ψήφισή του. (Ορισμένοι μάλιστα από μας υποστηρίζουμε ότι μπορεί να το κάνει ακόμη αν κρίνει ότι και κατ’ ουσίαν ο νόμος είναι αντισυνταγματικός.) Το ότι κανένας Πρόεδρος έως σήμερα δεν έχει ασκήσει την αρμοδιότητα αυτή δεν σημαίνει ότι η διάταξη αυτή καταργήθηκε.

Θυμίζω, κατά δεύτερο λόγο, ότι ο Πρόεδρος μπορεί να αρνηθεί την έκδοση διαταγμάτων αν κρίνει ότι είναι ότι δεν είναι νόμιμα (άρθρο 43 παρ. 2 Σ.). Ετσι, για παράδειγμα, ο κ. Παυλόπουλος είχε αντιταχθεί το 2019 στην επιλογή δικαστών για τα προεδρία του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ του είχε προτείνει τα σχετικά διατάγματα ενόσω είχαν αναγγελθεί οι εκλογές. Το ίδιο μπορεί να αρνηθεί και για τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που του προτείνει η κυβέρνηση, αφού το Σύνταγμα χρησιμοποιεί το ρήμα «μπορεί να εκδίδει» (άρθρο 44 παρ. 1).

Τέλος, οι πάντες συμφωνούμε ότι αφού το Σύνταγμα δεν ορίζει ανώτατο χρόνο, ο ΠτΔ, αν αποτύχουν οι τρεις διερευνητικές εντολές που προβλέπει το άρθρο 37 του Συντάγματος, μπορεί να παίξει σπουδαίο πολιτικό ρόλο, αφού, αν το θέλει, μπορεί να παρατείνει για «εύλογο» χρόνο τη λεγόμενη «τέταρτη φάση» – δηλαδή τη διαβούλευσή του με όλους τους αρχηγούς των κομμάτων – ώστε να εξαντλήσει τη δυνατότητα να σχηματιστεί πολιτική κυβέρνηση και να μην πάμε αμέσως σε νέες εκλογές.

Δεν θα είχα την απαίτηση μη νομικοί να γνωρίζουν τα ανωτέρω. Θα περίμενα ωστόσο από έναν έμπειρο δημοσιογράφο να ξέρει αν όχι την έννοια των «checks and balances» (την οποία οι τόσο προσφιλείς σε αυτόν Γάλλοι αποδίδουν με τον όρο «contrepoids institutionnels» και εμείς με τον όρο «θεσμικά αντίβαρα»), τουλάχιστον την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, χωρίς τον σεβασμό της οποίας, όπως ορίζει η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1789, δεν υπάρχει Σύνταγμα (άρθρο 16).

Επειδή στις μέρες μας καμιά δικαστική εξουσία, όσο ανεξάρτητη και αν είναι, δεν μπορεί να ανακόψει τη φυσική ροπή των κυβερνώντων, όλων των κυβερνώντων, να εκμεταλλεύονται την ισχύ τους για να παρατείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο την παραμονή τους στην εξουσία, ούτε μπορεί να περιμένει κανείς από τον λαό να οργανώνει κάθε μέρα συλλαλητήρια όπως αυτά της 28ης Φεβρουαρίου, έχουν καθιερωθεί, σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες, θεσμικά αντίβαρα. Και τούτο, είτε με τη μορφή άμεσων οργάνων του κράτους που δεν μπορεί εύκολα να χειραγωγήσει η κυβερνώσα πλειοψηφία, όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η δεύτερη Βουλή ή (σε μας) οι ανεξάρτητες Αρχές, είτε με τη μορφή αυξημένων πλειοψηφιών που απαιτούνται για τη λήψη μερικών κρίσιμων αποφάσεων (όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος). Σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου ούτε στην κοινωνία των πολιτών βρίσκει κανείς σοβαρές οργανώσεις πραγματικά ανεξάρτητες (πανεπιστήμια, συνδικάτα, ΜΚΟ),  το Σύνταγμα είναι εκείνο που επιβάλλει την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, ότι δηλαδή ο ΠτΔ είναι θεσμικό αντίβαρο σε αυτό που ο Τοκβίλ ήδη από το 1835 ονόμαζε (εν δυνάμει) «τυραννία της πλειοψηφίας».

Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής

του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών