
Το πάνδημο αίτημα του συλλαλητηρίου για την τραγωδία των Τεμπών σηματοδοτεί ένα κομβικό σημείο για την εξέλιξη του πολιτικού συστήματος. Πολίτες, κυβέρνηση, κόμματα και μέσα ενημέρωσης πρέπει να ψηλαφίσουν τα πολλαπλά μηνύματα, όσο και αν αυτά δεν έχουν οριστικά διαμορφωθεί και χαρακτηρίζονται από διαφοροποίηση.
Αποτελεί τομή, γιατί σε αντίθεση με άλλα κοινωνικά κινήματα της τελευταίας εικοσαετίας δεν χειραγωγήθηκε από κομματικές και συνδικαλιστικές σκοπιμότητες, δεν προκαλεί διαίρεση και πόλωση ή από μια τυφλή σύγκρουση και εκδηλώσεις βίας. Οπως αρμόζει, δηλαδή, σε μια ώριμη δημοκρατική κοινωνία. Αποτελεί τομή για τα πολιτικά πράγματα, λοιπόν, γιατί επιπροσθέτως εγείρει τη γενική και βασική αξίωση για την ουσιαστική ανασυγκρότηση του κράτους και τη λογοδοσία της κυβέρνησης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ποιοτική διαφοροποίηση σε σχέση με τα βασικά αιτήματα επιβίωσης και βιοπορισμού της περιόδου της οικονομικής κρίσης.
Οι πολίτες αξιώνουν επίπεδα ευημερίας αντάξια ενός εκ των παλαιότερων κρατών-μελών της ΕΕ. Οι αξιώσεις εκδηλώνονται με αφορμή τη σιδηροδρομική τραγωδία, αλλά εκτείνεται σε κάθε επίπεδο παροχής δημόσιων υπηρεσιών από τα νοσοκομεία και την εκπαίδευση έως την άμυνα και το περιβάλλον. Αυτό είναι το βασικό πλαίσιο της δημοκρατικής εντολής στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία. Θα είναι σφάλμα για τη συμπολίτευση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να επιδιώξουν άμεσα οφέλη ή την αποτροπή του άμεσου πολιτικού κόστους. Τα «Τέμπη» προστέθηκαν σε μια μακρά περίοδο δραματικής υποχώρησης της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς, όπως εκδηλώνεται μέσω της έμπρακτης στάσης των πολιτών στις τακτικές εκλογές με διεύρυνση της αποχής και ενίσχυση της κριτικής στάσης και προκύπτει από τα διάχυτα ευρήματα των μετρήσεων κοινής γνώμης.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι εξαιρετικά αδύναμες στη διαχείριση κρίσεων λόγω του ατελέσφορου τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας, καθώς και της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού. Η αποτελεσματική διαχείριση μιας κρίσης περιλαμβάνει πέντε βασικά στάδια: την πλήρη διάγνωση (των παραμέτρων του προβλήματος και των συνεπειών), τον προσδιορισμό της αντίδρασης (αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων), τη νοηματοδότηση (δημόσια ερμηνεία της κρίσης έναντι της κριτικής), τη λογοδοσία (την αποτίμηση της κρίσης και των κυβερνητικών δράσεων) και την εκμάθηση (κεφαλαιοποίηση εμπειρίας και ενίσχυση θεσμικού πλαισίου).
Δεν είναι δύσκολο να γίνει εκτίμηση της αδυναμίας των κυβερνήσεων σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στις περιπτώσεις κρίσεων («Σάμινα», φωτιές 2007, οικονομική κρίση, Μάτι, Τέμπη). Η σύσταση του ΟΟΣΑ για ένα ισχυρό «κέντρο διακυβέρνησης» οδήγησε στη θεσμική κατοχύρωση ισχυρών εργαλείων συντονισμού στο Μαξίμου, αλλά και στην ενίσχυση του συγκεντρωτισμού και του πρωθυπουργοκεντρισμού. Η λειτουργία του κράτους, όμως, δεν μπορεί να στηρίζεται στη στενή ομάδα του πρωθυπουργικού επιτελείου, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να ασκεί μια γενική εποπτεία και παρακολούθηση, χωρίς να είναι δυνατόν να έχει καθοδηγητικό ή παρεμβατικό ρόλο σε ειδικότερα ζητήματα λειτουργιών του κράτους για τα οποία δεν έχει εμπειρία. Η σύσταση και το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ τεκμηριώνει τα παραπάνω. Οτι η βιωσιμότητα του κράτους προϋποθέτει τη συγκρότηση εξειδικευμένων φορέων με συγκεκριμένη εντολή, τεχνοκρατικές και διοικητικές δεξιότητες και την κατάρτιση σχεδίων δράσης για την αντιμετώπιση κάθε πιθανής έκτακτης κατάστασης. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της αντιμετώπισης των σεισμικών κινδύνων, αλλά όχι μέχρι πρότινος στην αντιμετώπιση μεγάλων πυρκαγιών, φυσικών καταστροφών κλίμακας «Ντάνιελ» και σιδηροδρομικών δυστυχημάτων.
Το πρόβλημα δεν είναι μια συγκυριακή αντιπαράθεση για τη φθορά της σημερινής κυβέρνησης, αλλά κυρίως η λειτουργία του Μαξίμου με όρους ουσιαστικής αποδοτικότητας, δημόσιου συμφέροντος, διαφάνειας και λογοδοσίας. Οι πολίτες της χώρας έχουν πολύ περισσότερες απαιτήσεις από όσα εξασφαλίστηκαν στη χώρα μετά την οικονομική κρίση και οι κύριοι πολιτικοί θεσμοί και οι οργανώσεις συμφερόντων δεν είναι βέβαιο ότι το έχουν αντιληφθεί και ότι μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές.
Ο Μάνος Παπάζογλου είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου