
Από το ξημέρωμα του δυστυχήματος μέχρι σήμερα υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό στους χειρισμούς της κυβέρνησης και στις κινήσεις του Πρωθυπουργού. Βρίσκονται σταθερά ένα βήμα πίσω από τις εξελίξεις. Ο κ. Μητσοτάκης ειδικά στο ζήτημα των Τεμπών δείχνει να αδυνατεί να συλλάβει ή να αποδεχθεί την κεντρική θέση του στην πολιτική ατζέντα και τις κοινωνικές δυναμικές που πυροδοτεί. Συνεχίζει να απαντά, σε κάθε διαδοχική φάση, με κινήσεις μικρότερης εμβέλειας από τις απαιτήσεις της συγκυρίας. Το αποτέλεσμα είναι να υπολείπεται των προσδοκιών, να απογοητεύει και να χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες πρωτοβουλίες, που κι αυτές διστάζει να τις αναλάβει.
Στην πρώτη φάση, το σοκ της τραγωδίας, η άμεση προοπτική της κάλπης και η δεδομένη ανεπάρκεια όλων των κρατικών και διοικητικών μηχανισμών – από τον ΟΣΕ και τη Hellenic Train μέχρι τις διασωστικές ομάδες και τη Δικαιοσύνη – ίσως ερμηνεύουν την αμηχανία, τις αστοχίες (όπως η βιαστική υιοθέτηση της εκδοχής του ανθρώπινου λάθους ως μόνης αιτίας), ακόμη και τις ακραίες επιλογές (όπως η υποψηφιότητα Καραμανλή). Στην ενδιάμεση φάση επικράτησε η πολιτική προσέγγιση: η ψευδαίσθηση ότι ο χρόνος θα σκεπάσει τα πάντα, αρκεί να παραταθεί αρκετά ώστε να σβήσει η μνήμη του γεγονότος και να μην υπολείπονται δικαστικές εκκρεμότητες για πολιτικά πρόσωπα. Το έργο αυτό ανέλαβε μια επονείδιστη εξεταστική επιτροπή. Αλλά η αντιμετώπιση στην τρίτη, παρούσα, φάση που ξεκίνησε με τις αναπάντεχες συγκεντρώσεις της 26ης Ιανουαρίου είναι πέρα από σπασμωδική. Είναι ενδεικτική της κατάρρευσης κάθε πολιτικού σχεδιασμού.
Τα κεντρικά ζητήματα είναι απλά και γνωστά. Πρώτον, η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης: ο Πρωθυπουργός έχει εγκλωβιστεί στη θέση ότι ο κ. Καραμανλής μπορεί να παραμένει βουλευτής. Θα διαψευσθεί – με κόστος. Δεύτερον, η διερεύνηση των πιθανών ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων. Συναινεί σε Προανακριτική για τον κ. Τριαντόπουλο, πρόσωπο που ενεπλάκη μόνον μετά το δυστύχημα, και δεν συνειδητοποιεί ότι τυχόν παραπομπή μόνο εκείνου, χωρίς το κεντρικό πρόσωπο, σε Ειδικό Δικαστήριο θα διογκώσει αντί να εκτονώσει το λαϊκό αίσθημα. Τρίτον, ο κ. Μητσοτάκης έδωσε «προσωπική εγγύηση» ότι θα έχουμε άριστο τρένο Αθήνα – Θεσσαλονίκη το 2027. Φαίνεται να μην έχει αίσθηση ότι η «προσωπική του εγγύηση» μπορεί πριν από δύο χρόνια να είχε αντίκρυσμα, σήμερα όμως έχει μηδενική αξία, ακόμη κι αν πάρει το ρίσκο να αναλάβει προσωπικά το υπουργείο Μεταφορών. Τέταρτον, η έλλειψη γενναιότητας στην αναγνώριση των σφαλμάτων. Τα μισόλογα στη συνέντευξη-ναυάγιο της 29ης Ιανουαρίου δικαιολογημένα εξόργισαν και τους πιο καλοπροαίρετους. Και, τέλος, δεν έχει γίνει το παραμικρό άνοιγμα για τη συμμετοχή της αντιπολίτευσης ή ανεξάρτητων προσώπων/θεσμών υψηλού κύρους για να εγγυηθούν από εδώ και πέρα τη διαφάνεια των αποφάσεων και την υλοποίηση των υποσχέσεων.
Σε ένα κεντρομόλο σύστημα εξουσίας, όπως αυτό που συγκρότησε από την πρώτη μέρα και διαφήμισε ως «επιτελικό κράτος», είναι φυσικό οι ευθύνες να προσωποποιούνται – όσο κι αν αντικειμενικά απέχουν από το να είναι προσωπικές. Επιχειρώντας να διαχειριστεί την τραγωδία που σφράγισε τη συλλογική συνείδηση της χώρας σαν μια συνήθη πολιτική κρίση, ο κ. Μητσοτάκης κινδυνεύει να σβήσει ο ίδιος το ίχνος του ως Πρωθυπουργού της σταθεροποίησης, της ανασυγκρότησης και της ανάκαμψης μετά την κρίση και να καταγραφεί ως «ο Πρωθυπουργός των Τεμπών».
Ο Φοίβος Καρζής είναι δημοσιογράφος