Η στάση των ΗΠΑ, ή καλύτερα του κ. Τραμπ, έχει αναστατώσει την παγκόσμια διεθνή τάξη, και έχει κατορθώσει, έναν μόνο μήνα από την ανάληψη της εξουσίας του νέου προέδρου, να δημιουργήσει τεράστια διλήμματα για το μέλλον των διεθνών σχέσεων. Και, δυστυχώς, η πολιτική του νέου προέδρου δεν αρκείται στα μεγάλα λόγια, αλλά, όπως φαίνεται, προχωράει και σε πράξεις, όπως έδειξαν οι δασμοί που έχουν επιβληθεί ήδη σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) και οι οποίες έχουν οδηγήσει σε αντίμετρα. Τώρα αν οι απειλές για προσάρτηση του Καναδά και της Γροιλανδίας πραγματοποιηθούν ή όχι, αυτό εξαρτάται από τους τοπικούς λαούς που έχουν δείξει ελάχιστη διαθεσιμότητα να ανταποκριθούν στο κάλεσμα των Αμερικανών να ενωθούν μαζί τους. Παράλληλα, με τις δηλώσεις του, ο κ. Τραμπ έχει μεταβάλει τις σχέσεις ΗΠΑ – ΕΕ σε καθαρά ανταγωνιστικές, για να μην πω εχθρικές, και προτιμάει σαφώς την ανάπτυξη διμερών σχέσεων με τα κράτη – μέλη της παρά με τον πολυεθνικό θεσμό.
Μέσα σε αυτές τις αβεβαιότητες και την τεράστια ανατροπή που έχει επιφέρει η νέα αμερικανική πολιτική, πρέπει να δούμε ποια θα είναι η στάση της απέναντι στην Ελλάδα και στην Τουρκία, ιδιαίτερα αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες. Σχετικά με την Τουρκία, η οποία αναβαθμίζεται, τουλάχιστον στον στρατιωτικό τομέα, με ισχυρή ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας της (που έχει γίνει και εξαγωγική δύναμη στον τομέα αυτόν), η νέα αμερικανική διοίκηση θα πρέπει να είναι αρκετά θετική, με δεδομένη την προσήλωσή της στην ισχύ και στο μέγεθος αυτής της χώρας. Και παρά τις αντίθετες θέσεις του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος διακρίνεται για μια αντι-τουρκική διάθεση, φαντάζομαι ότι θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στα κελεύσματα του κυρίου του, αν θέλει να διατηρήσει τη θέση του. Σχετικά με την Ελλάδα, τώρα, τα τελευταία χρόνια είδαμε μια άνθηση στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, που από τη μεριά μας θα θέλαμε να συνεχιστεί αδιάπτωτα κα αδιατάρακτα. Κάτι που δεν γνωρίζουμε αν είναι και η πρόθεση των ΗΠΑ, δεδομένης της θετικής στάσης που μάλλον θα τηρήσει με την Τουρκία. Πράγμα που, όμως, έχει μια δυστοπική διάσταση, εφόσον η Τουρκία επιθυμεί να ακολουθεί μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική και να διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία, και, κυρίως, να εναντιώνεται στο Ισραήλ. Το τελευταίο είναι κομβικό στις σχέσεις της με τον πρόεδρο, γιατί η σημασία την οποία αποδίδει στο Ισραήλ είναι τεράστια. Και σε αυτό το σημείο σαφώς υπερτερούμε σε σχέση με την Τουρκία κάνοντας τη ζυγαριά να στρέφεται ελαφρά προς εμάς. Κάτι που ίσως έχει και θετική έκβαση μετά την τριμερή συνάντηση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, στο ζήτημα της απεμπλοκής της πόντισης του ηλεκτροφόρου καλωδίου, που η Τουρκία αρνείται πεισματικά να επιτρέψει, χωρίς κανένα δικαίωμα, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, είτε στην ανοιχτή θάλασσα του Αιγαίου, είτε στην περιοχή της εικαζόμενης δικαιοδοσίας της, σύμφωνα με το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Γιατί κι αν ακόμα δεχτούμε ως έγκυρο το μνημόνιο αυτό, η πόντιση καλωδίων και αγωγών στην περιοχή της υφαλοκρηπίδας και οι προκαταρκτικές ενέργειες που οδηγούν σε αυτήν απολαμβάνουν της ελευθερίας με μόνη την εξαίρεση να μην παρεμποδίζουν εγκαταστάσεις που έχουν τοποθετηθεί για την εκμετάλλευση του βυθού και του υπεδάφους του.
Πάντως θα πρέπει να τονιστεί, στο σημείο αυτό, ότι οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας δεν αποτελούν το κύριο μέλημα της νέας αμερικανικής διοίκησης. Το κυριότερο μέλημα είναι ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία και η βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία, ούτως ώστε να υπάρχει ένας μοναδικός μεγάλος αντίπαλος, η Κίνα. Αυτό δεν σημαίνει φιλία με τη Ρωσία, αλλά απλά απάλειψη των αιχμηρών σημείων με αυτήν που σήμερα αμαυρώνονται από τη ρήξη με την Ουκρανία. Εξού και η συνάντηση στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, που οδήγησε στη μυστηριώδη συμφωνία με τον Ζελένσκι, και που περιμένουμε αγωνιωδώς την απάντηση της Μόσχας σε αυτήν. Με δεδομένο, λοιπόν, το ελάχιστο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τα ελληνοτουρκικά, το βάρος της υποστήριξης των ελληνικών θέσεων πέφτει στην ΕΕ.
Αλλά τι μπορούμε να περιμένουμε από την ΕΕ, που βρίσκεται σε αποδρομή; Και που η ισχύς της Τουρκίας την έχει καταστήσει, έπειτα από χρόνια ψύχρανσης των αμοιβαίων σχέσεων, θελκτική, σε σημείο που ο υπουργός Εξωτερικών, κ. Φιντάν, να μετέχει σε άτυπη συνάντηση της ΕΕ, και να προσκαλείται και να μετέχει στη συνάντηση του Λονδίνου, όπου ο έλληνας πρωθυπουργός δεν είχε κληθεί; Για να είμαστε, πάντως, θετικοί και να μη μεγιστοποιούμε τα αρνητικά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η όποια βελτίωση των ευρωτουρκικών σχέσεων δεν είναι απαραίτητα αρνητική για την Ελλάδα. Γιατί μπορεί έτσι η Ευρώπη να αποτελέσει μοχλό πίεσης στην κατεύθυνση του εξορθολογισμού των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα, στο σημείο αυτό, βρίσκεται στην ευνοϊκή θέση να είναι μέλος, και μάλιστα του στενότερου κύκλου της ευρωζώνης, και, ως εκ τούτου, να παίζει κρίσιμο ρόλο στην αναβάθμιση της Τουρκίας, ακόμα και σε αυτήν της Τελωνειακής Ενωσης που θα αποφέρει μια ευεργετική πνοή στην οικονομία της γειτονικής μας χώρας.
Κρίσιμο, εξάλλου, είναι το ερώτημα και η απάντηση που θα δοθεί σε περίπτωση εκτροπής των ελληνοτουρκικών από τη σημερινή ηρεμία (με τις διακυμάνσεις της) σε μια θερμή σύγκρουση. Τι θα κάνουν οι ΗΠΑ και η ΕΕ στην περίπτωση αυτήν; Θα επιτρέψουν ένα τέτοιας εμβέλειας συμβάν ανάμεσα σε δύο μέλη του ΝΑΤΟ; Το Αρθρο 5 του ΝΑΤΟ δεν είχε προβλέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο θεωρώντας το ως αδύνατον να συμβεί και είχε περιορίσει την αμοιβαία βοήθεια στις περιπτώσεις που ένα μέλος του αντιμετώπιζε στρατιωτική επέμβαση από τρίτο κράτος, μη μέλος του. Και ήταν φυσικό, αφού την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία εμφανιζόταν ως η μοναδική απειλή κατά της ευρωατλαντικής συμμαχίας. Αλλά πιστεύω ότι σε περίπτωση ρήξης των δύο κρατών ή, καλύτερα, σε περίπτωση ακραίας όξυνσής τους, οι ΗΠΑ δεν θα παραμείνουν αμέτοχες. Οπως αμέτοχα δεν θα παραμείνουν και ορισμένα μέλη της ΕΕ, αφού οι στενοί δεσμοί μας με αυτά, που έχουν επικυρωθεί με διεθνείς συμφωνίες (περίπτωση Γαλλίας), θα τους αναγκάσουν σε επέμβαση για να προλάβουν ή να καταστείλουν τις εχθροπραξίες. Δεν είμαστε έρμαια, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν πρέπει να μας καθησυχάζει, αλλά να μας ενθαρρύνει να αυξήσουμε, όπου έχουμε, τα πολεμικά μέσα, ως αποτροπή, βέβαια, και όχι ως επιθετική πρόθεση προς το αντίπαλο δέος.
Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών