
Στην τρέχουσα συζήτηση για τα φαινόμενα έμφυλης βίας, κυριαρχεί συχνά μια έμφαση στον συνδυασμό ανάμεσα στην ποινική αυστηροποίηση και την αποτελεσματικότερη επιτήρηση και καταστολή, κάτι ήδη εμφανές στη νομοθεσία αρκετών χωρών. Σίγουρα, η αντιμετώπιση ως παραβατικών ορισμένων πρακτικών που μέχρι πρότινος μπορεί να θεωρούνταν ακόμη και ανεκτές, είναι ένδειξη προόδου και φανερώνει επίγνωση της βίας και των διακρίσεων που είναι ακόμη ενεργές και πραγματικές. Ομως, υπάρχει και ένας αντίλογος. Δεν αναφέρομαι, προφανώς, σε εκείνους που υπερασπίζονται μια πατριαρχική και σεξιστική λογική – ενδεικτική η δυσανεξία ακόμη και τώρα στη χρήση του όρου «γυναικοκτονία». Πρωτίστως, αναφέρομαι στις φωνές που δεν θεωρούν ότι η κρατική βία και καταστολή είναι ο μηχανισμός που θα αντιμετωπίσει την έμφυλη βία και θα εξαλείψει τα αίτια που την (ανα)παράγουν.
Αποκτούν έτσι ενδιαφέρον οι φωνές εκείνες που τοποθετούνται αρνητικά απέναντι στον «σωφρονιστικό φεμινισμό», δηλαδή την αντίληψη που θεωρεί ότι χρειάζεται αυξημένη κρατική προστασία και καταστολή για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας. Φωνές που εκφράζουν εύλογη δυσπιστία για το εάν μπορεί να αντιμετωπίσει την έμφυλη βία ένα κράτος που φέρει το ίδιο σημαντική ευθύνη για την αναπαραγωγή των ανισοτήτων (συμπεριλαμβανομένων των έμφυλων), του συστημικού ρατσισμού, του κοινωνικού αποκλεισμού, της αποικιοκρατίας και των επιβιώσεών της, αλλά και για την κατασταλτική αντιμετώπιση των υποτελών κοινωνικών ομάδων, ιδίως όσων έχουν μεταναστατευτική καταγωγή. Φωνές που θέτουν το κρίσιμο ερώτημα πώς μπορούμε να καταγγέλλουμε την εντεινόμενη αυταρχικοποίηση του κράτους, τη στρατιωτικοποίηση των μηχανισμών καταστολής, την επιλεκτικά βίαιη αντιμετώπιση υποτελών ομάδων, την αυξημένη επιτήρηση του δημόσιου χώρου και την ίδια στιγμή να επικαλούμαστε την αυστηρότερη παρέμβαση αυτού του κράτους για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας.
Με αυτή τη θεωρητική αλλά και πολιτική πρόκληση ασχολείται η πολιτική επιστήμονας, ιστορικός, ανεξάρτητη επιμελήτρια τέχνης, σεναριογράφος και συγγραφέας Φρανσουάζ Βερζές, στο βιβλίο της «Μια φεμινιστική θεωρία της βίας. Για μια αντιρατσιστική πολιτική της προστασίας», που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής σε μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά. Ξεκινά από τη διαπίστωση ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έγινε φανερό ότι δεν υπάρχει ένας φεμινισμός, αλλά πολλοί φεμινισμοί, άλλοι πιο ριζοσπαστικοί και άλλοι πιο μεταρρυθμιστικοί. Η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, ως βασικής πολιτικής μεθοδολογίας, συνδυάστηκε με την κλιμάκωση της καταστολής, του κρατικού ρατσισμού, και των πρακτικών ενός «αιμοδιψούς καπιταλισμού» (capitalisme gore) που σε συνδυασμό με τη νεοϊμπεριαλιστική αλαζονεία οδήγησε στη χρήση βασανιστηρίων – στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» – που συχνά περιλάμβαναν μορφές σεξουαλικής βίας και εξευτελισμού, όπως π.χ. στις υπό αμερικανικό έλεγχο φυλακές στο Ιράκ. Επιπλέον, παρά τη θέσπιση μέτρων κατά της έμφυλης βίας, η Βερζές επισημαίνει ότι οι γυναίκες μεταναστευτικής καταγωγής, οι γυναίκες που φοράνε μαντίλα, οι κουίρ γυναίκες, οι προσφύγισσες, δεν αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς, ακριβώς γιατί αντιμετωπίζουν μορφές ρατσιστικής και πατριαρχικής αντιμετώπισης.
Στο στόχαστρο της Βερζές βρίσκεται ένας εκπολιτιστικός και οικουμενοποιητικός φεμινισμός που αντλεί την έμπνευσή του από την αποικιοκρατία και τις προσπάθειες «εκπολιτισμού» των κοινωνιών που βίωναν τον αποικιακό ζυγό, υπογραμμίζοντας ότι η βάναυση ιστορία της δουλείας είναι πιο μακρά από την επίσημη ιστορία της κατάργησής της και περιλάμβανε την προσπάθεια να μη δημιουργούν κοινότητες οι «πληθυσμοί» που βρίσκονταν στο στόχαστρο των αποικιακών και νεοαποικιακών πολιτικών, ένα ξερίζωμα της αλληλεγγύης, με παράλληλη βίαιη επιβολή «πολιτικών ελέγχου των πληθυσμών».
Επικρίνοντας τον σωφρονιστικό και τιμωρητικό φεμινισμό η Βερζές δεν υποτιμά τον πόθο για εκδίκηση και τιμωρία, θεωρώντας τον απόλυτα κατανοητό. Ομως, θέτει το κρίσιμο ερώτημα: «Αν όμως καμιά τιμωρία, ούτε η θανατική ποινή ούτε το λιντσάρισμα, ούτε οι μικρότερες ή οι μεγαλύτερες ποινές φυλάκισης, ούτε η αδύνατη επανένταξη, δεν εγγυώνται την εξαφάνιση της βίας κατά των γυναικών, εάν η βία αναδύεται ξανά με πυγμή και βαναυσότητα, ακόμη και εάν είχε περιοριστεί για λίγο, ποια είναι τα μέτρα που θα κάνουν τον φόβο να αλλάξει στρατόπεδο;». Γι’ αυτό υπενθυμίζει τα κινήματα που ήδη από τη δεκαετία του 1970 άσκησαν κριτική στο σωφρονιστικό σύστημα και τον μηχανισμό της φυλακής και συντονίστηκαν με ριζοσπαστικά φεμινιστικά ρεύματα, σε αντιδιαστολή με το πώς από τη δεκαετία του 2000 γύρω από θέματα όπως η ποινικοποίηση της πορνείας στη Γαλλία αναδύθηκε μια λογική «προστασίας των γυναικών» που «δεν είναι παρά μία από τις όψεις της πολιτικής της προστασίας που στόχο έχει να δικαιολογήσει τη δίωξη και την εκδίωξη των φυλετικοποιημένων γυναικών στο όνομα των δικαιωμάτων των γυναικών».
Η Βερζές επιμένει ότι «πρέπει να σταματήσουμε να προσφεύγουμε σε ένα σύστημα που ισχυρίζεται πως μας σώζει, αλλά είναι οργανωμένο για να αποκλείει, να κλείνει στη φυλακή, να σκοτώνει». Αυτό σημαίνει «να απαιτήσουμε από το κράτος αυτό που μας οφείλει, διατηρώντας όμως την αυτονομία μας, να θέτουμε τους όρους μας όταν συνδιαλεγόμαστε με τους θεσμούς, να βάζουμε φωτιά, να φέρνουμε την αταξία, να μορφωνόμαστε συλλογικά (μόρφωση! μόρφωση! μόρφωση!), να δείχνουμε αλληλεγγύη σε κάθε αγώνα απελευθέρωσης, να συντηρούμε την επαναστατική φιλία και αγάπη». Αρα μια αντίληψη της προστασίας που στηρίζεται στην αλληλεγγύη και την υπεράσπιση της ζωής και όχι την κρατική βία.