
Το Σάββατο, 8/3/2025, έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών η πολιτική κηδεία του Φώτη Πάλλα. Βρεθήκαμε εκεί αρκετοί για να θυμηθούμε και να αναστοχαστούμε τη διαδρομή του και τις δικές μας διασταυρώσεις μ’ αυτή στον μακρύ μεταπολιτευτικό χρόνο και βέβαια να τον τιμήσουμε και να τον αποχαιρετήσουμε.
Ο Φώτης Πάλλας γεννήθηκε το 1957, έζησε στα Εξάρχεια, πήγε στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων και μετά φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παιδί της πρώτης μεταπολιτευτικής γενιάς, εντάχθηκε πρώτα στο ΚΚΕ εσωτερικού και στη Νεολαία του, την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, και μετά το 1978 συμμετείχε έντονα στη συγκρότηση της Β΄ Πανελλαδικής. Η νεολαιίστικη αυτή οργάνωση προήλθε από τη διάσπαση της Νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού και με αναφορές στον Νίκο Πουλαντζά και τον Λουί Αλτουσέρ και στα κινήματα του 1968 προσπάθησε να διατυπώσει μια άλλη εκδοχή της εγχώριας κομμουνιστικής ανανέωσης. Υπήρξε ρηξικέλευθη στις αντιλήψεις της, δεν σχημάτισε γραφειοκρατικές δομές και ανέδειξε το ζήτημα της πολλαπλής κρίσης τής τότε Αριστεράς. Οι αναλύσεις της για τους εκπαιδευτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και την παρέμβαση σ’ αυτούς φάνηκαν να επιβεβαιώνονται με το κίνημα των καταλήψεων το 1979 κατά του περιβόητου Νόμου 815 και το πρωτοφανές γεγονός της κατάργησής του. Το κίνημα αυτό δεν συγκρούστηκε νικηφόρα μόνο με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά ξέφυγε από τα όρια των φοιτητικών διεκδικήσεων, συγκροτήθηκε και κόντρα στα παντοδύναμα, τότε, κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς και αμφισβήτησε, πολιτικά και θεωρητικά, πολλά στερεότυπά της.
Η μεγάλη στιγμή του Φώτη ήταν το κίνημα των καταλήψεων του 1979, στο οποίο συμμετείχε με πάθος. Χαρισματική προσωπικότητα στα αμφιθέατρα, δεινός ρήτορας στις συνελεύσεις και πρωτοστάτης στις διαδηλώσεις, αναδείχθηκε σε εμβληματική μορφή του κινήματος. Η συμβολή του στην κατάληψη της Νομικής τον Δεκέμβρη του 1979 ήταν καθοριστική. Δεν θα πραγματοποιούνταν χωρίς αυτόν.
Οι καταλήψεις αυτές πυροδότησαν μια πολιτική νεανική έκρηξη. Οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις για διάφορα ζητήματα ήταν συνεχείς.
Στη Νομική Σχολή, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, με τον Φώτη πάντα στο κέντρο, αναλαμβάναμε πρωτοβουλίες, συζητούσαμε ατέρμονα στις αίθουσες και στη συνέχεια στη Δωδώνη, το καφενεδάκι του κυρ Κώστα, στη γωνία Σόλωνος και Σίνα, το υπόγειο του οποίου το είχαμε μετατρέψει, σχεδόν, σε γιάφκα όπου σχεδιάζαμε διαρκώς εφόδους στον ουρανό. Συναντιόμασταν στα γραφεία της Πανελλαδικής στην Ακαδημίας, προετοιμαζόμασταν για τις φοιτητικές εκλογές και τα πανσπουδαστικά συνέδρια και συνεχίζαμε στις ταβέρνες, όπου ο Φώτης τραγουδούσε λαϊκά, και στα μπαρ, όπως ο Ιπποπόταμος στη Δελφών και το Επέκεινα στην Καλλιδρομίου, όπου με ροκ υποκρούσεις συνδιαλεγόμασταν παθιασμένα. Στη Νομική δημιουργήσαμε και την παράταξη Συσπείρωση Φοιτητών Νομικής με τον υποκοριστικό τίτλο «Σίφουνας». Δεν ήμασταν όμως σοβαροφανείς και κάναμε και τις νεανικές μας πλάκες. Ημασταν σε ένα πάρτι σε μια φοιτητική εστία στα Πατήσια και όταν ακούσαμε ότι ο γνωστός τότε τραγουδιστής Γιάννης Φλωρινιώτης έτρωγε σε μια πιτσαρία δίπλα, ο Φώτης πήγε και του απέσπασε ένα αυτόγραφο για τον «Σίφουνα», λέγοντάς του ότι είναι ένας πειρατικός ραδιοσταθμός. Το αυτόγραφο του Φλωρινιώτη με την αφιέρωση «Στον Σίφουνα με αγάπη» κοσμούσε για καιρό το ταμπλό της Συσπείρωσης στη Νομική.
Με τη δυναμική του κινήματος των καταλήψεων δημιουργήθηκε ένας πολιτικός και κοινωνικός χώρος, ο οποίος δεξιώθηκε και διεκδίκησε μαχητικά και έμπρακτα πολλά νέα κοινωνικά αιτήματα, που σήμερα είναι κοινός τόπος, και συνέτεινε στις αναζητήσεις μιας άλλης Αριστεράς, ανεύρετης εν τέλει και ίσως φαντασιακής.
Ο Φώτης αργότερα έγινε δικηγόρος ασκώντας μια κοινωνικού τύπου δικηγορία, χωρίς να υποκύψει στους πειρασμούς του ανταγωνιστικού αυτού επαγγέλματος και να χρησιμοποιήσει την αναγνωρισιμότητά του για την ανέλιξή του. Ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και συμμετείχε σε πολιτικές πρωτοβουλίες υπεράσπισης των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Επέμεινε πάντα, με το ίδιο πάθος, στις απόψεις του και αρνήθηκε να ενταχθεί στα κόμματα της Αριστεράς, απέναντι στα οποία κρατούσε μια έντονη κριτική στάση, από τη δική του ριζοσπαστική οπτική.
Ο Φώτης όμως, με το πέρασμα των χρόνων, σε μια κοινωνία που γινόταν όλο και πιο ατομικιστική, ίσως δέσμιος και των αντιφάσεών του, συνειδητά ή ασυνείδητα, οδηγήθηκε σε μια απόσταση από τα πράγματα και τα πρόσωπα και ακολούθησε μια μοναχική πορεία. Είναι δυστυχώς μια όχι συνήθης, αλλά υπαρκτή στάση πολλών αγωνιστών που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να αποδεχθούν τη μη ανατρέψιμη, ασφυκτική υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων. Γι’ αυτή την επιλογή, ίσως, φταίμε και πολλοί από μας που συμπορευτήκαμε μαζί του, όμως χαμένοι στις δικές μας κοινωνικές συμβάσεις είχαμε μια φευγαλέα και όχι ουσιαστική επαφή μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα, όμως, όλα αυτά μετά το τέλος της διαδρομής του είναι πια «μια ιστορία τελειωμένη, μια ιστορία χωρίς τελειωμό», όπως έλεγε και ένας γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος, που τον διάβαζε κι εκείνος. Ο Φώτης είναι αναπόσπαστο μέρος της νιότης μας και των ανατρεπτικών μας αναζητήσεων της πολλαπλά μακρινής εκείνης εποχής. Γι’ αυτό και η εικόνα τού Φώτη να αγορεύει στα αμφιθέατρα της Νομικής και να ηγείται στις διαδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας είναι πάντα ζωντανή στη μνήμη μας και εγγεγραμμένη στην κατασυκοφαντημένη ιστορία της Μεταπολίτευσης και των κινημάτων της. Σύντροφε Φώτη, καλό σου ταξίδι…
Ο Κώστας Καρακώτιας είναι
νομικός – κριτικός βιβλίου