
«Μια αστραπή η ζωή μας. Μα, προλαβαίνουμε…»*. Δεν πρόλαβαν. Το πρώτο ίσα που μπόρεσαν να «δουν», την αστραπιαία φύση της ανθρώπινης ύπαρξης – απ’ την εκστατική ευτυχία του θριάμβου, στην εξωφρενική τραγωδία, σε μια χούφτα δευτερόλεπτα. Μα, δεν πρόλαβαν. Επεσαν. Καταπλακώθηκαν. Πατήθηκαν. Μάτωσαν. Ξέμειναν απ’ οξυγόνο κι απ’ ανάσα. Και πέταξαν, γι’ αλλού. Με το κασκόλ περασμένο στον λαιμό κι ασθμαίνοντας στα χείλη το όνομα της μάνας τους. Και του Ολυμπιακού τους…
Η στέρφα Κυριακή του ’81. Η τραγωδία της Θύρας 7, τα 21 θύματα. Σημάδι αιώνιο, βαθύ, πληγή ορθάνοιχτη όσα χρόνια κι αν περάσουν, ποτισμένη με τ’ αλάτι της πειραϊκής αλμύρας. Και κάθε που οι μνήμες επιστρέφουν, δυο λέξεις, ένα σύνθημα, ταξιδεύουν στους αέρηδες με μάτια υγρά και την καρδιά σφιγμένη: «Αδέλφια, ζείτε…».
Οκτώ Φλεβάρη. Ηλιος με «δόντια». Στις γειτονιές του Πειραιά, απ’ το πρωί, τα πάντα ορίζονται «απ’ το ματς». Χωρίς επεξηγήσεις, όλοι ήξεραν: Ολυμπιακός 29, Αρης 28, ΑΕΚ 26. Και η καλένδα της 20ής ημέρας είχε Ολυμπιακός – ΑΕΚ και ΠΑΟ – Αρης. «Κρίνεται ο τίτλος» γράφαν’ οι εφημερίδες. Ok, κομμάτι βιαστικά. Ηταν, ωστόσο, προφανές πως, αν ο Ολυμπιακός «καθάριζε» το ντέρμπι, ο δρόμος για το δεύτερο σερί επαγγελματικό Πρωτάθλημα άνοιγε διάπλατα…
Σημάδι αιώνιο, βαθύ, πληγή ορθάνοιχτη όσα χρόνια κι αν περάσουν, ποτισμένη με τ’ αλάτι της πειραϊκής αλμύρας
Αδιαχώρητο
Το ντέρμπι, με διαιτητή τον Κουτούλα, ορισμένο για τις 3 μ.μ. Μα, τα τσιμέντα στο παλιό «Καραϊσκάκης» σφύζαν’ από ώρες: 40.000, τ’ αδιαχώρητο. Σαν κόλαση. Με το προαίσθημα καλό. Θες το απόλυτο, ως τότε, στον «ναό» (9 στα 9); Θες η άμυνα-εγγύηση (μακράν καλύτερη του Πρωταθλήματος, με μόλις 10 γκολ παθητικό); «Το έχουμε!». Ενα «κρατούσε» κάπως τ’ όλο spirit: σκληρή ομάδα εκείνος ο Ολυμπιακός, του Γκόρσκι. Σφιχτή, τ’ αποτελέσματος. Αλλά δύσκολη στο γκολ. Ομάδα, την έλεγαν, «του 1-0» (πράγματι, έως ένα γκολ στους 11 απ’ τους 19 αγώνες του).
Ισχυσε κι εκείνο το απόγευμα. Αλλά… στο α’ μέρος. ημίωρο, Γαλάκος, 1-0. Στο β’, βοηθούσης και της αποβολής του Μανωλά, απλά… ανοίξαν’ οι κρουνοί. Και πάλι ο Γαλάκος (53’). Και ο Κουσουλάκης (68’). Και ο Ορφανός (75’). Και ο Βαμβακούλας (80’, μ’ ένα απίθανο σλάλομ… ενός γηπέδου). Και τρίτο ο Γαλάκος (84’), το χατ-τρικ. Δεν είχε ματαγίνει τέτοιο «έπος». Μια ΑΕΚ στριμωγμένη στα σχοινιά κι ένα κόκκινο θεριό, σε ξέφρενη κατάσταση, οργιώδη, να τη γρονθοκοπεί ανηλεώς, αναθεωρώντας τα όρια του… οίκτου!
Ολυμπιακός – ΑΕΚ 6-0! «ξαναπέσ’ το, να τ’ ακούμε!». Ολυμπιακός – ΑΕΚ 6-0! Συγκλονιστικό! Απίθανο! Ασύλληπτο!
Παραλήρημα
Οι εξέδρες «φλέγονται». Το «Καραϊσκάκης» δονείται. Χιλιάδες λαού παραληρούν. Απ’ την 7, πριν καν τη λήξη, κάποιοι πρώτοι αναχωρούν. Προορισμός η θύρα 2, δίπλα στον διάδρομο των αποδυτηρίων. Για ν’ αποθεώσουν τους μεγάλους νικητές. Λίγο μετά, φεύγουν και οι επόμενοι. Κι άλλοι, πιο πολλοί. Ποτάμι πύρινο, σε έκσταση. Τραγούδι, βοή και το μυαλό αλλού. Δεν βλέπουν τι γίνεται μπροστά. Δεν ξέρουν, δεν ακούν – κραυγές που χάνονταν στο πέπλο των ζητωκραυγών. «Πίσω!… Οχι άλλοι!… Βοήθειααα… Βοήθθθ….». Κι έπειτα, σιωπή. Μαύρο. Κι αίμα…
Το τι, ακριβώς, συνέβη, σιδερένιος κόμπος στην ψυχή. Οι πόρτες δεν ήταν (τελείως) ανοιχτές. Και τα βαριά, σιδερένια τουρνικέ, στη θέση τους. Φθάνοντας οι πρώτοι, δεν είχαν διέξοδο: «Ανοίξτε, ρε!» Κανείς… Ακολουθώντας οι επόμενοι, ο συνωστισμός άρχισε ν’ αυξάνεται. Πολύ. Ωσπου συνέβη το μοιραίο – ώρα 5.05. Κάποιος, κατεβαίνοντας τ’ απότομα, κατηφορικά σκαλοπάτια, πατά ένα αφρολέξ. Γλιστράει. Πέφτει. Παρασύρει τον επόμενο, τον Η.Λ. Κι άλλους. Κι άλλους…
Ασφυξία
Ωρα 5.07. Οσοι ακολουθούν, μην έχοντας ορατότητα μπροστά (λόγω και μιας απότομης στροφής στη διαδρομή), ανυποψίαστοι κι ενθουσιώδεις, πέφτουν επάνω τους κι αυτοί. Τους πατούν. Και τούτους, οι επόμενοι. Κάποιο κεφάλι σφηνώνεται στα κάγκελα – το ντόμινο του τρόμου…
Ωρα 5.09 μ.μ. Ασφυξία!
Δύο αστυνομικοί, μετά κόπων, καταφέρνουν να ξηλώσουν ένα τουρνικέ. Και γλίτωσαν, πολλοί. Λυτρωτικό. Μα, όχι για όλους…
Εξω απ’ την 7, το σκηνικό, ορατό πια στην κοινή θέα, βγαλμένο απ’ τον χειρότερο εφιάλτη. Κραυγές. Κατάρες. Πόνος. Επιβιώσαντες με ξέψυχα κορμιά στην αγκαλιά. Σειρήνες περιπολικών κι ασθενοφόρων (κλήθηκαν, μέσω ασυρμάτου, απ’ όλη την Αθήνα) να ουρλιάζουν. Στα Ιατρεία του σταδίου, σιμά στο θυρωρείο, μελανιασμένα πρόσωπα. Πρησμένα. Μαλάξεις, τεχνητές αναπνοές.
Μια ένεση. Ο Λάκης Νικολάου, παίκτης της ΑΕΚ και γιατρός, που έχει σπεύσει για βοήθεια, εκλιπαρεί: «Γρήγορα…». Σε μια γωνιά, στο πεζοδρόμιο, ένας πατέρας, ο Ζαννής Θεοδωρόπουλος, δίνει στον 18χρονο λεβέντη του, τον Δαμιανό, φιλί ζωής. Τον σώζει…
«Φθάσαμε απ’ τους πρώτους, σ’ έξι λεπτά – ώρα 5.16. Κι αυτό που είδαμε… Νεκροί και τραυματίες, όλοι ανακατωμένοι. Βάλαμε μερικούς στο ασθενοφόρο και φύγαμε για Τζάνειο, ολοταχώς» (αφήγηση των Β. Αθανασόπουλου και Δ. Παπαδόπουλου, οδηγού και νοσοκόμου του ΙΚΑ).

Τελευταίος φόρος τιμής στα 21 παιδιά, στον τόπο της τραγωδίας. Η μέρα που κατεδαφίστηκε η Θύρα 7 του παλιού Καραϊσκάκη
Πανικός
Αστυνομικά υπηρεσιακά, στρατιώτες και δεκάδες ΙΧ μεταφέρουν όσους περισσότερους μπορούν. Κούρσα φρενήρης, για Τζάνειο, ΚΑΤ και Γενικό. Εκεί παίχτηκε η συνέχεια του δράματος. Ιδίως στο Τζάνειο – εκείνη, Χριστέ μου, η εικόνα του περίβολου, του διάδρομου, με τ’ άτακτα κορμιά σε μάρμαρα και σε φορεία…
Το ραδιόφωνο είχε ήδη μεταφέρει το μαντάτο. Με έκκληση για αίμα και γιατρούς. Και άμεσα, με έκτακτα δελτία, η ΕΡΤ, η ΥΕΝΕΔ – ελλείψει, τότε, κινητών και Διαδικτύου και με την παραπληροφόρηση οργιάζουσα (ακόμη και ότι γκρεμίστηκε η 7 ακούστηκε), όλοι κρέμονταν απ’ τα χείλη Ζησιμάτου, Χούντα, Κορόβηλα και Ζούλα. Πολλοί που ήταν σ’ άλλη θύρα, έφυγαν και δεν κατάλαβαν τι έγινε, επιστρέφουν. Και ποδοσφαιριστές – το κλάμα του Γαλάκου. Παράγοντες, μαζί και ο Νταϊφάς. Σπεύδει κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Ράλλης. Αλλά κυρίως…
Γονείς, φίλοι, συγγενείς, τ’ ακούν. Χάνουν τη γη κάτω απ’ τα πόδια τους: «Θεέ μου! Ζει;». Και παίρνουν έξαλλοι τους δρόμους. Χιλιάδες. Αλλοι για το γήπεδο. Αλλοι για το νοσοκομείο. Το ένα ή τ’ άλλο, στα τυφλά. «Τον είδατε; Τον λένε… Ετών…». Μάνες τα παιδιά τους. Γυναίκες τους αντράδες τους. Αδέλφια τα αδέλφια τους. • «Περάστε…». Το σπαρακτικό έργο της αναγνώρισης. Στο νεκροθάλαμο, με τη διαβολική οσμή φορμόλης…
Οι πρώτοι τρεις νεκροί (Κανελλόπουλος, Μάχας, Διαλυνάς) γνωστοποιήθηκαν γύρω στις 8.00. Απ’ τις ταυτότητες στις τσέπες. Ως τα μεσάνυχτα είχαν γίνει 17. Κι ως το πρωί, 19. Ο εν τέλει απολογισμός, εφιαλτικός: 21 νεκροί (20 φίλοι του Ολυμπιακού, ένας της ΑΕΚ), 55 τραυματίες. Νέοι άνθρωποι. Οι περισσότεροι, παιδιά. Με πιο μικρό τον Παναγιώτη Τουμανίδη, ετών 14.
Ανθρωποθυσία…
Αρχαία τραγωδία
Ενόσω το συλλογικό υποσυνείδητο κατέγραφε τη μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία που γνώρισε ποτέ ο τόπος και οι εφημερίδες γέμιζαν από ιστορίες, εικόνες κι αφηγήσεις, με χνώτο αρχαίας τραγωδίας, η επίσκεψη των ποδοσφαιριστών στο Τζάνειο, την επόμενη, κομμάτι βάλσαμο για όσους τα κατάφεραν. Μα, ως εκεί. Ποτέ δεν το ξεπέρασε κανείς. «είχα γενέθλια αυτή τη μέρα. Δεν ξαναγιόρτασα, ποτέ» (διήγηση επιζώντος). Και πρώτα, οι οικογένειες των θυμάτων. Σπίτια που ρήμαξαν. Ζωές που άλλαξαν. Γιορτές που χάθηκαν. Μαύρα που φορέθηκαν και καντηλάκια π’ άναψαν, εφ’ όρου.
Οριστικά, χαριστική βολή, μετά τη δίκη του ’84-‘86, προς δικαίωση της μνήμης τους. Εφταιγαν οι φύλακες, που λείπαν’ απ’ τις θέσεις τους; Τα τουρνικέ που δεν απομακρύνθηκαν; Οι κατασκευαστικές ανεπάρκειες στα «σπλάχνα» της 7 (σκάλες χωρίς χειρολαβές, ανεπαρκής φωτισμός κ.λπ.); Η υπερφόρτωση (πάνω, είπαν, από 7.000 φίλαθλοι σ’ εξέδρα χωρητικότητας τεσσάρων); Η αστυνομία; Κι όμως, «άπαντες αθώοι!» – πρωτόδικα, μόνο, επιβλήθηκαν σε πέντε φύλακες οκτώ χρόνια καθείρξεως, αλλ’ αναιρέθηκαν στην έφεση.
Μοναδική αστική «ικανοποίηση» των οικογενειών, η αποζημίωση 5,5 εκατ. δρχ., μέσω της αύξησης της τιμής των εισιτηρίων της Α’ Εθνικής, προϊόν συνέργειας ΓΓΑ (επί Κίμωνα Κουλούρη) και ΠΑΕ Ολυμπιακός. Πρωτίστως, όμως, η αιώνια τιμή της ίδιας της «ερυθρόλευκης» φαμίλιας. Οι οργανωμένοι. Το μνημείο, έξω από το «Γ. Καραϊσκάκης». Τα μαύρα καθίσματα στη θύρα 7 του νέου γηπέδου. Το ετήσιο μνημόσυνο, με το ανατριχιαστικό προσκλητήριο νεκρών. Κι αυτές τις πέντε, άγιες λέξεις, που έκτοτε έχουν χαραχτεί σαν τατουάζ, με κόκκινο μελάνι, ανεξίτηλο, στο κύτταρο κάθε γνήσιας «ερυθρόλευκης» συνείδησης: «Αδέλφια, ζείτε, εσείς μας οδηγείτε»… Αθάνατοι…
(*) Ρήση του Νίκου Καζαντζάκη.
Απ’ την 7, πριν καν τη λήξη, κάποιοι πρώτοι αναχωρούν. Προορισμός η θύρα 2, δίπλα στον διάδρομο των αποδυτηρίων. Για ν’ αποθεώσουν τους μεγάλους νικητές. Λίγο μετά, φεύγουν και οι επόμενοι. Κι άλλοι, πιο πολλοί
Αθάνατοι
Παναγιώτης Τουμανίδης (14 ετών)
Κώστας Σκλαβούνης (16 ετών)
Ηλίας Παναγούλης (17 ετών)
Γεράσιμος Αμίτσης (18 ετών)
Γιάννης Κανελλόπουλος (18 ετών)
Σπύρος Λεωνιδάκης (18 ετών)
Γιάννης Σπηλιόπουλος (19 ετών)
Νίκος Φίλος (19 ετών)
Γιάννης Διαλυνάς (20 ετών)
Βασίλης Μάχας (20 ετών)
Ευστράτιος Πούπος (20 ετών)
Μιχάλης Κωστόπουλος (21 ετών)
Ζωγραφούλα Χαϊρατίδου (23 ετών)
Σπύρος Ανδριώτης (24 ετών)
Κώστας Καρανικόλας (26 ετών)
Μιχάλης Μάρκου (27 ετών)
Κώστας Μπίλας (28 ετών)
Αναστάσιος Πιτσόλης (30 ετών)
Αντώνης Κουρουπάκης (34 ετών)
Χρήστος Χατζηγεωργίου (34 ετών)
Δημήτριος Αδαμόπουλος (40 ετών)