Ακόμα σε θυμούνται η Σάντος και ο Πελέ!

Η τελετή, στο νέο «Γ. Καραϊσκάκης», οργανωμένη με το λούστρο που της έπρεπε. Δεν ήταν, δα, μικρό το (επικοινωνιακό) διακύβευμα: ο βασιλιάς του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, βαστώντας μια φανέλα με το «10» και έχοντας στο πλάι του Ριβάλντο και Τζιοβάνι, μέλος του Ολυμπιακού. Σαν πάντρεμα δύο θρύλων. Δύο θεών…

Τον κοίταξε. Είδε, τον κοίταζε κι αυτός. Τον πλησίασε. «Με θυμάσαι;» – «Ασφαλώς! Ακόμη έχω το σημάδι σου στο πόδι!».

Είχαν περάσει 24 χρόνια απ’ το μακρινό ’61. Ο ένας, τότε, στα 25, τοτέμ του Ολυμπιακού. Ο άλλος, είκοσι ενός, διαμάντι μαύρο, που, με νωπό το «οργιώδες» Μουντιάλ της Σουηδίας (1958), έλαμπε ήδη εκτυφλωτικά, μετατρέποντας «την μπάλα» από συλλογική πράξη σε… μονόπρακτο. Πριν γίνει ο ίδιος το συνώνυμο.

Οι πενιές του Παγιουμτζή…

Με τόσο πλούτο στα μπαγκάζια του, το να θυμόταν στο ελάχιστο έναν αντίπαλο που έτυχε να αντιμετωπίσει στα μικράτα του, μία και μοναδική φορά, σε φιλικό, σε μια χώρα (ποδοσφαιρικά) ταπεινή, που την έλεγαν Ελλάδα, έμοιαζε σε φλερτ με το παράδοξο. Κι όμως, εκείνο το μεσημεράκι του 2005, ο Πελέ τον θυμήθηκε τον Κώστα Πολυχρονίου. Ειλικρινώς. Στην καριέρα του δεν τον «έσβησαν» πολλοί. Μα, αυτός, «ο Ελληνας», ήταν ένας απ’ αυτούς. Τους λίγους, εκλεκτούς. Ορίζοντας, όχι μόνο ένα πελώριο παράσημο στην προσωπική του διαδρομή (κατά μία λαϊκή εκδοχή, τότε πρωτακούστηκε και η επική, ελληνικότατη ατάκα, «κλαίει η μάνα του Πελέ»), αλλά και μία νίκη, απ’ αυτές που οι αγγλομαθείς αποκαλούν history maker. Τομή, χρυσή, στη συλλογική ιστορία…

Λεωφόρος, 4 Ιουλίου 1961, Ολυμπιακός – Σάντος 2-1. Και το μπουζούκι του Στράτου Παγιουμτζή, πυλώνα της μυθικής «Τετράδος του Πειραιώς», στέναζε ένδοξη, ρεμπέτικη πενιά…

«Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ, που εσάρωσες τη Σάντος, την ομάδα του Πελέ…»

Κάποτε τον ρώτησαν τον Κώστα πώς το έκανε. «Είχα δει», απάντησε, «πως, αν ο Πελέ σ’ έβαζε πρόσωπο, τον έχανες. Σε πέρναγε δεξιά, αριστερά, απ’ όπου ήθελε. Είπα, λοιπόν, πως δεν τον αφήσω να πάρει με μέτωπο την μπάλα, τη διεκδικούσαμε μαζί. Ή θα την κέρδιζα εγώ ή κανείς».

Ο Κώστας Πολυχρονίου πλάι στον μεγαλύτερο βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή της ιστορίας: τον βασιλιά Πελέ

Σαρώνοντας την Ευρώπη

Οταν, λέγεται, το εξήγησε στον τότε τεχνικό του Ολυμπιακού, τον Σιμονόφσκι, ζητώντας του να γίνει η σκιά του «βασιλιά» (δίχως άλλη αρμοδιότητα), ο Τζίνα του απάντησε το αμίμητο: «Κώστα, αυτόν ούτε τρεις δεν τον κάνουν καλά! Αλλά, αφού το θες…». Για να δείτε πώς γράφεται, συχνά, η ιστορία…

«Φροντιστήριο» του Πολυχρονίου, οι προπονήσεις της Σάντος επί ελληνικού εδάφους και, βεβαίως, τα δύο φιλικά, που είχαν προηγηθεί, με ΑΕΚ (3-0, 28/6) και Παναθηναϊκό (3-2, 30/6). Ο Ολυμπιακός ήταν ο τελευταίος της ελληνικός σταθμός, αλλά και συνολικά της καλοκαιρινής της περιοδείας – προς δόξα και… δολάρια. Ο, ως τότε, απολογισμός; Δεκαοκτώ αγώνες, μόλις μία ήττα (στο Βέλγιο), συνθλίβοντας, πλην άλλων, Μπάγερν (3-2), Βασιλεία (8-2), Βόλφσμπουργκ (6-3), Ρασίνγκ (6-1, 5-4), Λυών (6-2), Μπενφίκα (6-3), Γιουβέντους (2-0), Ρόμα (5-0), Ιντερ (4-1) και Καρλσρούη (8-6).

«Μάγοι της μπάλας», έγραφαν. «Υπερομάδα, η καλύτερη του κόσμου». Με σημείο αναφοράς, το δίδυμο, μπροστά, Κουτίνιο – Πελέ (κι ακόμα, Λαέρζιο, Ζετούλιο, Λίμα, Μάουρο Ντάλμο, Ντορβάλ, Μενγκάλβιο, Ζίτο, Πέπε. η ενδεκάδα της 4ης Ιουλίου). Ομάδα ατραξιόν, του κορυφαίου ποδοσφαιριστή στον κόσμο, που, ελλείψει εικόνας, δεν την / τον έβλεπαν. άντε, μια στάλα στα «Επίκαιρα». Διάβαζαν. Ή άκουγαν. Κι όσο δεν έβλεπαν, το μυαλό (το έχει αυτό το χούι) τάιζε τον μεγεθυντικό φακό. Δίνοντας διαστάσεις μυθικές. Εξώκοσμες. Εξάνθρωπες. Με τη χρυσόσκονη του (έκτοτε «απαραίτητου») lifestyle να «μεγαλώνει» κι άλλο την εικόνα, στήνοντας ορδές δημοσιογραφικών αντίσκηνων έξω απ’ τους «Δελφούς» (το ξενοδοχείο διαμονής) για μια πληροφορία, λέξη, εικόνα. Ξύπνησε ο Πελέ; Εφαγε ο Πελέ; Ποια θεωρούσε καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη; Η σχέση του με τις γυναίκες; Μονρόε ή Μπαρντό; Του άρεσε η πλαζ της Βουλιαγμένης; Κι εκείνη δίπλα του, ποια ήταν; Σταχυολογήσεις από τα ρεπορτάζ του πενθημέρου…

Υπό αυτά τα δεδομένα, η καλή τύχη του Ολυμπιακού έμοιαζε πιότερο μ’ ανέξοδη ευχή. Δεν ήταν, άλλωστε, και στα καλύτερά του. Δίχως πρωτάθλημα την τελευταία διετία, σε μία μεταβατική περίοδο ανάμεσα στη μεγάλη ομάδα του ’50 (που έκλεινε τον κύκλο της) και τη μελλούμενη, του Μπούκοβι (1965-67). Ενα πράγμα, βαστούσε αναμμένο το καντήλι: πως ήταν… ο Ολυμπιακός!

H «θυσία»

Ωρα 09.00, η… μεγάλη Τρίτη. Υπό το φως των προβολέων και διαιτητή τον Ιωαννίδη. Η εξέδρα κατάμεστη, «κοχλάζει», από νωρίς. πάνω από 25.000 ψυχές (επίσημα, 22.868 συν άλλες… 20.000 απέξω), παρά το πανάκριβο εισιτήριο των 35 δρχ. (σε εποχή, που το μέσο μηνιάτικο άντε να έφθανε τις 1.000). Η είσοδος. Η αποθέωση. Η ενδεκάδα απ’ τα μεγάφωνα. τέρμα ο Σάββας Θεοδωρίδης, στην άμυνα, πλην Πολυχρονίου, Νίκος Καμπόλης, Μίμης Στεφανάκος, Γιάγκος Σημαντήρης, κέντρο ο Μπάμπης Κοτρίδης (στο τελευταίο ματς της σπουδαίας του καριέρας – τι αποχαιρετισμός, στ’ αλήθεια) μαζί με τους Σωτήρη Γκαβέτζο, Κώστα Παπάζογλου, Θανάση Μπέμπη και μπροστά ο «Φόντακας» (Γιώργος Σιδέρης) και ο Αντώνης Ποσειδών. Ποιος έλειπε; Ο Ηλίας Ρωσίδης. Είχε χτυπήσει στον τελικό Κυπέλλου με τον Πανιώνιο…

Εναρξη. Και γρήγορα, το «αχ». Ο Μπέμπης, ο «λευκός Πελέ» (που κάποιοι αδημονούσαν να συγκρίνουν με τον… αυθεντικό), τραυματίζεται. Πλήγμα, αποχωρεί. Στη θέση του, ο Τάσος Σουρούνης. Κρατήστε το. σαν το ’θελε η μοίρα…

Επανεκκίνηση. Κι οκτώ λεπτά μετά, με τη συμπλήρωση του 10λέπτου, η «έκρηξη». Το γέμισμα του Πολυχρονίου, ζυγισμένο. Το τελείωμα του Ποσειδώνα, σωστό. Η προσπάθεια του Λαέρτσιο, ημιτελής. Με παρατεταμένο τ’ «όμικρον», η ιαχή («γκολ») δονεί συθέμελα το γήπεδο. Και όλοι αρχίζουν να πιστεύουν. Περνώντας η ώρα, περισσότερο. Ο Ολυμπιακός ελέγχει. Ο Πολυχρονίου δεν αφήνει τον Πελέ να πάρει ανάσα («δυνατά, αλλά δίχως ποτέ να τον χτυπήσω», έλεγε πάντα). Και στο 43’…

Κοτρίδης στον Γκαβέτσο, δεξιά. Σέντρα προς τον «Φόντακα». Ο Ζετούλιο διώχνει. Αλλά λίγο έξω απ’ την περιοχή, το τόπι στρώνεται στα πόδια του Σουρούνη – ακριβώς, του αντικαταστάτη του «Πινόκιο»! Δεν το σκέφτεται, σουτάρει. «Γεμάτα». Γωνία, ψηλά. Δεν πιάνεται. Δεν πιάστηκε…

Ημίχρονο, Ολυμπιακός – Σάντος 2-0! Απίστευτο! Αδιανόητο! Η πλήρης έκσταση, σφυγμοί σε υπερωρίες. Για έναν, μοιραία. Τον 60χρονο βιομήχανο, Νίκο Καλούδη. Η καρδιά του, είπαν, δεν άντεξε την υπέρμετρη συγκίνηση. Και κόπηκε το νήμα…

Λήξ’ το… Το έληξε!

Ο Ολυμπιακός, αντίθετα, άντεξε. Παρά τη γρήγορη μείωση του Ζίτο (49’). Ορθιος, λεβέντης, σε μια μάχη που σ’ όλο το β’ ημίχρονο υπήρξε ανηλεής. Σκληρή. Συχνά υπέρμετρα, αντιαθλητική – καυτηριάστηκε η «αλλαγή πλάνου» των θυμωμένων Βραζιλιάνων, που, βλέποντας κατάφατσα την ήττα, άφησαν στην άκρη τη δανδέλα της alegria do povo (η χαρά του παιχνιδιού).

Φάνηκε, στο περιστατικό του 60’: ο Σορμάνι «μανουριάζει» με Κοτρίδη. Ο Κουτίνιο χτυπάει τον «Ψηλό». Στο… κουβάρι μπλέκονται κι άλλοι (με τον Πολυχρονίου, στη δική του παράλληλη ιστορία, ν’ αγκαλιάζει τον Πελέ, «για να μην μπλέξει, τον είχα σα θεό!»), ενώ η αστυνομία παλεύει να απομακρύνει κάποιους, λίγους, που εισέβαλαν στο γήπεδο.

Οταν η τάξη αποκαταστάθηκε, ο Κουτίνιο είχα αποβληθεί και στη θέση του (ματωμένου) Κοτρίδη, είχε περάσει ο Σπετσέρης. Τι άλλαξε; Τίποτα! Εκνευρισμός, παίκτης λιγότερος, ο Πελέ στα όρια του… άφαντου – ώσπου αποχώρησε, προδήλως «φορτωμένος» (82’). Οπως να το ’ψαξε η Σάντος, όχι απλά δεν βρήκε λύση, μα, στάθηκε και τυχερή που γλίτωσε το… τρίμπαλο, όταν στο 75’ ο Σιδέρης «σημάδεψε» δοκάρι!

Πέντε ακόμα… Δύο ακόμα… «Λήξ’ το!»… Εληξε! Δύο – Ενα…

Δεν κοιμήθηκε η Ελλάδα

Το τι ακολούθησε, απερίγραπτο. Μέσα στο γήπεδο. Κι εκτός… Τα μεγάλα διεθνή πρακτορεία τηλεγραφούν, τα ραδιόφωνα του κόσμου μεταδίδουν. η υφήλιος συγκλονίζεται.

Στα δημοσιογραφικά γραφεία, οι πένες… πιάνουνε φωτιά. Για «τη μεγαλειώδη προσπάθεια της πρώτης ομάδας της χώρας», που «δόξασε την Ελλάδα, αναδειχθείς εις αληθή γίγαντα του παγκοσμίου ποδοσφαίρου» («Φως») και τους «τρομακτικούς σε δύναμι άσσους μας», που «εσκόρπισαν ρίγη συγκινήσεως και εθνικής υπερηφάνειας», υποχρεώνοντας «το συγκρότημα του Πελέ, που εσάρωσε την Ευρώπη, στην πρώτη ήττα υπό την πλήρη συγκρότησίν του» («Αθλητική Ηχώ»).

Δεν κοιμήθηκε η Ελλάδα εκείνο το βράδυ του Ιουλίου. Ξεχύθηκε σε δρόμους, γειτονιές – απ’ την Ομόνοια ως κάτω, Πασαλιμάνι – Φρεαττύδα. Γέμισε με σημαίες μπαλκόνια και παράθυρα. Βούτηξε σε σιντριβάνια και σε θάλασσες. Ξέχασε φώτα αναμμένα, τ’ αμάξια με την κόρνα πατημένη. Και στο λιμάνι, φουγάρα ούρλιαζαν σφυρίγματα σαν ύμνους, μεγαλείου και θριάμβου. Κατακόκκινου…

Δυο μέρες έπειτα. Δυο φωτογραφίες εφημερίδας, κομμένες κάπως άτσαλα, στέκαν’ κολλημένες στον ασβεστωμένο τοίχο μιας ολόκληρης πατρίδας. Στη μία, δέσποζε «ο γίγας Μίμης Στεφανάκος», ο «ημίθεος». Στην άλλη, σ’ έναν άτυπο, προσωπικό γύρο θριάμβου, στους ώμους συμπαικτών του και φιλάθλων, ο Πολυχρονίου, «διαλύσας τον Πελέ». «Με θυμάσαι;» – «Ασφαλώς! Ακόμη έχω το σημάδι σου». Μα, όχι στο πόδι. Στη μεγάλη, αλέγρα του ψυχή…