Ανήσυχος αλλά και… γοητευμένος

Αν ζούσε σήμερα ο Παύλος Μπακογιάννης, πιστεύω ότι θα είχε κάθε λόγο να αισθάνεται ανήσυχος. Οχι για τις επιμέρους πολιτικές διαφωνίες ή για τη σφοδρότητα της αντιπαράθεσης – αυτά είναι φυσικά και θεμιτά στη Δημοκρατία. Αλλά για την απουσία ουσιαστικού διαλόγου.

Αυτή η βαθιά κρίση επικοινωνίας στην πολιτική έχει σοβαρές συνέπειες. Ο κόσμος απομακρύνεται από την πολιτική γιατί δεν βλέπει διάθεση για συζήτηση ουσίας για τα θέματα που τον αφορούν. Η κοινωνία κατατέμνεται και κατακερματίζεται. Ο δημόσιος λόγος θρυμματίζεται και καταναλώνεται σε σοσιαλμιντιακές «μπουκιές». Ο καθένας μιλά μόνο στο ακροατήριό του, αποφεύγοντας κάθε επαφή με την αντίθετη άποψη. Ετσι τρέφεται ο λαϊκισμός, ενισχύονται τα άκρα, διαβρώνεται η πολιτική εμπιστοσύνη.

Ομως οι αντίπαλοί μας είναι – ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι – η πολιτική μας προίκα. Δεν είναι εχθροί, είναι θεσμικοί συνομιλητές. Και το να συνομιλείς με τον άλλον δεν είναι αδυναμία. Είναι καταστατική υποχρέωση. Είναι η βάση κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος. Διάλογος άλλωστε δεν σημαίνει αναγκαστικά συμφωνία ή συναίνεση. Σημαίνει όμως αναγνώριση της ανάγκης να βρεθεί κοινό έδαφος. Προσπάθεια ενσωμάτωσης μιας πολιτικής πρότασης. Ή και αντίκρουση θέσεων – ακόμη και παραλόγων – με επιχειρήματα. Σημαίνει σεβασμό στον δημοκρατικό ρόλο του άλλου, ακόμα κι όταν διαφωνείς ριζικά μαζί του.

Για να είμαστε ειλικρινείς, η κρίση αυτή είναι πάνω από όλα θεσμική. Το πολιτικό μας σύστημα με τη δομή του, καθιστά μονόδρομο την πόλωση ως μέσο ανάδειξης της διαφορετικής φωνής, συχνά της ίδιας της πολιτικής ύπαρξης. Ακόμα και στο εσωτερικό των κομμάτων, όμως, ο διάλογος είναι επιφανειακός, συχνά ανύπαρκτος. Η πρόταση για εσωκομματική δημοκρατία παραμένει τόσο μακρινή όσο όταν την είχε διατυπώσει ο Παύλος Μπακογιάννης, στα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Σήμερα όμως η συνεννόηση αποκτά μεγαλύτερη αξία από ποτέ. Σε έναν κόσμο όπου το πολιτικό Κέντρο υποχωρεί και τα άκρα κερδίζουν έδαφος, η ικανότητα για πολιτικές συνθέσεις είναι όρος δημοκρατικής επιβίωσης. Οι πραγματικές αλλαγές, εκείνες που αφήνουν αποτύπωμα στην κοινωνία και στους θεσμούς, απαιτούν ευρείες συναινέσεις. Απαιτούν πολιτική τόλμη. Αυτό είναι που ζητά σήμερα η κοινωνία, αυτή ήταν η πεμπτουσία του πολιτικού λόγου του Παύλου Μπακογιάννη.

Τώρα, έχουμε μπροστά μας σημαντικές ευκαιρίες να αλλάξουμε αυτή τη συνθήκη. Η επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση μπορεί και πρέπει να γίνει πεδίο συνεννόησης. Οχι απλώς αλλαγής άρθρων, αλλά επαναφοράς της εμπιστοσύνης στον θεσμικό διάλογο. Μια ευκαιρία αναστοχασμού – όχι μικροπολιτικού παζαριού. Και εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: ο Παύλος Μπακογιάννης δεν πίστευε στη συναίνεση ως ευχολόγιο. Την έβλεπε ως εργαλείο πολιτικής σταθερότητας και προόδου – ειδικά σε στιγμές μετάβασης όταν η διεθνής αναταραχή δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Και σήμερα, ζούμε μια τέτοια στιγμή.

Το 2027, όταν οι αναλυτές σε όλο τον κόσμο προβλέπουν γεωπολιτική αστάθεια και πιθανότατα έναν νέο υφεσιακό κύκλο, το χειρότερο σενάριο για τη χώρα είναι να βρεθεί ακέφαλη και ακυβέρνητη. Αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία ή αν τα κόμματα δεν αποκτήσουν κουλτούρα συνεργασίας, υπάρχει ο κίνδυνος να «ιταλοποιηθεί» το πολιτικό μας σύστημα: συνεχείς εκλογές, ασταθείς κυβερνήσεις, πολιτική ασφυξία. Και δεν είναι απλώς ένα υποθετικό σενάριο – έχουμε κακά προηγούμενα.

Η Ελλάδα έχει καταφέρει, με τεράστιο κόστος, να βγει από τις κρίσεις της προηγούμενης δεκαετίας. Ομως, την ώρα που θα έπρεπε να χτίζει σε στέρεες βάσεις, κινδυνεύει να υπονομεύσει τα πάντα σε ένα φαύλο κύκλο τοξικότητας και παράλυσης. Κι ενώ άλλες χώρες, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, βρήκαν τρόπους συνεννόησης και βγήκαν από τα μνημόνια νωρίτερα και πιο δυναμικά από εμάς, εμείς παλεύουμε ακόμα με τα βασικά: να μιλήσουμε ο ένας με τον άλλον.

Δεν μπορούμε να απαιτούμε από την κοινωνία νηφαλιότητα, όταν οι πολιτικές δυνάμεις δεν δίνουν το παράδειγμα. Αν η συνεννόηση απουσιάζει από τη Βουλή, τα κόμματα, τα πανεπιστήμια και τα μέσα ενημέρωσης, τότε είναι αναμενόμενο να απουσιάζει και από την κοινωνία. Οσο ο διάλογος παραμένει προσχηματικός, τόσο η πολιτική θα χάνει την αξία της και οι πολίτες την πίστη τους σε αυτήν.

Αν ζούσε ο Παύλος Μπακογιάννης, ναι, θα ήταν ανήσυχος, πιστεύω όμως ότι θα ήταν και γοητευμένος από το μέγεθος της ευκαιρίας. Θα έβλεπε μέσα στο θολό τοπίο της πολιτικής συγκυρίας ένα πεδίο αναγέννησης της πολιτικής. Οι πολιτικές του πεποιθήσεις άλλωστε ήταν αποτέλεσμα των μεγάλων προκλήσεων της γενιάς του. Σφυρηλατήθηκαν μέσα στον Εμφύλιο και στη χούντα. Ηταν τέκνα της ανάγκης, όχι της οργής. Και της αυτοπεποίθησης πως ένα καλύτερο μέλλον είναι εφικτό.

Την ανάγκη αυτή θα έβλεπε και σήμερα. Και από αυτήν θα καθοδηγούνταν το όραμά του, που παραμένει διαχρονικά επίκαιρο. Αν ζούσε λοιπόν σήμερα, δεν θα φώναζε. Θα ξεκινούσε ακούγοντας. Και θα μας προσκαλούσε να κάνουμε το ίδιο.