Απλά μαθήματα Ελληνικών

Εμείς οι δημοσιογράφοι πάντα ήμασταν στο στόχαστρο. Για τον απλό, απλούστατο λόγο ότι κάνουμε ένα επάγγελμα που οι περισσότεροι πολίτες θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν καλύτερα από εμάς. Πώς γράφουν οι ίδιοι καθημερινά στα σόσιαλ; Ε, πιστεύουν ότι είναι ακριβώς το ίδιο να γράφεις κάθε μέρα στην εφημερίδα, να έχεις την αρχισυνταξία ή να συμμετέχεις σε μια καθημερινή εκπομπή. Μέχρι να καταλάβουν ότι δεν είναι, ο κάθε Κανάκης θα βγαίνει και θα καταφέρεται υβριστικά εναντίον του κλάδου και ο κάθε τραγουδιστάκος θα προτρέπει να βάλουν δημοσιογράφους σε νεκρόσακους και «τρένα». Εντάξει, μωρέ, πρώτη φορά είναι; Δεν θυμάμαι τα χρόνια των Μνημονίων που οι μισοί από εμάς ήμασταν «καταζητούμενοι»; Δεν ξέρω ότι, ειδικά σε περιόδους κρίσης, αυτή η άποψη καλλιεργείται στην κοινή γνώμη από συγκεκριμένα κόμματα, προσπαθώντας έτσι να κεφαλαιοποιήσουν τον γενικό θυμό; Θα ξεχάσω ότι στην πρώτη επέτειο της Πρώτη Φορά Αριστεράς, στο γήπεδο του Τάε Κβον Ντο, προβάλλονταν στη γιγαντοοθόνη φωτογραφίες «αντιφρονούντων» δημοσιογράφων και από κάτω οι συγκεντρωμένοι γιούχαραν εν είδει ρωμαϊκής αρένας;

Αυτά δεν με πειράζουν. Ας πούμε ότι τα θεωρώ ως το κόστος μιας επιλογής. Εκείνο που με προβληματίζει ωστόσο είναι ότι εμείς οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι ερμηνεύουμε κατά περίσταση κάποια από τα αυτονόητα του επαγγέλματός μας. Στο προχθεσινό του άρθρο στα «ΝΕΑ», ο Γιάννης Πρετεντέρης αναρωτιόταν πότε η Δικαιοσύνη θα καλέσει τους «πραγματογνώμονες» ή «εμπειρογνώμονες» ή «δημοσιογράφους» ή «εμπλεκόμενους» ή «παρουσιαστές» ή «δικηγόρους» ή «ενδιαφερόμενους παντός είδους» να διευκρινίσουν και να αποδείξουν ενώπιόν της όσα έχουν ισχυριστεί. Και αυτό, από κάποιους συναδέλφους μας, ερμηνεύτηκε ως λογοκρισία. Είμαστε με τα καλά μας;

Ας δούμε λοιπόν απ’ την αρχή κάποιες βασικές ερμηνείες λέξεων και εννοιών. Η λογοκρισία αφορά τον εκ των προτέρων έλεγχο κειμένων, την απαγόρευση δημοσίευσής τους ή την επιβολή κυρώσεων εξαιτίας της δημοσίευσης. Φαντάζομαι ότι ως εδώ συμφωνούμε. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αν εγώ, που είμαι δημοσιογράφος, αναφερθώ σε στοιχεία για μια υπόθεση που βρίσκεται στον δρόμο προς τη Δικαιοσύνη, δεν θα πρέπει να κληθώ για να τα καταθέσω. Αλλιώς τι; Ταμπουρώνομαι πίσω από τη δημοσιογραφική ιδιότητά μου, εξαπολύω δημόσια κατηγορίες δεξιά και αριστερά, ακόμη και για ανθρωποκτονία, και, όταν με καλέσουν για να τις στοιχειοθετήσω, φωνάζω «Λογοκρισία, λογοκρισία»; Κάτι τέτοιο μοιάζει χειρότερο και από τη βουλευτική ασυλία. Τα στοιχειώδη ελληνικά λένε ότι άλλο η ελευθερία του λόγου και άλλο το ακαταδίωκτο. Κατάργηση ελευθερίας του λόγου είναι η κλήση της Σοφίας Γιαννακά από το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ διότι η γνώμη της δεν «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις» του κοινού αισθήματος. Αυτό είναι λογοκρισία. Την οποία ωστόσο υποστηρίζουν οι ίδιοι που θεωρούν ότι λογοκρισία είναι η κατάθεση στοιχείων τα οποία σχετίζονται με υπόθεση που έχει πάρει τον δρόμο προς τη Δικαιοσύνη. Μήπως μπερδεύτηκαν;

Α λα καρτ

Θεωρώ ότι δεν πρόκειται περί μπερδέματος αλλά για την επιτομή της α λα καρτ ερμηνείας στον δημόσιο λόγο. Πάμε λοιπόν από την αρχή. Η ελεύθερη έκφραση και η καταγραφή της γνώμης κάποιου, ιδιαίτερα του δημοσιογράφου, είναι, για τη δημοκρατία, βασικός πυλώνας. Η συνειδητή υποστήριξη όμως ενός μυθεύματος (για να θυμηθούμε και το Μαράκι του Εβρου, για το οποίο κάποιοι δημοσιογράφοι είχαν βρει μέχρι και τις συντεταγμένες του σημείου του εγκλήματος) δεν είναι γνώμη. Είναι παραπληροφόρηση, κάτι που βρίσκεται στον αντίποδα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

Και κάτι ακόμη. Η ανακρίβεια δεν είναι παραπληροφόρηση. Η πρώτη είναι, συνήθως, ασυνείδητη, η δεύτερη είναι απολύτως συνειδητή. Επαναλαμβανόμενες ανακρίβειες όμως χτίζουν το οικοδόμημα της παραπληροφόρησης και από εκεί και πέρα ο δρόμος προς την προπαγάνδα είναι ορθάνοιχτος. Αυτά όμως ισχύουν για τους δημοσιογράφους. Διότι θυμήθηκα και τον κύριο Λακαφώση, ο οποίος, αναφερόμενος στα πορίσματά του, είπε στην εκπομπή του Γιώργου Λιάγκα: «Εγώ αυτά λέω και όσοι θέλουν με πιστεύουν». Η επιστήμη όμως δεν έχει να κάνει με πίστη αλλά με γνώση κατόπιν αποδείξεων.