
Στη μητέρα μου άρεσε πολύ το Θέατρο, στον πατέρα μου η επιθεώρηση, ειδικά το μπαλέτο. Οι χορεύτριες πιο συγκεκριμένα.
Δεν θα είχα κλείσει τα τρία όταν πήγαν κι εμένα πρώτη φορά. Θέατρο Βέμπο, και μόλις άνοιξε η αυλαία «Βίρα τις άγκυρες» έβαλα πλώρη για ηθοποιός. Από τότε και μεγαλώνοντας σιγά σιγά, έβλεπα κι αν έβλεπα θέατρο, έφτασα στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου (Λυκείου τώρα) να έχω δει 22 παραστάσεις τη σεζόν. Το θέατρο με το κουτάλι που λένε.
Κοιτάζοντας πίσω, βλέπω να ζωντανεύουν και να ανακλαδώνονται στη μνήμη μου παραστάσεις, ηθοποιοί, σκηνικά, κοστούμια, ήχοι με μουσικές εξαίσιες με φωνές. «Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα».
Απ’ τη μια μεριά με ωφέλησε σαν ηθοποιό αλλά απ’ την άλλη με καθυστέρησε να βρω το προσωπικό μου στίγμα. Αν το βρήκα ποτέ. Βλέπεις η πλατεία απ’ τη σκηνή δεν απέχει μερικά μέτρα. Απέχει πολλά χρόνια.
Εχω προλάβει όμως να δω από πολύ μεγάλους ηθοποιούς μέχρι σπουδαίους, αδιάφορους και σημαντικούς κι ασήμαντους. Κι όλο το ρεπερτόριο. Εχω αξιωθεί να δω την Παξινού στους Βρικόλακες, Μπερνάρντα Αλμπα και Κλυταιμνήστρα, τον Χορν στο «Ημερολόγιο ενός τρελού» και τον «Ιβάνωφ» του Τσέχωφ, ακόμα έχω προλάβει τον Κουν να παίζει στην «Ανδόρα» του Φρις και στο «Ο παγοπώλης έρχεται» του Ο’ Νιλ. Τον Μινωτή «Οιδίποδα επί Κολωνώ» αλλά και στο «Ταξίδι της μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα», τη Λαμπέτη στο «Λεωφορείον ο Πόθος» (δεν περπάταγε. Ιπτατο), αλλά και τόσους άλλους, απ’ τον Μυράτ με τον Ζουμπουλάκη στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλλο με εξαίσια μουσική του Χατζιδάκι (μάλιστα ένα κομμάτι απ’ αυτήν την παράσταση έχει συμπεριλάβει στο δίσκο «Το χαμόγελο της Τζοκόντα» που έκανε στην Αμερική με παραγωγό τον Κουίνσι Τζόουνς) μέχρι την Ελσα Βεργή. Ο Χορν κάνοντας αυτό που ο ίδιος ονόμαζε επιεικώς χιούμορ, όταν του είπαν πως η Βεργή κάνει τεράστια επιτυχία με το «Χωρίς Οργή» είπε «Σωστά γιατί ο κόσμος διαβάζει “Χωρίς Βεργή”». Παρ’ όλα αυτά στη Βεργή χρωστάμε την πρώτη σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη στην Ελλάδα με το «Μπαλκόνι» του Ζενέ. Ο Βολανάκης ζούσε στο Λονδίνο όπου είχε ανεβάσει «Βάκχες» με Πενθέα τον Σον Κόνερι (με τον οποίο ήταν και συγκάτοικοι. Μόνο) και τις τηλεοπτικές «Δούλες» του Ζενέ με την Γκλέντα Τζάκσον.
Εχω την τύχη να δω και ανάλογους άγγλους ηθοποιούς μεγάλου μεγέθους. Τον Ιαν ΜακΚέλεν στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», τη Μάγκι Σμιθ, την Τζούντι Ντενς, τον Κέβιν Σπέισι στην Επίδαυρο «Ριχάρδο Γ’», θέλω να πω πως ως θεατής είμαι «αργασμένο τομάρι». Δύσκολα με κοροϊδεύεις, κι ακόμα πιο δύσκολα παραδίδομαι.
Κι όμως έπρεπε να έρθει αυτή η παράσταση του «Γλάρου» του Τσέχωφ από τον Τόμας Οστερμάγιερ με την Κέιτ Μπλάνσετ στο ρόλο της μαντάμ Αρκάντιν, για να με ξανακάνει αθώο θεατή και άδολο.
Για να είμαι ειλικρινής (που σπάνια είμαι στο θέατρο για να μην πληγώσω συναδέλφους) όχι τόσο απ’ την παράσταση (παρ’ όλο που είχε φοβερό ενδιαφέρον και στιγμές υψηλής θερμοκρασίας) όσο για την ερμηνεία της Πρωταγωνίστριας.
Μάλλον δεν ήταν ακριβώς ερμηνεία, τουλάχιστον με τον τρόπο που την ξέρουμε ως τώρα. Επί δυόμισι ώρες στη σκηνή η Μπλάνσετ κλαίει, γελάει, τρέχει, χορεύει, σπαράζει, κοροϊδεύει, και καταφέρνει το ακατόρθωτο. Δεν ερμηνεύει τον χαρακτήρα, δεν τον «Ενσαρκώνει» που λέγαμε παλιά, ούτε καν δεν είναι ο ρόλος. Γράφει το ρόλο. Εκείνη την ώρα γράφει μπροστά στα μάτια σου το ρόλο και τον γεννάει χωρίς πόνους και κραυγές αλλά με το αλφαβητάρι της ποίησης και του ονείρου. Ο ρόλος, ο χαρακτήρας, η μαντάμ Αρκάντιν βγαίνει για πρώτη φορά στον κόσμο, λάμπει σαν άστρο και κάνει την παρθενική του τροχιά στο κέντρο της ψυχής σου.
Η Κέιτ Μπλάνσετ δεν ανοίγει νέους τρόπους ερμηνείας (εμπεριέχοντας συγχρόνως και όλους τους παλιούς) αλλά σε κάνει κι εσένα να ξαναπιστέψεις στο θαύμα, να ξαναγίνεις παιδί που βλέπει για πρώτη φορά θέατρο και να ξαναπείς, να φωνάξεις τραγουδώντας, «Βίρα τις άγκυρες».
Χαιρετώ απ’ την κουπαστή.