Αύξηση και ενίσχυση των μετώπων «ειρηνικής πίεσης» της Τουρκίας

H ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας (Great Sea Interconnector) δεν θα έχει μόνον αδιαμφισβήτητες θετικές συνέπειες για την Κύπρο και την Ελλάδα: σύνδεση του ηλεκτρικού δικτύου της Κυπριακής Δημοκρατίας με το τεράστιο ηλεκτρικό δίκτυο της Ευρώπης, διευκόλυνση του ευρύτερου στόχου της ενεργειακής μετάβασης και ενίσχυση του γεωπολιτικού αποτυπώματος Ελλάδας και Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι τυχαίο ότι καθιστώντας τις δύο χώρες σταθερούς ενεργειακούς κόμβους που μπορούν να υποστηρίξουν ευρύτερους ενεργειακούς σχεδιασμούς, κυρίως σε σχέση με την ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία, το συγκεκριμένο έργο έτυχε άμεσης υποστήριξης από την ΕΕ, η οποία και ανέλαβε με ποσό 657 εκατ. ευρώ (την υψηλότερη μέχρι σήμερα χρηματοδότηση) μέρος της κατασκευής του.

Είναι αναμφίβολα σημαντικό ότι η υποστήριξη και ουσιαστική εμπλοκή της ΕΕ στην υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο – ειδικότερα τις προβλέψεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) – ενισχύει το στοιχείο της «εξωτερικής νομιμοποίησης» της ελληνικής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας (βασικής προϋπόθεσης για την επιτυχία οιασδήποτε ελληνικής πρωτοβουλίας). Ομως η «εξωτερική νομιμοποίηση» που χαρακτήριζε το συγκεκριμένο «ευρωπαϊκό έργο» δεν απέτρεψε την Τουρκία από το να προβεί το καλοκαίρι του 2024 σε δυναμικές κινήσεις παρεμπόδισης της υλοποίησής του.

Για αυτό και η πρόσφατη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στο Ισραήλ στόχευε – μεταξύ άλλων – στη «συμπλήρωση» του στοιχείου της «εξωτερικής νομιμοποίησης» που συνεπάγεται η στήριξη (οικονομική και πολιτική) της ΕΕ με την αποτρεπτική ισχύ που επιφέρει η συμμετοχή του Ισραήλ στην υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου. Παρότι τα νέα δεδομένα δεν εξασφαλίζουν δυναμική στρατιωτική εμπλοκή του Ισραήλ σε ενδεχόμενη επιλογή του κ. Ερντογάν να παρεμποδίσει την υλοποίηση του έργου, εντούτοις αυξάνουν την πίεση προς την Τουρκία και λειτουργούν αποτρεπτικά στην απόφαση του τούρκου προέδρου να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο (πέραν εκείνου στη Συρία) με τον απρόβλεπτο, αδίστακτο και εξαιρετικά δύσκολα διαχειρίσιμο ισραηλινό πρωθυπουργό. Επιπρόσθετα, αν και δευτερευόντως σε σχέση με το Ισραήλ, αποτρεπτικά αναμένεται να λειτουργήσει και η παρουσία γαλλικών ναυτικών μονάδων επιφανείας στην περιοχή όπου την έρευνα για την πόντιση του καλωδίου θα διεξάγει εντός των επόμενων εβδομάδων η γαλλική εταιρεία Nexans.

Την πίεση προς την Τουρκία αυξάνει επίσης η δημιουργία ενός ακόμη μετώπου που συνεπάγεται το ενδιαφέρον δύο αμερικανικών κολοσσών εξόρυξης υδρογονανθράκων – προφανώς σε πλήρη γνώση και με στήριξη της διοίκησης Τραμπ – για τη διεξαγωγή ερευνών νότια της Κρήτης και με τρόπο που θέτει σε αμφισβήτηση το τουρκολιβυκό μνημόνιο ενώ και η κυβέρνηση της Λιβύης δείχνει (μετά την πρόσφατη απόφασή της να προκηρύξει διεθνή διαγωνισμό γιαθαλάσσια οικόπεδα ΝΔ της Κρήτης) να αποδέχεται τα εξωτερικά όρια της ελληνικής ΑΟΖ που μονομερώς και στη βάση της «μέσης γραμμής» είχε θέσει η Ελλάδα με τον «Νόμο 4001/2011» (γνωστό ως «Νόμο Μανιάτη»).

Συνακόλουθα, ο τούρκος πρόεδρος βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με παράλληλη πίεση τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό, ειδικά μετά τη φυλάκιση του βασικού πολιτικού του αντιπάλου και τις δραματικές συνέπειες που αυτή προκάλεσε στην οικονομική και πολιτική σταθερότητα της Τουρκίας. Είναι ενδιαφέρον ότι κοινός παρονομαστής των δύο αυτών πιέσεων είναι η διεθνής νομιμότητα· ειδικότερα οι προβλέψεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) όσον αφορά στο εξωτερικό μέτωπο και ο σεβασμός του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσον αφορά στο εσωτερικό μέτωπο. Η αύξηση και ενίσχυση των μετώπων «ειρηνικής πίεσης» υποχρεώνουν τον τούρκο πρόεδρο να ξανασκεφτεί πολύ σοβαρά εάν θα επιλέξει να επαναλάβει παράνομες και προκλητικές κινήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, πολύ περισσότερο έναντι εγχειρημάτων που συνδυάζουν υψηλό βαθμό «εξωτερικής νομιμοποίησης» με αναβαθμισμένη αποτρεπτική ισχύ, όπως ακριβώς συμβαίνει με το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας.

Ο Παναγιώτης Τσάκωνας είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του προγράμματος Ασφάλειας και Εξωτερικής Πολιτικής στο ΕΛΙΑΜΕΠ