Βιλανέλα για τον θόρυβο και την ησυχία

Ρώτησαν κάποτε προκλητικά τον γέροντα Παΐσιο γιατί δεν προσφέρει το έργο του στην πόλη και προτιμά να ασκητεύει στον Αθω. Εκείνος εξήγησε ότι στον στρατό υπηρέτησε στις διαβιβάσεις όπου έμαθε πως το καλό σήμα το πιάνεις στο ύψωμα, μακριά από αστικά παράσιτα. Ζούμε σε μια κοινωνία με πολλή ηχορρύπανση και εικονορρύπανση που χειραγωγούν τις αισθήσεις, τη λογική και τις προτεραιότητές μας. Οι έξωθεν προκλήσεις είναι τόσο πειστικές, ώστε υφαρπάζουν ουσιαστικά την ελευθερία μας και διασπούν την προσωπικότητά μας· άλλα σκεπτόμαστε, άλλα επιθυμούμε, άλλα πράττουμε και περί «άλλα» τυρβάζουμε. Αυτά τα «άλλα» είναι ρινίσματα ανόητων στόχων ζωής, οι οποίοι αφορούν την αυταπάτη μιας δήθεν καταξίωσής μας· και η αυταπάτη αυτή υποδεικνύει ως κίνητρο τις αποφάσεις μας εντονότερα από τη libido.

Δεν ζήλεψα και δεν ζηλεύω κάτι στη ζωή μου, ούτε σπίτια, ούτε αυτοκίνητα, ούτε ανθρώπους, ούτε χρήματα. Για μένα επίζηλος κατάσταση είναι η ησυχία· αποζητώ τη σιωπή. Ακόμη και ως εικοσιπεντάχρονος, αλωνίζοντας τις παραλίες της νότιας Κρήτης με το εντούρο του δικού μου Γέροντα, αναζητούσα την υπήνεμη παραλία, την ηρεμία κάτω από το αλμυρίκι, τη νωχέλεια του τζίτζικα και τα μεσοδιαστήματα, όταν αποκαμωμένος προσώρας σταματούσε να τραγουδάει «Ζει και ζει και ζει… ο βασιλιάς ο ήλιος ζει». Κι οπόταν η θάλασσα φούσκωνε από την όστρια κι έσκαγε στα βράχια, χαιρόμουν το φύσημα του νοτιά και διάβαζα ποιήματα ή έδενα τα χέρια πίσω από το κεφάλι με τα μάτια κλειστά και άδειαζα το μυαλό μου. Μεγαλώνοντας δυσκόλεψε πολύ το άδειασμα του νου, καθώς μπορούσα να διακρίνω τον κακομαθημένο, τον κακοπροαίρετο, τον μεγαλομανή, τον κακοήθη, τον δύστροπο. Διαπίστωνα ότι η εμμονή μου στην ησυχία και στη σιωπή σχεδόν απαιτούσε από τους άλλους να την αποδεχτούν πάση θυσία, ενώ πλέον θεωρώ με βεβαιότητα ότι την εκλαμβάνουν ως κουσούρι.

Μεγαλώνοντας αναγκάστηκα να μιλήσω πολύ· πάντως, όχι τόσο πολύ όσο έπρεπε. Αναπόφευκτα φαίνομαι ανεξήγητα δύστροπος, επειδή δεν αρέσκομαι στα πολλά λόγια. Σιωπούσα ή απομακρυνόμουν από μια συζήτηση, επειδή δεν είχα την υπομονή να επιχειρηματολογήσω για να εξηγήσω την πράξη ή την επιλογή μου. Ετσι, λοιπόν, συνήθως σιωπώ· δεν εξηγώ, οπότε παρεξηγούμαι λόγω αυτής της σιωπής, επειδή ακριβώς βαριέμαι να εξηγήσω γιατί επέλεξα να ενεργήσω έτσι κι όχι αλλιώς. Παραμένω παρεξηγημένος και κλείνω τα μάτια, οσφραίνομαι τον αγέρα, αναγνωρίζω σαν θηρευτής το ιώδιο της θάλασσας· φτάνω να κολυμπήσω ως εκεί που δεν ακούγονται φωνές από την παραλία· θέλω αχινούς να τους γευτώ με λεμόνι κι ένα κουταλάκι, να ρουφήξω λίγες σταγόνες θάλασσα που τους μεγάλωσε. Ησυχάζω, πίνω κρύο νερό από την πηγή στον βράχο, ακούω το σύρσιμο του σκαθαριού στα πεσμένα φύλλα, μυρίζω τα σύκα που αρχίζουν να σκάνε, έχω αποκλείσει κάθε πηγή μελωδίας, λόγου ή μουσικής, πλην των ήχων της φύσης· καμιά φορά θέλω να βλέπω με μάτια κλειστά το υπερηχογράφημα του τοπίου πέρα μακριά, ολούθε γύρω. Θέλω να συνεννοούμαι μέσω της σιωπής, χωρίς λόγια, ούτε καν με το βλέμμα· θέλω να μετουσιωθώ σε σιωπή και, συνάμα, να αποκτήσω τα απαραίτητα εργαλεία ανάλυσης των γρήγορων κινήσεων της πεταλούδας και της μέλισσας, να τις καθιστώ βραδείες και αργές κατά το δοκούν, ώστε να τις κατανοήσω…

Τούτη η επιθυμία με εξοστρακίζει αλλεπάλληλα από την ιδεατή χώρα της ησυχίας και της σιωπής, καθώς αρχίζει η απορία να τρώει τα σωθικά του μυαλού μου, το κάθε παιδικό «γιατί» και οι κάθε λογής ερωτήσεις με ξεσηκώνουν· ανοίγω τα μάτια, παρατηρώ άγρυπνος ό,τι συμβαίνει, πασχίζω να καταλάβω το απερινόητο, το σύμπαν, τον θυμό, την αγάπη, τον Θεό, και μάλλον θα πεθάνω αν-ήσυχος, σε διαρκή εγρήγορση, όση επιτρέπουν τα γεράματα· μια εγρήγορση, όμως, την οποία επιδιώκω να συζεύξω με την ησυχία και τη σιωπή. Κλείνω τα μάτια για τον απαραίτητο αναστοχασμό και όλα σωριάζονται, όπως στη βιλανέλα της Σίλβια Πλαθ· η σύζευξη είναι αδύνατη.

Ο Κώστας Θεολόγου είναι καθηγητής ΕΜΠ και διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου στο ΕΜΠ