Διεθνής Τύπος: Εμπορικοί πόλεμοι, συνεχιζόμενες εντάσεις και αμυντικές προκλήσεις απασχολούν τους διεθνείς αναλυτές

Η προοπτική μιας νέας εποχής προστατευτισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, με την απειλή σαρωτικών δασμών, αποτέλεσε το κυρίαρχο θέμα που απασχόλησε τον διεθνή Τύπο την περασμένη εβδομάδα.

Από τις οικονομικές αναταράξεις που προμηνύονται για συμμάχους όπως ο Καναδάς και η Ιαπωνία, μέχρι τις ανησυχίες για έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο που θυμίζει σκοτεινές περιόδους της ιστορίας, αναλυτές εξέτασαν τις ευρύτερες συνέπειες αυτής της πολιτικής. Παράλληλα, η επικαιρότητα εστίασε στις συνεχιζόμενες εντάσεις στη Μέση Ανατολή, με φόντο την παγωμένη ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου, την κλιμάκωση στη Γάζα και τις διπλωματικές κινήσεις γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Επίσης, τέθηκαν ερωτήματα για την ευρωπαϊκή αμυντική επάρκεια απέναντι σε περιφερειακές συγκρούσεις, όπως αυτή στην Ερυθρά Θάλασσα, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία παρέμεινε στο επίκεντρο με συζητήσεις για πιθανές διαπραγματεύσεις και την επόμενη μέρα της σύγκρουσης.

Ο Τύπος της Δύσης

Ο Rowan Scarborough στο άρθρο του με τίτλο «Οι ναυτικές δυνάμεις της Ευρώπης δεν αποτελούν αντίπαλο για τη ναυτική ισχύ των Χούθι» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Washington Times την 1η Απριλίου, αποκαλύπτει ότι οι ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τους Χούθι της Υεμένης. Σύμφωνα με διαρροές συνομιλιών του αμερικανικού πολεμικού συμβουλίου στο Signal, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στερούνται τεχνολογικής ισχύος για να νικήσουν τους τρομοκράτες και να ανοίξουν ξανά την Ερυθρά Θάλασσα στην εμπορική ναυσιπλοΐα. Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μάικλ Γουόλτς δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «οι ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις δεν διαθέτουν τη δυνατότητα αντιμετώπισης των εξελιγμένων αντιπλοϊκών πυραύλων και drones που χρησιμοποιούν οι Χούθι». Το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, παρά τους ισχυρισμούς του, έχει συρρικνωθεί σε 29.000 προσωπικό από 38.880 πριν από 15 χρόνια, και διαθέτει 62 πλοία επιφανείας και υποβρύχια, από τα 76 που είχε πριν μια δεκαετία. Αντιθέτως, το Ιράν έχει εξοπλίσει τους Χούθι με προηγμένα όπλα, μετατρέποντας την πολιτοφυλακή σε μια καλά εξοπλισμένη δύναμη με πυραύλους κρουζ, βαλλιστικούς πυραύλους και επιθετικά drones. Συνολικά, το ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ δεν είναι έτοιμο να πολεμήσει είτε τους Χούθι είτε τη Ρωσία, ενώ εξακολουθεί να βασίζεται στις ΗΠΑ για στρατιωτική υποστήριξη παρά την αύξηση των αμυντικών δαπανών στα 457 δισεκατομμύρια δολάρια, συγκριτικά με τα 895 δισεκατομμύρια των ΗΠΑ.

Ο John Turley-Ewart στο άρθρο του με τίτλο «Καναδάς: Ετοιμαστείτε για δυσκολίες που δεν έχουν ξαναδεί γενιές» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Globe and Mail στις 2 Απριλίου, προειδοποιεί για τις σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις που αντιμετωπίζει η χώρα. Παρά τη μαχητική ρητορική του Πρωθυπουργού Doug Ford και τις υποσχέσεις για ενίσχυση του εμπορίου με άλλες χώρες από τον Πρωθυπουργό Mark Carney, οι Καναδοί δεν πρέπει να τρέφουν αυταπάτες. Με το 75% των εξαγωγών να κατευθύνεται στις ΗΠΑ και το 33% των εισαγωγών να προέρχεται από εκεί, οι υψηλοί δασμοί θα προκαλέσουν οικονομική αναστάτωση. Οι αγορές προβλέπουν ήδη προβλήματα, με το καναδέζικο χρηματιστήριο S&P/TSX να χάνει όλα τα κέρδη του 2025. Η Τράπεζα του Μόντρεαλ έχει περιορίσει τα δάνεια σε εργαζόμενους σε πολλούς τομείς λόγω της αμερικανικής δασμολογικής πολιτικής. Σύμφωνα με την RBC Economics, η επιμονή των υψηλών δασμών “θα μπορούσε να εξαφανίσει την καναδική ανάπτυξη για έως και τρία χρόνια”, οδηγώντας σε υποτίμηση του δολαρίου, αύξηση του κόστους ζωής και υψηλότερη ανεργία. Η κρίση παραγωγικότητας του Καναδά αποτελεί μια βαθύτερη υπαρξιακή απειλή από έρχεται από την προεδρία Τραμπ. Όπως σημείωσε ο οικονομολόγος Trevor Tombe, οι ΗΠΑ «θα παράγουν σχεδόν 50% περισσότερο κατά κεφαλήν από ότι ο Καναδάς», μια «πρωτοφανής απόκλιση στη σύγχρονη ιστορία» που απειλεί το μέλλον της χώρας.

Οι Enda Curran, Shawn Donnan και Maeva Cousin στο άρθρο τους με τίτλο «Με νέους δασμούς, ο Τραμπ επαναλαμβάνει το λάθος σχεδόν 100 ετών και ανατινάζει την τάξη που έχτισαν οι ΗΠΑ» που δημοσιεύτηκε στην Globo στις 2 Απριλίου, αναλύουν πώς ο Αμερικανός πρόεδρος ετοιμάζεται να επιβάλει τους λεγόμενους «αμοιβαίους δασμούς». Πριν από σχεδόν 100 χρόνια, οι ΗΠΑ θέσπισαν τον νόμο δασμών Smoot-Hawley που προκάλεσε παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο και βάθυνε τη Μεγάλη Ύφεση. Τώρα, ο Τραμπ στοιχηματίζει ότι η ιστορία δεν θα επαναληφθεί. Οι «αμοιβαίοι δασμοί» θα καλύπτουν ένα ευρύτερο φάσμα εμπορίου σε σχέση με τους διαβόητους δασμούς του 1930, και στοχεύουν να αποδομήσουν το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα το οποίο οι ίδιες οι ΗΠΑ είχαν βοηθήσει να χτιστεί. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν ήδη κλονιστεί, ενώ η Christine Lagarde της ΕΚΤ προειδοποίησε την ΕΕ να προετοιμαστεί για ένα καταστροφικό οικονομικό σενάριο. Σύμφωνα με την ανάλυση της Bloomberg Economics, μια ριζοσπαστική προσέγγιση θα μπορούσε να αυξήσει τον μέσο αμερικανικό δασμό έως και 28 ποσοστιαίες μονάδες, μειώνοντας το ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 4% και αυξάνοντας τις τιμές κατά 2,5% σε διάστημα δύο με τριών ετών – ισοδύναμο με απώλεια πάνω από 1 τρισ. δολαρίων. Η κυβέρνηση Τραμπ απορρίπτει τις προειδοποιήσεις για οικονομική καταστροφή, υποστηρίζοντας ότι οι δασμοί θα φέρουν επενδύσεις στις ΗΠΑ και έσοδα στα ομοσπονδιακά ταμεία. Ωστόσο, οικονομολόγοι και επιχειρήσεις προειδοποιούν για επιβράδυνση της ανάπτυξης, αύξηση του πληθωρισμού και έναν νέο κύκλο αντιποίνων, με τον Mark Zandi της Moody’s Analytics να σημειώνει: «Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά είμαστε ξανά σε κατάσταση συναγερμού για ύφεση».

Η συντακτική ομάδα της Guardian σε κύριο άρθρο της με τίτλο «Η άποψη της Guardian για τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ: ένα θέαμα αγώνα και ελέγχου» που δημοσιεύτηκε την 1η Απριλίου 2025, αναλύει πώς ο Αμερικανός Πρόεδρος χρησιμοποιεί τους δασμούς όχι ως εργαλείο πολιτικής αλλά ως μέσο πίεσης. Παρόλο που ο Τραμπ παρουσιάζει τη φορολόγηση των ξένων εισαγωγών ως τρόπο ανοικοδόμησης της αμερικανικής οικονομίας υπέρ των εργατών που έμειναν πίσω από το ελεύθερο εμπόριο, στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί τους δασμούς ως εργαλεία επιβολής αφοσίωσης και κυριαρχίας, ακόμη και εναντίον των συμμάχων της χώρας. Η Βρετανία μαθαίνει από πρώτο χέρι αυτή τι σημαίνει αυτή η προσέγγιση. Εάν ο Τραμπ επιβάλει δασμό 20% σε όλες τις εισαγωγές, το βρετανικό ΑΕΠ θα είναι 0,4% χαμηλότερο φέτος και 0,6% τον επόμενο χρόνο χωρίς αντίποινα, ενώ σε περίπτωση παγκόσμιου εμπορικού πολέμου το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί σε 0,6% και 1% αντίστοιχα. Το σκεπτικό του Τραμπ για την επιβολή δασμών είναι συγκεχυμένο, αλλά φαίνεται να καθοδηγείται από δύο παράγοντες: την αυτοπροβολή του ως απόλυτου διαπραγματευτή και την επιβολή της πολιτικής του άποψης ως μέσο δόμησης της κοινωνίας προς όφελος συγκεκριμένων ομάδων. Ο κίνδυνος είναι ότι κάθε φορά που υπάρχει μια διαφωνία, ο Τραμπ να απειλεί με δασμούς και μετά να προσφέρεται να τους άρει αν οι άλλοι συμμορφωθούν με τις επιθυμίες του, καθιστώντας την πολιτική του λιγότερο εμπορική και περισσότερο μια παράσταση όπου ο καταναγκασμός, η αφοσίωση και το θέατρο συγκλίνουν.

Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής

Ο Hussein Haridy στο άρθρο του με τίτλο «Η σιωπηλή επέτειος της αιγυπτιακο-ισραηλινής ειρήνης» που δημοσιεύτηκε στην Al-Ahram (ημέρα πρόσβασης 3η Απριλίου), επισημαίνει ότι σχεδόν μισό αιώνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ, η επίτευξη μιας δίκαιης και διαρκούς ειρήνης στη Μέση Ανατολή παραμένει απομακρυσμένη. Η 46η επέτειος της Συνθήκης Ειρήνης στις 26 Μαρτίου πέρασε απαρατήρητη στην Αίγυπτο. Με τον αριθμό των νεκρών στη Γάζα να αυξάνεται καθημερινά τους τελευταίους 16 μήνες και την ισραηλινή κυβέρνηση αποφασισμένη να συνεχίσει την επιθετικότητά της και την πολιτική βίαιου εκτοπισμού των Παλαιστινίων, οι περισσότεροι Αιγύπτιοι έχουν ξεχάσει τις μεγάλες ελπίδες που υπήρχαν πριν από 46 χρόνια. Όταν ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Ελ Σαντάτ υπέγραψε τη Συνθήκη με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μεναχέμ Μπέγκιν και τον Αμερικανό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ το 1979, πίστευε ειλικρινά ότι αυτή θα άνοιγε το δρόμο για μια συνολική και δίκαιη ειρήνη. Η εμπιστοσύνη του στις ΗΠΑ ήταν απεριόριστη. Τα τελευταία 46 χρόνια, η υπόσχεση της δίκαιης και συνολικής ειρήνης αποδείχθηκε δύσκολο να επιτευχθεί, παρά τις μεταγενέστερες συνθήκες και συμφωνίες. Αν οι ακροδεξιές δυνάμεις του Ισραήλ, με επικεφαλής τον Νετανιάχου και το κίνημα των εποίκων, δεν είχαν υπονομεύσει τις Συμφωνίες του Όσλο, είναι πιθανό οι επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023 να μην είχαν ποτέ συμβεί. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι το ισραηλινό υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε την ίδρυση φορέα επίβλεψης της «εθελοντικής μετανάστευσης» από τη Γάζα, ενώ ο υπουργός Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριχ ανακοίνωσε σχέδιο προσάρτησης 13 ισραηλινών οικισμών στη Δυτική Όχθη.

Δημοσίευμα με τίτλο «Ο Τραμπ εξετάζει σοβαρά την ιρανική πρόταση για έμμεσες πυρηνικές συνομιλίες» που δημοσιεύτηκε στις 2 Απριλίου στην Jerusalem Post, αποκαλύπτει ότι ο Λευκός Οίκος εξετάζει σοβαρά την πρόταση του Ιράν για έμμεσες πυρηνικές συνομιλίες, ενώ παράλληλα αυξάνει σημαντικά τις αμερικανικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με ανώτερο Αμερικανό αξιωματούχο, το περασμένο Σαββατοκύριακο ο Τραμπ έλαβε την επίσημη απάντηση του Ιράν στην επιστολή που είχε στείλει στον Ανώτατο Ηγέτη Αλί Χαμενεΐ πριν από τρεις εβδομάδες. Ενώ ο Τραμπ πρότεινε απευθείας διαπραγματεύσεις για μια νέα πυρηνική συμφωνία, οι Ιρανοί συμφώνησαν μόνο σε έμμεσες συνομιλίες με τη μεσολάβηση του Σουλτανάτου του Ομάν. Η κυβέρνηση Τραμπ πιστεύει ότι οι απευθείας συνομιλίες θα είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, αλλά δεν αποκλείει το προτεινόμενο από τους Ιρανούς σχήμα. Ο πρόεδρος έχει δώσει στο Ιράν προθεσμία δύο μηνών για την επίτευξη συμφωνίας, απειλώντας ότι “θα υπάρξουν βομβαρδισμοί” εάν αυτό δεν συμβεί. Παράλληλα, το Πεντάγωνο συνεχίζει τη μαζική συγκέντρωση δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, με δύο αεροπλανοφόρα και αρκετά βομβαρδιστικά αόρατης τεχνολογίας B-2 που μπορούν να μεταφέρουν βόμβες διείσδυσης «bunker-buster». Η ανταλλαγή απειλών μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον έχει κλιμακωθεί, με τον Χαμενεΐ να προειδοποιεί ότι το Ιράν θα ανταποδώσει σκληρά οποιαδήποτε επίθεση, ενώ αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ τονίζουν ότι ο πρόεδρος δεν θέλει πόλεμο, αλλά χρησιμοποιεί τη στρατιωτική ενίσχυση για να ισχυροποιήσει τη θέση του στις διαπραγματεύσεις.

Ο Τύπος της Ασίας

Το κύριο άρθρο της Asahi Shimbun με τίτλο «Η άποψη της Asahi Shimbun για τους δασμούς του Τραμπ στα αυτοκίνητα: μια σοκαριστική επίθεση στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα» (ημερομηνία πρόσβασης 3 Απριλίου), καταδικάζει την απόφαση του Αμερικανού προέδρου να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές αυτοκινήτων κατά 25%. Η απόφαση χαρακτηρίζεται ως εξωφρενική και αποτελεί σημαντικό πλήγμα στις αρχές του ελεύθερου εμπορίου. Η Ιαπωνία, ιδιαίτερα, αναμένεται να αντιμετωπίσει σοβαρές επιπτώσεις, καθώς από τις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ ύψους 21 τρισεκατομμυρίων γιεν πέρυσι, περίπου 6 τρισεκατομμύρια γιεν (σχεδόν 30%) προήλθαν από την πώληση αυτοκινήτων. Για να δικαιολογήσει την κίνηση αυτή, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ισχυρίζεται ότι οι εισαγωγές αυτοκινήτων αποτελούν «κρίσιμη απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ», ενώ στην πραγματικότητα προφανώς επιδιώκει να προστατεύσει την εγχώρια αυτοκινητοβιομηχανία από τον ξένο ανταγωνισμό. Η αυτοκινητοβιομηχανία βασίζεται σε μια εξαιρετικά πολύπλοκη, διασυνοριακή αλυσίδα εφοδιασμού που περιλαμβάνει ευρύ φάσμα προμηθευτών υλικών και εξαρτημάτων. Κατά συνέπεια, οι εταιρείες σε ολόκληρο τον τομέα θα αναγκαστούν να λάβουν δύσκολες και περίπλοκες αποφάσεις. Η ιαπωνική κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει αποφασιστική δράση καλώντας τον πρόεδρο Τραμπ να επανεξετάσει και να αποσύρει αυτό το μέτρο, ενώ παράλληλα πρέπει να διερευνήσει κατάλληλα αντίμετρα για την προστασία των εθνικών συμφερόντων.

Η People’s Daily στο κύριο άρθρο με τίτλο «Η κατευναστική πολιτική απέναντι στην Ουάσιγκτον θα οδηγήσει σε περισσότερο οικονομικό εκφοβισμό» που δημοσιεύτηκε στις 2 Απριλίου, επισημαίνει ότι η κυβέρνηση Τραμπ αναμένεται να ανακοινώσει μια σειρά από «αμοιβαίους δασμούς» εναντίον πολλών χωρών, συμπεριλαμβανομένων μακροχρόνιων συμμάχων και σημαντικών εμπορικών εταίρων. Το άρθρο υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση Τραμπ θεωρεί τον οικονομικό εκβιασμό απλώς μια στρατηγική νίκης, και οι παραχωρήσεις μπορούν μόνο να ενισχύσουν την όρεξή της για εκφοβισμό. Η εσκεμμένη κλιμάκωση των δασμών δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση λύση για τα παγκόσμια εμπορικά προβλήματα. Το άρθρο παραθέτει το παράδειγμα του Μεξικού, το οποίο παρά τις προσπάθειές του να ικανοποιήσει τις αμερικανικές απαιτήσεις, αναπτύσσοντας ακόμη και στρατιωτικές ενισχύσεις στα σύνορα, δεν κατάφερε να αποτρέψει την επιβολή τιμωρητικών δασμών. Η πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ που επικεντρώνεται στους δασμούς συνάδει με τη μακροχρόνια ιστορία οικονομικού εκφοβισμού της Αμερικής, όπως καταδεικνύει η περίπτωση της Ιαπωνίας και της «Χαμένης Δεκαετίας» της μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Πλάζα υπό την πίεση της Ουάσιγκτον. Το άρθρο καταλήγει ότι δεν είναι η στιγμή να προσευχόμαστε για αλλαγή νοοτροπίας από την Ουάσιγκτον, αλλά να σταθούμε μαζί για μια συλλογική απάντηση.

Ο Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας

Στο άρθρο γνώμης με τίτλο «Αναζητώντας την ειρήνη», που δημοσιεύθηκε στις 2 Απριλίου, ο πολιτικός επιστήμονας Sergey Margulis αναλύει την πρόταση του Βλαντιμίρ Πούτιν για προσωρινή εξωτερική διακυβέρνηση στην Ουκρανία. Η πρωτοβουλία αυτή, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, συνδέεται με την ανικανότητα και την αμφισβητούμενη νομιμότητα των ουκρανικών αρχών, καθώς δεν διεξήχθησαν προεδρικές εκλογές, καθιστώντας ασαφές με ποιον μπορεί να υπογραφεί μια συμφωνία. Η Μόσχα θεωρεί το Κίεβο ανίκανο για διαπραγμάτευση, επικαλούμενη την αποτυχία προηγούμενων συμφωνιών (Μινσκ, Κωνσταντινούπολη) αλλά και τις πρόσφατες παραβιάσεις. Η μη εποικοδομητική στάση του Κιέβου αποδίδεται στην αδυναμία αποδοχής εδαφικών παραχωρήσεων και στην εγκατάλειψη της πορείας προς το ΝΑΤΟ, στην προσπάθεια του Ζελένσκι να αποφύγει εκλογές εν καιρώ ειρήνης τις οποίες πιθανόν να έχανε, και στην τεράστια πρόκληση της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης χωρίς δυτική βοήθεια και χωρίς την απόκτηση μεγάλων χρεών. Κατά συνέπεια, ο Margulis υποστηρίζει ότι οι ουκρανικές αρχές προτιμούν τη συνέχιση του πολέμου. Η πρόταση Πούτιν παρουσιάζεται ως εναλλακτική, αν και η υλοποίησή της κρίνεται ως απίθανη λόγω της έλλειψης διεθνούς συναίνεσης και της συνεχιζόμενης αναγνώρισης της κυβέρνησης Ζελένσκι από τη Δύση και τον ΟΗΕ.

Η συντακτική ομάδα της Kyiv Independent, στο κύριο άρθρο της με τίτλο «Τι δεν καταλαβαίνει ο Στιβ Γουίτκοφ για την Ουκρανία» (ημερομηνία πρόσβασης 3 Απριλίου), ασκεί δριμεία κριτική στον Στιβ Γουίτκοφ, ειδικό απεσταλμένο του Τραμπ, για την άγνοιά του σχετικά με την ουκρανική κρίση και τη φερόμενη υιοθέτηση ρωσικής προπαγάνδας. Το άρθρο, βασισμένο σε συνέντευξη του Γουίτκοφ στον Τάκερ Κάρλσον, υποστηρίζει ότι ο απεσταλμένος, που ενδέχεται να ηγηθεί των διαπραγματεύσεων, είτε δεν γνωρίζει βασικά στοιχεία για την Ουκρανία είτε τα παρερμηνεύει επικίνδυνα. Στο άρθρο επισημαίνεται η αδυναμία του Γουίτκοφ να ονομάσει σωστά τις τέσσερις κατεχόμενες ουκρανικές περιφέρειες (Ντονέτσκ, Λουχάνσκ, Ζαπορίζια, Χερσώνα) και η επανάληψη ψευδών ρωσικών ισχυρισμών ότι οι περιοχές είναι «ρωσόφωνες» και ότι δήθεν «δημοψηφίσματα» έδειξαν συντριπτική επιθυμία για ένωση με τη Ρωσία. Η ιστοσελίδα Kyiv Independent αντικρούει αυτά τα επιχειρήματα, τονίζοντας ότι η χρήση της ρωσικής γλώσσας δεν συνεπάγεται φιλορωσική ταυτότητα και ότι τα «δημοψηφίσματα» ήταν μια φάρσα που διενεργήθηκε υπό την απειλή όπλων, ενώ το αποτέλεσμά τους δεν είναι αναγνωρισμένο διεθνώς. Εκφράζεται βαθιά ανησυχία και φόβος στο Κίεβο, καθώς η άγνοια και η προφανής συμπάθεια του Γουίτκοφ προς τον Πούτιν, σε αντίθεση με την επικριτική στάση προς τον Ζελένσκι, καθιστούν την πιθανή εμπλοκή του στις διαπραγματεύσεις εξαιρετικά επικίνδυνη για το μέλλον της Ουκρανίας.

Πηγή: ΚΥΠΕ