Εκεί που άνθιζαν τα φραντζιπάνι, γιορτάζαμε το Πάσχα

ΙΡΙΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Μπορεί να μην μύριζε Άνοιξη στη Νιγηρία την εποχή του Πάσχα –η γλυκιά εκείνη προσμονή της φύσης που αναγεννιέται στα χωριά και τα νησιά της Ελλάδας. Μπορεί πάλι να γιορτάζαμε αυτήν την σημαντική γιορτή χιλιάδες μίλια μακριά από οικογένεια, παππούδες και συγγενείς. Κι όμως, τα Πάσχα που περάσαμε εκεί, μέσα στην υγρή ζέστη του Λάγκος, ή του Άμπα, κάτω από δέντρα φορτωμένα μάνγκο και τη γλυκιά ευωδιά των φραντζιπάνι, στη μικρή μας ελληνική κοινότητα- είναι από τις πιο τρυφερές και φωτεινές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.

Όλα ξεκινούσαν τη Μεγάλη Εβδομάδα όταν τα «Sparta Flats» στο Ikoyi, όπου μέναμε μαζί με άλλες οικογένειες Ελλήνων, άρχιζαν σιγά-σιγά να μεταμορφώνονται σ’ ένα μικρό ελληνικό χωριό. Οι κουζίνες των Ελληνίδων και της Ουγγαρέζας μητέρας μου «έπαιρναν φωτιά», και ο τόπος πλημμύριζε λαχταριστές μυρωδιές όπως ετοίμαζαν τα παραδοσιακά γλυκά και φαγητά, τα κόκκινα αυγά, για το μεγάλο πασχαλινό τραπέζι της Κυριακής.

Η αδελφή μου και η μητέρα μου (αριστερά), με αγαπημένους φίλους, ένα Πάσχα στη Νιγηρία

Ο πατέρας μου, με άλλους Έλληνες και ντόπιους, διαμόρφωναν τον χώρο για τα τραπέζια, τις σούβλες, και -φυσικά- την πίστα όπου θα χορεύαμε μέχρι τελικής πτώσεως!

Όλοι εκείνοι οι νεαροί Έλληνες που είχαν μεγαλώσει στα χωριά της Ελλάδας, ήξεραν πως να προετοιμάσουν τα κατσίκια για τις σούβλες.

Τα καημένα κατσικάκια, που έφταναν ζωντανά εκείνες τις ημέρες, περίμεναν στον τεράστιο κήπο την τελική τους ώρα.

Τα βλέπαμε εμείς τα παιδιά από το παράθυρό μας και η καρδιά μας ράγιζε.

Οι μανάδες μας προσπαθούσαν να καθησυχάσουν την αγανάκτησή μας, τη μικρή μας επανάσταση.

Αξέχαστη η ατάκα του μικρού Σπύρου που τελικά πείστηκε και ανακοίνωσε πως τα κατσικάκια ίσως ήταν πρόθυμα να θυσιαστούν για την Ανάσταση του Χριστού.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα οι Έλληνες και Κύπριοι από κάθε γειτονιά του Λάγκος μαζευόμασταν στη μοναδική Ελληνορθόδοξη εκκλησία της πόλης που βρισκόταν στο προαύλιο του Ελληνικού Δημοτικού Σχολείου.

Μεγάλη ήταν η πίκρα στην παροικία όταν, ένα Πάσχα, δεν έφτασε ο παππάς που είχε υποσχεθεί η Εκκλησία για τους Έλληνες της Νιγηρίας.

Εμείς τα παιδιά τρέχαμε κατευθείαν για τις κούνιες και για να παίξουμε κρυφτό στη γνώριμη αυλή του σχολείου μας, κάνοντας μικρά διαλείμματα για να ακούσουμε τη λειτουργία, να ανάψουμε κεριά και να χαζέψουμε το τεράστιο μάτι του Χριστού που δέσποζε πάνω από το ιερό, και μας ακολουθούσε παντού.

Γυρνώντας τη σούβλα, προσπαθώ να ξεχάσω τα κατσικάκια που είδαμε ζωντανά λίγες ημέρες πιο πριν

Γυρνούσαμε στο σπίτι χορτασμένα από παιχνίδι -πολλές φορές με τα καλά μας ρούχα γεμάτα λάσπες από την αυλή του σχολείου, που έμπαζε θάλασσα και κόκκινα καβούρια από το λαγκούν- το οποίο χώριζε μόνο ο τοίχος του σχολείου.

Το βράδυ της Ανάστασης, η μητέρα μου ήξερε πως, ύστερα από όσα είχαμε δει με τα κατσικάκια, κρέας δεν θα τρώγαμε.

Και έτσι ετοίμαζε μια σούπα που έμοιαζε οπτικά ακριβώς με μαγειρίτσα, αλλά αντί για εντόσθια, είχε μανιτάρια.

Και έτσι καθιερώθηκε το δικό μας πασχαλινό έθιμο: να τρώμε κάθε χρόνο τη μαγειρίτσα με μανιτάρια!

Όταν ξημέρωνε η Κυριακή του Πάσχα, ξυπνούσαμε στους χαρούμενους ρυθμούς δημοτικών και λαϊκών τραγουδιών – και ήταν πράγματι σαν να βρισκόμασταν στην Ελλάδα. Βιαζόμασταν να κατέβουμε να βρεθούμε με τους φίλους μας και να γνωρίσουμε τα άλλα ελληνόπουλα που είχαν φτάσει από απομακρυσμένες περιοχές της Νιγηρίας για να γιορτάσουν μαζί μας.

Ο χορός –καλαματιανά, τσάμικα– δεν σταματούσε μέχρι να φύγει και ο τελευταίος, αργά το βράδυ.

Για εμάς τα παιδιά, όλο αυτό το υπέροχο γλέντι έμοιαζε με μαγεία.

Δεν είχαμε ιδέα για την αγωνία των γονιών μας όταν οι εποχιακές, καταρρακτώδεις βροχές στο Λάγκος χάλαγαν τα σχέδιά τους.

Κάποιες φορές, έπρεπε να μεταφερθεί το γλέντι –και μαζί οι σούβλες με τα κατσίκια– σε στεγασμένους χώρους, την τελευταία στιγμή.

Αλλά όπως και να είχε, το Πασχαλινό γλέντι ποτέ δεν ακυρώθηκε .

Χαζεύοντας τις λιγοστές φωτογραφίες που έχω από εκείνα τα χρόνια, συγκινούμαι κάθε φορά που αντικρίζω τα οικεία πρόσωπα με τα οποία συμπορευτήκαμε και δεθήκαμε μακριά από την πατρίδα.

Η χαρά, το γέλιο και η αγάπη ξεπηδούν ακόμα μέσα από τις ξεθωριασμένες εικόνες. Και κάθε φορά αναρωτιέμαι – πόσο ευτυχισμένοι φαινόμαστε… και, ναι, πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν.

Σήμερα ζω στην Αυστραλία, σε μια άλλη γη της ξενιτιάς – με άλλες μυρωδιές, άλλους ήχους, άλλους ανθρώπους.

Κι όμως, όπου κι αν σκορπιστούμε εμείς της Διασποράς, κουβαλάμε πάντα μέσα μας ένα μικρό ελληνικό χωριό. Το στήνουμε ξανά, κάθε φορά, μέσα από τις γιορτές και τα έθιμα, τα τραγούδια, τους χορούς, γιορτάζοντας τη φιλία που μας ενώνει – σαν αόρατη κλωστή που μας δένει με την πατρίδα.

“Η μητέρα μου… ετοίμαζε μια σούπα που έμοιαζε οπτικά ακριβώς με μαγειρίτσα, αλλά αντί για εντόσθια, είχε μανιτάρια”. Φωτογραφία: Pexels

Η ΜΑΓΕΙΡΙΤΣΑ… ΑΛΛΙΩΣ

Υλικά

500 γρ. μανιτάρια

3-4 καρότα

1 κρεμμύδι

Μαϊντανός (ψιλοκομμένος)

½ κουταλάκι του γλυκού γλυκιά πάπρικα

1 φλιτζάνι γιαούρτι (πλήρες)

1 κουταλιά της σούπας αλεύρι

Ελαιόλαδο

Νερό

Εκτέλεση

1. Ψιλοκόψτε το κρεμμύδι και σοτάρετέ το σε λίγο ελαιόλαδο.

2. Προσθέστε τα καρότα (κομμένα σε φετούλες ή κυβάκια) και τα μανιτάρια (κομμένα).

3. Ρίξτε τη γλυκιά πάπρικα και αποσύρετε για λίγο από τη φωτιά, ανακατεύοντας καλά.

4. Προσθέστε νερό ώστε να καλύψει τα υλικά και αφήστε να βράσουν μέχρι να μαλακώσουν τα λαχανικά.

5. Στο μεταξύ, ανακατέψτε το γιαούρτι με το αλεύρι σε ένα μπολ μέχρι να γίνει λείο μείγμα.

6. Όταν είναι έτοιμη η σούπα, πάρτε μια κούπα από τον ζεστό ζωμό και ανακατέψτε τη με το γιαούρτι, ώστε να μην κόψει.

7. Ρίξτε το μείγμα γιαουρτιού μέσα στην κατσαρόλα, ανακατεύοντας συνεχώς για ένα λεπτό. Μην αφήσετε να ξαναβράσει – απλώς να ζεσταθεί.

8. Στο τέλος, προσθέστε ψιλοκομμένο μαϊντανό και σβήστε τη φωτιά.

Σημείωση: Όταν ξαναζεστάνετε τη σούπα για σερβίρισμα, φροντίστε να μην τη βράσετε – απλώς να ζεσταθεί καλά.

Η αδελφή μου σέρνει τον χορό με τον πατέρα με και άλλους φίλους στα «Sparta Flats» στο Λάγκος σ’ ένα από τα αξέχαστα πασχαλιάτικα γλέντια.

The post Εκεί που άνθιζαν τα φραντζιπάνι, γιορτάζαμε το Πάσχα appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.