
Σκέψου τη συγκεκριμένη, ελαφρώς αμήχανη φάση στην ιστορία του ποδοσφαίρου όπου ένας Ισπανός με προσωνύμιο που παραπέμπει σε κάποιο έντομο της Μεσογείου (το «Τσινγκούρι», που σημαίνει «μυρμήγκι» στα βασκικά, κάτι που σε ένα εναλλακτικό σύμπαν θα μπορούσε να αποτελέσει το προσωνύμιο ενός τρομερά εργατικού ήρωα σε κάποια ξεχασμένη νουβέλα του Μπαλζάκ) καταφθάνει στον Πειραιά για να αναλάβει έναν σύλλογο γεμάτο αντιφάσεις. Μοντέρνο αλλά ταυτόχρονα βυθισμένο σε κάποια παλαιολιθική εκδοχή του «γκάζι, ψυχή, ταλέντο», εξίσου αφοσιωμένο στην τέχνη του ποδοσφαίρου και στην άτεχνη, σχεδόν ορμητική, υπερβολή των εξεδρών του.
Για να το κατανοήσεις πραγματικά, θα πρέπει να αναλογιστείς τι σημαίνει να είσαι προπονητής του Ολυμπιακού. Δηλαδή, όχι μόνο να προπονείς μια ομάδα με κυρίαρχη θέση στο ελληνικό πρωτάθλημα (κάτι που συχνά προσομοιάζει περισσότερο με διοίκηση εταιρείας που μονοπωλεί την αγορά της παρά με πραγματικό ανταγωνισμό), αλλά και να λειτουργείς μέσα σε ένα διαρκώς παλλόμενο παράδοξο: οι οπαδοί θέλουν να κερδίζουν τα πάντα, αλλά επίσης επιθυμούν μια αίσθηση ποδοσφαιρικής ιδεολογίας, ένα «πως» που να υπογραμμίζει και να αποδεικνύει το «τι».
Κι εκεί μπαίνει ο Βαλβέρδε. Ενας άντρας που κοιτάζει το ποδόσφαιρο όπως ένας μαθηματικός τη γεωμετρία του σύμπαντος, ενώ γύρω του βρυχάται μια πόλη που δεν θέλει θεωρίες, δεν θέλει εξισώσεις, αλλά το φλεγόμενο αποτέλεσμα της στιγμής.
Ο Βαλβέρδε, με την ήρεμη και στοχαστική του προσωπικότητα, ήταν ένας προπονητής που δεν είχε ανάγκη να επιβληθεί με φωνές ή υπερβολική ένταση
Εισαγωγή στην ελληνική εμπειρία
Το 2008, ο Ολυμπιακός χρειαζόταν κάποιον να προσδώσει στην ομάδα μια συνοχή, ένα πλάνο, κάτι που να μην αποσυντίθεται στη σκόνη της καλοκαιρινής μεταγραφικής περιόδου. Ο Βαλβέρδε έρχεται ως ένας άνθρωπος που πιστεύει σε ένα συγκεκριμένο είδος ποδοσφαίρου: οργανωμένο, με καθορισμένους ρόλους, με επιθετική διάθεση αλλά χωρίς ανορθολογική επιπολαιότητα. Βάζει τάξη σε μια ομάδα που είχε μάθει να ζει με ατομικές εξάρσεις και τυχαίες αποδόσεις έμπνευσης.
Το πιο ενδιαφέρον όμως δεν ήταν τόσο η κατάκτηση του πρωταθλήματος (κάτι που, αν είσαι προπονητής του Ολυμπιακού, δεν αποτελεί τόσο κατόρθωμα όσο υποχρέωση), αλλά η αίσθηση πως η ομάδα έμοιαζε με καλοκουρδισμένη μηχανή. Το πλάνο κυκλοφορίας της μπάλας ήταν σαφές, οι χώροι γεμίζονταν με τρόπο που παρέπεμπε περισσότερο σε γεωμετρικό αλγόριθμο παρά σε αυθόρμητη δημιουργία, και το αποτέλεσμα ήταν ένα σύνολο που έπαιζε με ξεκάθαρη ιδέα για το τι ήθελε να κάνει στο γήπεδο.
Προσαρμοστικός
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η ικανότητά του να προσαρμόζεται. Αν και λάτρης του επιθετικού ποδοσφαίρου, μπορούσε να προσαρμόσει την ομάδα του στις απαιτήσεις κάθε αγώνα, όπως φάνηκε στα παιχνίδια του Ολυμπιακού στο Champions League, όπου η ομάδα παρουσίαζε μια ισορροπημένη και ανταγωνιστική εικόνα απέναντι σε ανώτερους αντιπάλους.
Κι όμως, ύστερα από έναν χρόνο, αποχωρεί. Δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο αν έφταιγε η διοίκηση, οι οικονομικές διαφωνίες, ή απλώς το γεγονός πως η ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα είναι ένα σύστημα που μπορεί να καταπιεί ακόμη και τον πιο πειθαρχημένο άνθρωπο. Η αποχώρησή του αφήνει μια αίσθηση ανολοκλήρωτου· σαν να έφυγε πριν ολοκληρώσει το έργο του, σαν να έγραψε ένα βιβλίο που σταμάτησε ξαφνικά στη μέση μιας παραγράφου.
Η επιστροφή
Όταν το 2010 ο Βαγγέλης Μαρινάκης αποφασίζει να τον φέρει πίσω, η αίσθηση είναι πως αυτή τη φορά έρχεται για να τελειώσει τη δουλειά. Η δεύτερη θητεία του είναι πιο ολοκληρωμένη, πιο σταθερή, πιο κοντά σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «η ομάδα του Βαλβέρδε». Οι γραμμές μεταξύ άμυνας και επίθεσης μικραίνουν, οι αυτοματισμοί γίνονται δεύτερη φύση στους παίκτες και ο Ολυμπιακός παίζει με μια άνεση που σπάνια βλέπει κανείς σε ελληνικές ομάδες.
Η στιγμή που αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την αλλαγή του συλλόγου είναι η εμφάνιση απέναντι στην Αρσεναλ στο Champions League. Ο Ολυμπιακός δεν μπαίνει στο γήπεδο σαν «ομάδα από μικρότερη λίγκα που ελπίζει να κλέψει ένα αποτέλεσμα». Παίζει το παιχνίδι του, με πίστη στις δικές του δυνάμεις, σαν μια ομάδα που θεωρεί τον εαυτό της ισότιμο μέλος της διοργάνωσης. Δεν είναι απλώς μια νίκη· είναι μια δήλωση ύπαρξης.

Ο Βαλβέρδε άπλωνε γεωμετρίες στο χορτάρι και υπέγραφε κάθε οδηγία με… διαβήτη
Το παράδοξο της νοσταλγίας
Το 2012, αποχωρεί ξανά. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει αίσθηση ανολοκλήρωτου έργου, αλλά περισσότερο το γεγονός πως τελείωσε ένας κύκλος που δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο. Ο Βαλβέρδε, ένας άνθρωπος που ποτέ δεν έδειχνε να απολαμβάνει υπερβολικά το προσκήνιο, ήξερε πότε να φύγει.
Η νοσταλγία που ακολούθησε δεν είχε να κάνει μόνο με τα τρόπαια ή τις νίκες. Είχε να κάνει με την αίσθηση πως η ομάδα διέθετε μια ξεκάθαρη ποδοσφαιρική ταυτότητα, κάτι που δεν είναι εύκολο να αποκτήσει ένα ελληνικό κλαμπ με την ίδια συνέπεια και διάρκεια.
Ο χαρακτήρας
Ο Βαλβέρδε, με την ήρεμη και στοχαστική του προσωπικότητα, ήταν ένας προπονητής που δεν είχε ανάγκη να επιβληθεί με φωνές ή υπερβολική ένταση. Η ηγεσία του βασιζόταν στη συνέπεια, τη μεθοδικότητα και τη διαρκή αναζήτηση βελτίωσης. Δεν ήταν ο προπονητής που θα προκαλούσε την κοινή γνώμη με δηλώσεις ή θα αναλωνόταν σε ανούσιες αντιπαραθέσεις.
Προτιμούσε να μιλά μέσω του ποδοσφαίρου, να αφήνει την ομάδα του να δείχνει στον αγωνιστικό χώρο τη φιλοσοφία του, χωρίς να χρειάζεται πολλά λόγια. Αυτή η αυτοκυριαρχία και ο επαγγελματισμός του τον κατέστησαν ιδιαίτερα αγαπητό στους παίκτες, οι οποίοι τον έβλεπαν ως έναν άνθρωπο που μπορούσαν να εμπιστευτούν και να ακολουθήσουν.
Οσα άφησε πίσω του
Ο Βαλβέρδε δεν ήταν απλώς ένας επιτυχημένος προπονητής του Ολυμπιακού. Ηταν ένας άνθρωπος που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στον σύλλογο. Εισήγαγε μια ποδοσφαιρική φιλοσοφία που έμοιαζε πιο ευρωπαϊκή, έκανε τον Ολυμπιακό να παίζει με αυτοπεποίθηση και συνοχή, και κατάφερε να δημιουργήσει ένα μοντέλο που έγινε σημείο αναφοράς για τους επόμενους προπονητές. Ακόμα και μετά την αποχώρησή του, η επίδρασή του ήταν εμφανής, καθώς οι φίλαθλοι και η διοίκηση τον αντιμετώπιζαν πάντα ως ένα είδος ιδανικού.
Η νοσταλγία που συνοδεύει τη θητεία του δεν έχει να κάνει μόνο με τις επιτυχίες, αλλά με το συναίσθημα πως ο Ολυμπιακός εκείνης της εποχής είχε μια σαφή αγωνιστική ταυτότητα, μια ισχυρή ιδέα πίσω από το παιχνίδι του. Ο Βαλβέρδε δίδαξε πως το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι συνδυασμός στρατηγικής, πειθαρχίας και δημιουργικότητας.
Τι σημαίνει, λοιπόν, η παρουσία του Βαλβέρδε στον Ολυμπιακό; Είναι η επιβεβαίωση πως μια ομάδα μπορεί να παίζει ελκυστικό, έξυπνο ποδόσφαιρο χωρίς να αποποιείται τον ρεαλισμό. Είναι η υπενθύμιση πως το να έχεις πλάνο και πειθαρχία μπορεί να είναι εξίσου γοητευτικό με το να βασίζεσαι στο ταλέντο και την έμπνευση.
Και, σε τελική ανάλυση, είναι η σπανιότητα μιας σχέσης μεταξύ προπονητή και ομάδας που ξεπερνά τα τρόπαια και τους τίτλους. Είναι η αίσθηση πως, για μια στιγμή, τα πράγματα λειτούργησαν με τον ιδανικό τρόπο· πως το ποδόσφαιρο ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε να είναι.