Τρεις συναντήσεις περιγράφουν τον εξωτερικό ορίζοντα της χώρας και την κατάσταση των πραγμάτων για την Ελλάδα μέσα σε ένα όλο και πιο απειλητικό διεθνές σκηνικό. Η πρώτη, την εβδομάδα που πέρασε, στον Λευκό Οίκο ανάμεσα στον πρόεδρο Τραμπ και τον ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου. Η Συρία εξελίσσεται σε πεδίο στρατηγικής αναμέτρησης της Τουρκίας με το Ισραήλ. Ο Ερντογάν επιδιώκει να τη θέσει για μεγάλο βάθος χρόνου στη ζώνη επιρροής της Αγκυρας, το Ισραήλ θεωρεί ότι αυτό αποτελεί ζωτική απειλή για την ασφάλειά του. Ο Τραμπ προθυμοποιήθηκε να μεσολαβήσει με τρόπο που πρέπει να έφερε ρίγη στην Αθήνα. Ζήτησε από το Ισραήλ «λογική» στη διαπραγμάτευσή του με τον Ερντογάν, δηλώνοντας: «Εχω πολύ, πολύ καλές σχέσεις με την Τουρκία και τον ηγέτη της και πιστεύω ότι θα βρούμε λύση». Υπάρχουν ελάχιστα θέματα για τα οποία το Ισραήλ δεν έχει λευκή επιταγή από τις ΗΠΑ και η Αθήνα πρέπει να ζυγίσει το γεγονός ότι ο Τραμπ επιλέγει οι σχέσεις με την Τουρκία να είναι ένα από αυτά. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική επί Τραμπ είναι (όπως όλα) συναλλακτική. Εχει τη λογική της διαπραγμάτευσης και της ισχύος, αδιαφορώντας για εγκατεστημένες δομές, σχέσεις, συμμαχίες και πολύ περισσότερο για το διεθνές δίκαιο. Ο Τραμπ εννοεί τη διπλωματική μεσολάβηση με τον παραδοσιακό εμπορικό, «ανατολίτικο» τρόπο – ένα πάρε-δώσε. Η εμπλοκή ενός πανίσχυρου μεσολαβητή χωρίς αρχές είναι πηγή μεγάλης ανησυχίας.
Η δεύτερη συνάντηση ήταν μεταξύ Μητσοτάκη και Νετανιάχου μια εβδομάδα νωρίτερα. Η συνεργασία της Ελλάδας με το Ισραήλ διευρύνεται συνεχώς και αποκτά στρατηγικό χαρακτήρα. Η Αθήνα προφανώς χρειάζεται και συμμαχίες στην περιοχή και προηγμένης τεχνολογίας εξοπλιστικά συστήματα, που η ισραηλινή αμυντική βιομηχανία διαθέτει και μπορεί τόσο να εξαγάγει όσο και να συμπαραγάγει. Αλλά και το Ισραήλ είναι «αιχμάλωτο της γεωγραφίας». Η σχέση του Ισραήλ με οποιοδήποτε μέλος του αραβικού κόσμου έχει πολύ στενά όρια – όσο τουλάχιστον δεν λύνεται με κάποιο τρόπο το Παλαιστινιακό. Επομένως, και για τους Ισραηλινούς δεν μένουν πολλοί δυνητικοί εταίροι στην περιοχή εκτός από την Ελλάδα και – προπάντων – την Κύπρο. Η δημόσια προσευχή Ερντογάν «είθε ο Αλλάχ να καταστρέψει το σιωνιστικό Ισραήλ» είναι η προωθητική δύναμη αυτής της συνεργασίας. Η ανάγκη είναι πιο ισχυρή από τη βούληση και η ανάγκη για Ελλάδα, Κύπρο και Ισραήλ σήμερα είναι επιτακτική.
Η τρίτη συνάντηση έγινε πριν από 15 χρόνια, το 2010, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν ο πρώτος έλληνας πρωθυπουργός που επισκέφθηκε το Τελ Αβίβ και συναντήθηκε με τον τότε πρόεδρο Σίμον Πέρες και τον (τότε και τώρα) πρωθυπουργό Νετανιάχου. Η στροφή από τη φιλοαραβική πολιτική του Αντρέα στην προσέγγιση με το Ισραήλ πρέπει να πιστωθεί στον Γ. Παπανδρέου ως η σημαντικότερη παρακαταθήκη της διακυβέρνησής του. Σήμερα, η συνεργασία με το Ισραήλ είναι η ισχυρότερη ασπίδα για την Ελλάδα, που δεν μπορεί να υπολογίζει πια ούτε σε εξισορροπητικές παρεμβάσεις των Αμερικανών, ούτε στην τόσο μακρινή ακόμη στρατιωτική και διπλωματική υπόσταση της Ευρώπης.