«Ετούτη η εποχή δεν είναι γι’ ανιστόρηση»

Μέρες που είναι χωρίς διάθεση να απολογηθεί κανείς, αν συμβαίνει να μελαγχολεί ή και να θλίβεται ακόμα, ας ξεκινήσουμε με τον στίχο ενός άδικα ξεχασμένου ποιητή, του Γιώργου Σαραντή, που είχε γράψει στα χρόνια του Εμφυλίου «Ετούτη η εποχή δεν είναι γι’ ανιστόρηση». Επειδή ακριβώς η ποίηση, όσο κι αν συχνά επιδεινώνει τα πράγματα, ταυτόχρονα μπορεί να τα «μαλακώνει» κιόλας, γιατί τα κάνει ακόμη πιο συνειδητά και επομένως πιο αντιμετωπίσιμα, να ξαναθυμηθούμε τον στίχο αυτό μήπως και συνέλθουμε γρηγορότερα σε σχέση με ένα «τραύμα» που ανοίγεται τις μέρες ακριβώς των γιορτών του Πάσχα. Εχοντας υπολογίσει κάθε άλλο παρά άκαιρα στην «ιαματικότητα» του στίχου του Γιώργου Σαραντή, αφού χωρίς καμιά συζήτηση ή αμφισβήτηση, αν συγκρίνει κανείς τις δύο εποχές, εκείνη του Εμφυλίου με τη σημερινή, η δική μας οπωσδήποτε είναι σε απείρως πλεονεκτικότερη θέση. Με την ένσταση – αφού στο μεταξύ η λέξη «τραύμα» έφτασε ακόμα και στα δικά μας αφτιά ως υπερβολική – να αφορά το διάστημα που εκτείνεται από το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης ως το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου και σε ένα περιστατικό που με το να επαναλαμβάνεται με μαθηματική ακρίβεια κάθε χρόνο, ακριβώς τις μέρες του Πάσχα, ο ετήσιος σχολιασμός του αντί να προκαλεί ένα αίσθημα μιας ενοχλητικής – επιεικώς – πλήξης φαίνεται να διεγείρει μιαν ανείπωτη ευφροσύνη.

Ενα περιστατικό που όσο κι αν θα θέλαμε οι μέρες αυτές να είναι τόσο φωτεινές, όσο τουλάχιστον μας διαβεβαιώνουν τα τηλεοπτικά κυρίως μέσα επικοινωνίας ότι είναι, το περιστατικό αυτό δεν παύει να υπογραμμίζει μια όψη του κόσμου μας πραγματικά αξιοθρήνητη. Οσο κι αν θέλει κανείς να υψώνεται πάνω από τα γεγονότα και να μη μεμψιμοιρεί, η εικόνα με τις ουρές των αυτοκινήτων στα διόδια της Ελευσίνας και των Αφιδνών και στα λιμάνια, στις εισόδους των καραβιών, με τους οδηγούς τους να αποκρίνονται στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, όσον αφορά τον προορισμό τους, με το ίδιο αυτάρεσκο ύφος, είτε πρόκειται για γυναίκες είτε για άνδρες, λέγοντας όλοι τους το ίδιο ακριβώς πράγμα, κάτι περίπου σαν «ο άνθρωπος να έχει έρθει στον κόσμο αυτό με αποκλειστικό προνόμιο να χαλαρώνει», είναι αδύνατον ενώ τους ακούς να μην αισθανθείς ένα αίσθημα δυσφορίας, αν όχι και αγανάκτησης. Δεν είναι μόνο για την απουσία μιας στοιχειώδους ενσυναίσθησης για όλους τους άλλους – τους ασυγκρίτως περισσότερους – που οι συνθήκες της ζωής τους δεν τους επέτρεψαν ούτε καν να διανοηθούν ότι θα ήταν δυνατόν να χαλαρώσουν ώστε ο διατυμπανισμός της σχετικής ανάγκης ως υπέρτατο χρέος προς τους εαυτούς τους να ηχεί ως μια αντιπαθέστατη μορφή εγωπάθειας. Είναι κυρίως γιατί το τόσο αυτάρεσκο και μη επιδεχόμενο αντίρρηση ύφος που με αυτό διατυπώνεται η ανάγκη της χαλάρωσης, σε κάνει να αναρωτιέσαι για πολύ σοβαρότερα θέματα.

Οπως για παράδειγμα πως ό,τι λέγεται μέσα σε μια εκτεταμένη ανάλογη συνθήκη για «αγάπη», «ειρήνη», «φως», «αλληλεγγύη» να μην λέγεται παρά μόνο γιατί πρέπει να λεχθεί σαν ένα είδος ανάπαυλας και διαλείμματος προκειμένου να ξαναριχτούμε πιο αποφασιστικά στη διεκδίκηση, στην αρπαγή, στον φθόνο, τελικά στον ίδιο τον πόλεμο. Διαφορετικά πώς θα ήταν δυνατόν να ακούμε τις ίδιες αυτές μέρες μια φράση στα δελτία ειδήσεων που θα έπρεπε να είναι απαγορευτική όχι μόνο για κάθε μορφή «χαλάρωσης», αλλά ακόμα και για οποιαδήποτε έξοδο προς οπουδήποτε. «Η τελετή του Αγίου Φωτός στα Ιεροσόλυμα έγινε κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας». Δηλαδή, σε απλούστατη μετάφραση, το φως, και μάλιστα το θείο, κινδυνεύει τόσο μέσα στον κόσμο ώστε μόνο με δρακόντεια μέτρα μπορεί να διασφαλιστεί η ύπαρξή του. Να αναγνωρίζεις τους κινδύνους που διατρέχει η ύπαρξη του φωτός, και μάλιστα του θείου, ενώ εξαίρεις ταυτόχρονα την επικράτησή του, όπως για τις μέρες τουλάχιστον του Πάσχα την έκανε αισθητή η μετακίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων προκειμένου να το τιμήσουν, συνιστά μια σχιζοφρένεια που τα απόνερά της απεικονίζονται με τον πιο εύγλωττο τρόπο τόσο στην πολιτική και στην κοινωνική όσο και στην ιδιωτική εκδοχή της ζωής των ανθρώπων. Σαν να πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία, όπως ακριβώς είναι, και η επιδιωκόμενη ως απαραίτητη – από τι άραγε; – χαλάρωση να γίνεται η προϋπόθεση ενός δύσκολα διευκρινίσιμης ταυτότητας κοινωνικού ζόφου.