Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε

Οι άνθρωποι, στις μεγάλες κρίσεις της ζωής τους, στους μεγάλους πόνους αλλά και στις μεγάλες χαρές τους, στις κατακρημνίσεις και στις εκτοξεύσεις τους, βγάζουν προς τα έξω βασικά χαρακτηριστικά και ένστικτα που, σε κανονικές συνθήκες, μπορούν να κρύβουν ή, τέλος πάντων, βρίσκονται σε καταστολή. Ετσι με έχει μάθει η εμπειρία των χρόνων μου. Οι εριστικοί γίνονται πιο εριστικοί, οι εγωκεντρικοί πιο εγωκεντρικοί, οι συνωμοσιολόγοι «ανακαλύπτουν» ακόμη πιο μεγάλες συνωμοσιολογίες, οι δύσπιστοι δεν πιστεύουν πλέον σε τίποτα, οι κακιασμένοι στάζουν από παντού δηλητήριο. Είναι διότι, σε κατάσταση έξαρσης του συναισθήματος και του τραύματος, η λογική παραμερίζει και αφήνει το θυμικό να κάνει κουμάντο. Αν μάλιστα, αυτό καλλιεργηθεί από τρίτους παράγοντες, η κατάσταση μπορεί να εκτροχιασθεί.

Η τραγωδία των Τεμπών είναι, πάνω απ’ όλα, ένα εθνικό τραύμα. Για όλους. Η σκέψη αυτών των ανθρώπων, νέων στην πλειονότητά τους, που «δεν έφτασαν ποτέ» ευαισθητοποιεί, συγκινεί, πονάει. Και «σκάβει» τις ψυχές, δημιουργώντας έτσι ένα εύφορο έδαφος για όποιον θέλει να «σπείρει» το οτιδήποτε. Αγανάκτηση, αμφισβήτηση, επαναστατικότητα, εμπάθεια, εχθροπάθεια, σύνδρομα καταδίωξης. Και φυσικά, τα συνήθη  «ζιζάνια» που βλέπουν φως και μπαίνουν. Δεν είναι η πρώτη και, σίγουρα, δεν θα είναι η τελευταία φορά που συμβαίνει αυτό σε αυτήν «τη χώρα όπου ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα» όπως λέει ο στίχος του Αγγελου Βλάχου. Ας θυμηθούμε τι έγινε στον χώρο του θεάτρου σε εκείνη την τραυματική περίοδο της αναγκαστικής, λόγω καραντίνας, «αγρανάπαυσης».

Κάπως έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο σήμερα, σε μία κατάσταση όπου αυτό που έχει παραμεριστεί εντελώς από το κάδρο είναι ο σεβασμός στη μνήμη των νεκρών. Η ειδησεογραφία έχει γίνει μια αρένα όπου αντιπαλεύουν απωθημένα, φιλοδοξίες, επαγγελματικές σκοπιμότητες, πολιτικές ανελίξεις, εχθροπάθειες, εμπάθειες, μίση, πάθη, ιδεοληψίες, υπαρξιακά συμφέροντα, μυστικά και ψέματα. Οι περισσότεροι δεν θυμούνται πια τα ονόματα των νεκρών, οι φυσιογνωμίες τους έχουν αρχίσει να θολώνουν. Αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά πλέον πραγματογνώμονες (κανονικούς και ντεμέκ), τους δικηγόρους τους, προϊσταμένους υπηρεσιών, προέδρους και αντιπροέδρους, ινστρούχτορες και περφόρμερ. Σε μία «παράσταση» τόσο κακή που αν και το έργο είναι τραγωδία, έχει αρχίσει να γέρνει προς την επιθεώρηση. Μια επίσης κάκιστη επιθεώρηση που, τελικά, προκαλεί θλίψη. Και που κάνει την αλήθεια, όχι απλά δυσδιάκριτη, αλλά ελάσσονος σημασίας. Διότι έτσι όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση, έτσι όπως έχει διαποτιστεί το «έδαφος» των συνειδήσεων, έτσι όπως καλλιεργήθηκαν πεποιθήσεις, ισχύει το πιραντελικό «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε». Μια απόλυτη σύγχυση ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, την ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα.

Ολοι εναντίον όλων

Είναι γνωστό ότι έχουμε την παγκόσμια, ιστορική πατέντα του εμφύλιου πολέμου αφού ο πρώτος που κατέγραψε η Ιστορία ήταν αυτός της Κέρκυρας. Ετσι και τώρα άρχισαν οι διχασμοί. Με τόσο αναμενόμενα τα αντίπαλα στρατόπεδα ώστε το θέμα να χάνει το ενδιαφέρον του. Δέδες καρφώνει Βερβεσό, Καρυστιανού ελέγχει Δέδε, Βερβεσός «πετάει αετό» με κάτι τύπου «δεν είναι αυτό που νομίζετε». Η κυβέρνηση που είχε το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΣΑΜ σαν παιδί της, τώρα το αποκληρώνει, ερευνάται επισήμως ο ρόλος Λακαφώση, ο Βελόπουλος έπιασε τις κατάρες, η Κωνσταντοπούλου τους βρίζει όλους, όλοι βρίζουν τον Ανδρουλάκη, τον Μητσοτάκη επίσης, να σου και οι υποκλοπές ξανά επί σκηνής. Τα μέιλ μεταξύ Ακού και Παπαδημητρίου στον αέρα, το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ εγκαλεί τη Σοφία Γιαννακά διότι έγραψε τη γνώμη της για τη Μαρία Καρυστιανού, οι δημοσιογράφοι που διακινούσαν μέχρι τελείας το μύθευμα για το Μαράκι του Εβρου το θεωρούν απολύτως σωστό και υποστηρίζουν την έγκληση.

Ο πιο τραυματικός διχασμός όμως είναι ανάμεσα στους συγγενείς των θυμάτων και η στοχοποίηση αυτών που, όπως η Γιαννακά, δεν «συντονίζονται με την κοινή γνώμη». Μπήκα στο προφίλ του Νίκου Πλακιά, διάβασα τι του σέρνουν επειδή είπε ότι πιστεύει πως δεν υπήρχε παράνομο φορτίο στο τρένο και ανακατεύτηκε το στομάχι μου, ένιωσα την απόλυτη ετεροντροπή. Διότι συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν χαροκαμένοι πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.