Η άλωση της πόλης από τις αδερφές Γαργάρα

Οι αδερφές Γαργάρα, Μαγιοπούλα και Φιλοθέη, ονειρεύονται την Αθήνα σαν απόλυτο προορισμό της επαρχιακής μίζερης ζωής τους τις χρονιές 1959 και 1960.

[…] Η χιονισμένη Ακρόπολη ζωντάνεψε. Το χιόνι έγινε άσφαλτος και η γυάλινη σφαίρα άνοιξε στα δύο, να υποδεχθεί τη Φιλοθέη… Χωρίς δισταγμό, πέρασε εκείνη μέσα στο αθηναϊκό σκηνικό, έκθαμβη για τον κόσμο που της προσφερόταν. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Πέρασε από πλατείες δεντροφυτεμένες με νεραντζιές φορτωμένες πορτοκαλόχρυσους καρπούς, από δρόμους με λευκές διαγραμμίσεις, όπως τις μέρες που η Ροδόσταμη τιμούσε τις εθνικές γιορτές, μόνο που εδώ κάθε μέρα και κάθε ώρα ήταν γιορτή, από λεωφόρους με ονόματα βασιλέων που άντεχαν στη λήθη και στις κόρνες των αυτοκινήτων.

Είχε τη βεβαιότητα πως τα πόδια της πατούσαν σε κάτι στέρεο μα απροσδιόριστο – μια παντελώς νέα εφεύρεση για μετακινήσεις. Στο τέρμα της οδού Αιόλου – «Μα πού είναι οι άνεμοί σου, κύριε Αίολε;» αναρωτήθηκε – η Ακρόπολη φάνταζε σαν μισοφαγωμένη ηλιόλουστη τούρτα από νόστιμο γλάσο αμυγδάλου. Η ταχύτητα τη ζάλιζε ευχάριστα, όπως και οι μεγάλες βιτρίνες με τις κούκλες ανδρών και γυναικών, που φορούσαν ρούχα τα οποία εκ πρώτης όψεως φαίνονταν υπέροχα και πανάκριβα. Δεύτερη εκτίμηση δεν πρόλαβε να κάνει, γιατί το όχημα ή ό,τι τέλος πάντων ήταν αυτό που τη μετέφερε, έτρεχε με τρελό κέφι…

ΚΙΤΡΙΝΟΙ ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΙ. Εβλεπε, αλλά δεν χρειαζόταν ξεναγό να της εξηγεί τι έβλεπε. Γιατί γνώριζε τα πάντα με μια ανεξήγητη διαισθητική γνώση. Πλησιάζοντας στην Πλατεία Ομονοίας, δεκάδες άντρες διαφορετικής κοψιάς συζητούσαν σε θυμωμένες ποδοσφαιρικές διαλέκτους για τα πάθη των γηπέδων, ενώ γύρω από την πλατεία κάτι κίτρινοι αργόσυρτοι ιπποπόταμοι με κέρατα, τα τρόλεϊ, κινούνταν σαν να ανήκαν σε κάποιο ξεκούρντιστο καρουσέλ… Προχωρώντας, είδε θέατρα, διάσπαρτα σε κεντρικούς δρόμους και παρόδους, να ανάβουν τα φώτα τους φανερώνοντας ονόματα, που κάποια τα γνώριζε η Φιλοθέη από το σινεμά. Να και η Παλαιά Βουλή, με το άγαλμα του Κολοκοτρώνη καβάλα σε ένα περήφανο άλογο και, δυο δρόμους πιο πάνω, η Πλατεία Συντάγματος και το Κοινοβούλιο. Δίπλα του, λίγο σκοτεινός εξαιτίας του βιαστικού νοεμβριάτικου απογεύματος, ο Βασιλικός Κήπος.

Ξαφνιάστηκε ευχάριστα όταν είδε ένα μικρό σμήνος παγονιών να ξεπετιέται από τον πρασινόμαυρο πολτό του κήπου με ανοιγμένες τις ανοικονόμητες ουρές τους, τις κεντημένες με πολύχρωμα μεταξωτά δάκρυα. Εκαναν φούρλες, πλησίαζαν το έδαφος, όμως αμέσως μετά ξανακέρδιζαν ύψος, ώσπου χάθηκαν πέρα, προς τα πολυτραγουδισμένα Φάληρα, που στα τηγάνια τους φρέσκες μαρίδες θυσιάζονταν περιχαρείς για τη βραδινή πελατεία. […]

Ο ουρανός, σταθερά σε βιολετί αποχρώσεις, όπως στα τραγούδια, σκούραινε όσο βάθαινε προς τη θάλασσα. Λίγο προτού κλείσουν οι φύλακες τις πύλες του Βασιλικού Κήπου, τα παγόνια επέστρεψαν στις φωλιές τους. Η Φιλοθέη μπήκε στην κατάφυτη οδό Ηρώδου Αττικού και, με επιδέξια ζιγκ-ζαγκ, πέρασε ξυστά από το μαρμάρινο στάδιο των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων. Εκανε πέντε γύρους πέριξ των Ανακτόρων. Μέσα είχαν ανάψει τα φώτα, ενώ από κάποιο μισάνοιχτο παράθυρο μια από τις βασιλοπούλες βασάνιζε το πιάνο. Ακούστηκαν γέλια… κι έπειτα μια μελωδία, που η Φιλοθέη ενστικτωδώς ονόμασε «Αντάτζιο του κυρίου Μπαχ», φόρτισε τη δροσερή νύχτα με μια μελαγχολία που της έφερε δάκρυα. Πού να βρισκόταν άραγε το όμορφο βασιλόπουλο, που με ένα μόνο χτύπημα του χεριού του και μια εξωτική κραυγή μπορούσε να διαλύσει μια στοίβα τούβλων; Τον είχε δει στα «Επίκαιρα» στον κινηματογράφο και τον θαύμασε… Αλλά τα φώτα, τα πολλά φώτα, τα πολύχρωμα φώτα, έρχονταν ζαλιστικά καταπάνω της. Το όχημα που τη μετέφερε, σαν να συμμερίστηκε τη ζάλη της, τζουπ, την πέρασε μέσα από μια μεγάλη σχάρα.

ΥΠΟΓΕΙΑ ΠΟΛΗ. Βρέθηκε σε μια υγρή, υποφωτισμένη στοά, κάτω από τους μεγάλους δρόμους, που μύριζε αποσύνθεση και αντιλαλούσε από σπαράγματα φράσεων. Φράσεις που δεν έβγαζαν νόημα, όμως καταλάβαινε πως προέρχονταν από σωλήνες και καλώδια διαφόρων μεγεθών και χρήσεων: καλώδια τηλεφώνων, σωλήνες ύδρευσης και αποχέτευσης… Ολόκληρη η πόλη υπήρχε υπογείως σαν μια δεύτερη πρωτεύουσα, με λεπτομέρειες όμως που δεν αφορούσαν τους επάνω…

Καθαρότερα ακουγόταν ένα λαϊκό άσμα από έγχορδα με ήχο σφυριού και μια φωνή σκουριασμένη να θρηνεί:

«Από μητέρα ορφανός

κι από πατέρα νόθος

στο τέλος έγινα οδηγός

στο λεωφορείον ο πόθος…»

Γρήγορα τη φωνή την αντικατέστησαν ποτήρια και πιάτα που έσπαγαν με φολκλορικό μένος. Η Φιλοθέη αναζήτησε τη φρεσκάδα της αθηναϊκής ψύχρας… Την αλήθεια του πάνω κόσμου… Οποιος κι αν ήταν αυτός…

Απόσπασμα από το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη «Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα» (εκδ. Διόπτρα) που θα κυκλοφορήσει στις 24 Απριλίου