Η ανώμαλη προσγείωση της Αμερικής

Ενα είναι το σίγουρο με τον Τραμπ. Οι επιπτώσεις της επικράτησής του θα είναι μακροχρόνιες, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της προεδρίας του. Είναι πολύ πιθανό οι Ρεπουμπλικανοί να χάσουν τις ενδιάμεσες εκλογές και επομένως η εξουσία του προέδρου να περιοριστεί από την αντίθετη πλειοψηφία του Κογκρέσου. Πιθανόν επίσης είναι να επιβεβαιωθεί ότι πρόκειται για μια αλλοπρόσαλλη εξουσία χωρίς στρατηγική και σαφείς στόχους που γρήγορα θα χάσει την ορμή, την αλαζονεία και τον χυδαίο τσαμπουκά που προς το παρόν εκπέμπει. Πιθανόν τέλος να αποδειχτεί άκρως αντιφατική η «συμμαχία» δύο διαφορετικών οικονομικοκοινωνικών μπλοκ που στηρίζουν ως τώρα τον τραμπισμό. Από τη μια οι ολιγάρχες της τεχνολογίας που πρωταγωνιστούν στην ανοιχτή παγκόσμια αγορά και από την  άλλη ο κόσμος των χιλιμπίλι, η λευκή λαϊκή Αμερική της «ζώνης της σκουριάς» που υποτίθεται ότι θα επανεκβιομηχανιστούν λόγω των δασμών που βάζει ο Τραμπ ανά τον κόσμο.

Παρ’ όλα αυτά, οι επιπτώσεις της προεδρίας Τραμπ θα είναι ριζικές και μακροχρόνιες. Καταρχάς για την ίδια την Αμερική. Θα είναι ο πρόεδρος που θα την κάνει «μικρή». Με την έννοια ότι θα ακυρώσει για το ορατό μέλλον τη δυνατότητα η Αμερική να συνεχίσει να λειτουργεί ως καθοριστικός ρυθμιστικός παράγοντας της παγκοσμιοποίησης και ως ηγέτιδα δύναμη της ενιαίας Δύσης. Και οι δύο αυτές δυνατότητες ήταν που «έκαναν την Αμερική μεγάλη». Γιατί της εξασφάλισαν την ηγεμονία, που δεν είναι μόνο ισχύς, αλλά ιδεολογική ελκτικότητα, συμμαχίες, εγγύηση των κανόνων του διεθνούς συστήματος.

Η αλήθεια είναι ότι ήδη από τη δεκαετία του 1970 η συζήτηση και η διαμάχη για το «τέλος της αμερικανικής ηγεμονίας» έρχεται και επανέρχεται. Κάποιες χώρες μείωναν την απόσταση που τις χώριζε από την Αμερική δίνοντας λαβή στον σχετικό προβληματισμό που αργότερα όμως κόπαζε, καθώς οι επίδοξοι ανταγωνιστές υποχωρούσαν. Η Σοβιετική Ενωση και ο κομμουνιστικός κόσμος αναγκάστηκαν να πετάξουν την πετσέτα στο ρινγκ, νωρίτερα από το οριστικό τέλος τους το 1989. Η ισχυροποίηση της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1990 έκανε πολλούς να μιλούν για τον «ιαπωνικό αιώνα» που θα ερχόταν, πρόβλεψη που διαψεύστηκε σχετικά γρήγορα. Εδώ και κάποια χρόνια ο νέος ανταγωνιστής είναι η Κίνα, νέος αλλά και πραγματικός. Καμία άλλη χώρα δεν έχει πλησιάσει τόσο τις ΗΠΑ σε βασικούς τομείς, περιλαμβανομένων των εξοπλισμών, γεγονός που κάνει πολλούς να μιλούν για τον επερχόμενο «κινεζικό αιώνα». Καμία λοιπόν έκπληξη που η κινεζική ηγεσία αισθάνεται ασφαλής και αποφασισμένη να απαντήσει με το ίδιο νόμισμα στις αλαζονείες και τις ασχετοσύνες του Τραμπ. Οπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, οι αμερικανικοί ηγετικοί κύκλοι και οι σημαίνοντες αναλυτές διχάζονται για το πόσο πραγματικά απειλούνται από τους εκάστοτε εμφανιζόμενους ανταγωνιστές, για το αν όντως η χώρα τους είναι καταδικασμένη να υποβαθμιστεί στον διεθνή ανταγωνισμό. Ο ίδιος διχασμός καταγράφηκε σχετικά με την Κίνα. Μήπως είναι υπερβολική η αγωνία για την ισχυροποίηση της Κίνας; (The nonsense behind America’s Trade War, Editorial Washington Post, 4/4/2025); Ή αντιθέτως, μήπως υποεκτιμούμε την ισχύ της Κίνας; (Campbell K.M., Doshi, R, Underestimating China, Foreign Affairs, May/June 2025). Πέρα από τις διαφορετικές εκτιμήσεις, η Κίνα αναγορεύεται στον μόνο σοβαρό ανταγωνιστή της Αμερικής, αλλά ο τρόπος αντιμετώπισής της διαφοροποιεί τις στρατηγικές επιλογές.

Στην πραγματικότητα, η Αμερική ήταν υποχρεωμένη να προσαρμοστεί στο νέο διεθνές περιβάλλον που διαμορφώθηκε από την αλλαγή των συσχετισμών την οποία προκάλεσε η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των τελευταίων σαράντα περίπου χρόνων. Οι προηγούμενες ισορροπίες έχουν τιναχτεί στον αέρα. Αν ήταν πολιτικά δυνατή μια συνεργατική διαπραγμάτευση με στόχο την καθιέρωση μιας νέας διεθνούς ισορροπίας, αυτή θα απαιτούσε οι τρεις πρωταγωνιστές της παγκόσμιας οικονομίας (ΗΠΑ, Κίνα, Γερμανία/Ευρώπη) να αλλάξουν ουσιωδώς και συνδυασμένα τα εθνικά μοντέλα ανάπτυξής τους. Η Γερμανία έπρεπε να εγκαταλείψει την υπερβολική στήριξη στις εξαγωγές, τη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, την περιορισμένη ανάπτυξη της εσωτερικής ζήτησης και την παρεμπόδιση του κοινού δανεισμού σε επίπεδο ευρωζώνης. Η αλήθεια είναι ότι σπρώχνεται προς τα εκεί γιατί έχασε τη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία, τις μεγάλες εξαγωγές προς την Κίνα, ενώ μένει στρατιωτικά ακάλυπτη λόγω της απόσυρσης της Αμερικής από το ΝΑΤΟ. Η Κίνα θα έπρεπε να πάψει επίσης να στηρίζεται τόσο στις εξαγωγές, να άνοιγε περισσότερο την εθνική της αγορά, να ενίσχυε την εσωτερική της ζήτηση ώστε να δέχεται και αυτή περισσότερα αγαθά ξένων χωρών, να σταματούσε τη συστηματική και κρατικά καθοδηγημένη υποτίμηση του νομίσματός της. Η Αμερική με τη σειρά της δεν μπορούσε να συνεχίσει με το διπλό έλλειμμα (δημοσιονομικό και εμπορικό), ούτε να είναι ο μεγάλος παγκόσμιος καταναλωτής, χωρίς να επιβαρύνει τους όρους δανεισμού της, σημαντικό μέρος του οποίου εξαρτάται από την Κίνα. Ηταν υποχρεωμένη να αναπροσαρμόσει τη θέση και τη λειτουργία της στο νέο διεθνές περιβάλλον.

Ο Τραμπ όμως με την ασυναρτησία και την αντιφατικότητα των επιλογών του, την υποχρεώνει να κάνει μια ανώμαλη προσγείωση επί ανωμάλου εδάφους. Η άποψη ότι κάνει τον κακό για να κερδίσει πόντους στις διαπραγματεύσεις με όλους τους άλλους, είναι επικίνδυνα καθησυχαστική. Προφανώς κάποια στιγμή θα διαπραγματευτεί, ακόμα και με την Κίνα, όμως ήδη έχει εισαγάγει μια θεμελιακή αστάθεια στη διεθνή σκηνή, έχει υποσκάψει την αξιοπιστία και την πολιτική φερεγγυότητα της Αμερικής, όχι μόνο λόγω των εμπορικών πολέμων αλλά και λόγω της απόλυτης συγκέντρωσης της εξουσίας στο πρόσωπό του. Ο Τραμπ δεν εκπροσωπεί τη σχολή του «απομονωτισμού» που παραδοσιακά υπάρχει στην Αμερική, αλλά μια ακατέργαστη νοοτροπία νέου ιμπεριαλισμού, σε έναν κόσμο γενικής αταξίας που γνώμονας θα είναι η πολιτική ισχύς αποδεσμευμένη από κανόνες και ηθικές δεσμεύσεις.

Μόνο που οι άλλες χώρες δεν είναι υποχρεωμένες να αποδεχτούν το πεδίο που ορίζει ο Τραμπ – και ίσως αποδειχτεί ότι ούτε ο ίδιος ούτε η Αμερική έχουν την ισχύ που νομίζουν. Ηδη η Ευρώπη αναζητά με σχετική ετοιμότητα μια νέα θέση στο διεθνές παιχνίδι. Δεν έχει κανένα λόγο να επιδιώξει μια ριζική σύγκρουση με τις ΗΠΑ, καθώς υπάρχει πάντα και η «άλλη Αμερική» που ελπίζουμε ότι θα ανασυγκροτηθεί κάποια στιγμή. Από την άλλη, όμως, δεν θα πρέπει να λειτουργήσει ως υποτελής σύμμαχος σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας όπως επιδιώκει ο Τραμπ. Αντιθέτως θα πρέπει να διαπραγματευτεί αυτονόμως με την Κίνα. Η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είχε παραγάγει ανισορροπίες και οξυμένους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς πριν από τον Τραμπ. Η νέα ηγεσία της Αμερικής φέρνει την κατάσταση στα άκρα. Η Δύση ως ενότητα έχει μπει στο ψυγείο. Η Ευρώπη θα έβρισκε έναν ιστορικό ρόλο αν γινόταν ενεργός παράγοντας για την προώθηση ενός νέου κύκλου παγκοσμιοποίησης πιο ισορροπημένης και πιο δίκαιης.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο