Είναι τραγικό, πλην όμως τελεσίδικο: μπορεί πια να μιλά κανείς με πιστοποιημένη ακρίβεια αν παραφράσει σε «Η Ελλάς αυτοκτονούσα» το διάσημο «Η Ελλάς ευγνωμονούσα», τον τίτλο του έργου – συμβόλου της ελληνικής απελευθέρωσης από τη μακραίωνη οθωμανική υποδούλωση, του Θεόδωρου Βρυζάκη. Επειδή δύο αιώνες από την ημέρα που ξεκίνησε η Επανάσταση του 1821 για την απελευθέρωση ενός μικρού, υπόδουλου έθνους και που απαιτήθηκε ακόμα περισσότερο από ένας αιώνας για την εθνική ολοκλήρωση της χώρας που τελικά γεννήθηκε, όλοι γεμάτοι ποταμούς αίματος, τώρα, αυτή η χώρα πεθαίνει. Για την ακρίβεια, πολύ πιο απελπιστικά, αυτοκτονεί. Σε λιγότερα από 50 χρόνια η Ελλάδα θα είναι πλέον μια γεροντική πληθυσμιακή σκιά του σημερινού εαυτού της με απροσμέτρητες συνέπειες σε όλα τα επίπεδα, με πρώτη την οξεία υπαρξιακή της διακινδύνευση.
Οι γενιές εκείνων των αγώνων έζησαν και πέθαναν ασταμάτητα διά πυρός και σιδήρου για να δημιουργήσουν μια πατρίδα γι’ αυτό το υπόδουλο μικρό έθνος. Και όχι μόνο το κατάφεραν, πέρα από κάθε λογική και εκτίμηση της εποχής, αλλά έπειτα μεγάλωσαν τον τόπο, ενέταξαν πολεμώντας εκτάσεις και πληθυσμούς που περίμεναν επίσης αιώνες αυτή τη λύτρωση και έτσι του έδωσαν επαρκή υπόσταση που του επέτρεψε να υπάρξει, να ζήσει, να αναπτυχθεί. Και σήμερα συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο: η Ελλάδα σβήνει. Και, με δημογραφικούς όρους, ταχύτατα.
Αυτό κατέδειξαν δραματικά, για πολλοστή άλλωστε φορά, τα όσα παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα η Eιρήνη Ανδριοπούλου, επικεφαλής της αρμόδιας επιστημονικής μονάδας. Επειδή τα πορίσματα της μελέτης τους είναι ουκ ολίγα και λένε ακόμα πιο πολλά, θα έπρεπε άπαντες να ανατρέξουν σε αυτά μπας και ταρακουνηθούν επιτέλους από το μαύρο σκοτάδι που έρχεται. Ομως εδώ ας μείνουμε στο κυριότερο όλων. Οπως λοιπόν είπε, «η πτώση στον συνολικό πληθυσμό της Ελλάδας μέχρι το 2070 εκτιμάται ότι θα πλησιάσει το 25%».
Η προσοχή από τη συνθλιπτική αυτή θέση, που δεν είναι πρώτη φορά που βεβαιώνεται από τους ειδικούς, περιορίστηκε σε μία μόνο, ασφαλώς μεγάλης σημασίας επίσης όψη της: το Συνταξιοδοτικό, καθώς η εν λόγω παρουσίαση κυρίως αυτό αφορούσε. Και κατέδειξε το αυτονόητο: ότι εκείνη η μικρή χώρα γερόντων δεν θα είναι ασφαλώς σε θέση να τους καταβάλλει, πραγματικά όμως, συντάξεις, όπως επίσης, προφανώς, και να καλύπτει τις βασικές ανάγκες που οφείλει να εκπληρώνει ένα στοιχειώδες κοινωνικό κράτος: δηλαδή, επ’ αυτών, η Ελλάδα θα πάει… εκατό χρόνια πίσω.
Η Ελλάδα της πτώχευσης έδιωξε, στην κυριολεξία, από έναν πληθυσμό κάτω των δέκα εκατομμυρίων, περισσότερους από 500.000 νέους παραγωγικούς ανθρώπους. Τους έδιωξε γιατί τους στέρησε το μέλλον. Η πολιτική τάξη που τη διευθύνει, αλλά και οι πολίτες, όλοι εμείς που τη συντηρήσαμε και το κάνουμε, όσοι το κάνουμε, μα επίσης αναδείξαμε μία άλλη δήθεν «νέα» ως ελπίδα που αποδείχθηκε τρισχειρότερη, τους στέρησε κάθε ελπίδα να ζήσουν σαν άνθρωποι στον τόπο τους. Κάτι που πέτυχαν όπου κι αν πήγαν στον κόσμο. Και γι’ αυτό ακριβώς, παρά τα γελοία παραμύθια της κυβέρνησης, ουδέποτε πρόκειται να επιστρέψουν: θα ήταν ένα είδος δικής τους αυτοκτονίας σε μια χώρα που λειτουργεί σαν να τους μισεί.
Ποιος από τους λιγοστούς νέους, γιατί εκεί είναι το ζήτημα, θα δουλεύει και με ποιες αμοιβές για να πληρώνει τις συντάξεις των συγκριτικά δραματικά περισσότερων γερόντων που θα έχουν απομείνει; Οταν μάλιστα ήδη οι σημερινοί νέοι που δεν έφυγαν είναι περίπου αδύνατον πια να κάνουν οικογένειες στο ελληνικό οικονομικό ψευτοεπίτευγμα, που θα έπρεπε να ντρέπονται όσοι μιλούν γι’ αυτό;
Και αυτό δεν είναι καν το χειρότερο. Το χειρότερο είναι ότι όσο η Ελλάδα θα συρρικνώνεται σταθερά και αναπότρεπτα, την ίδια ώρα θα βρίσκεται διαρκώς υπό την όλο και πιο επιθετική απειλή μιας Τουρκίας που, αντιθέτως, θα εκτινάσσεται σε όλα τα επίπεδα – και δημογραφικά. Πολύ απλά, λοιπόν, δεν θα συντρέχουν καν οι ελάχιστες προϋποθέσεις για να τη σταματήσει κανείς. Αυτή είναι η καρδιά της τραγωδίας που βρίσκεται πια μία ανάσα μακριά: ότι διαμορφώνονται αδήριτα οι προϋποθέσεις να μην υπάρχει αντικειμενική επάρκεια υπεράσπισης αυτού του τόπου, που χτίστηκε με τόσο αίμα…