
Τώρα που το πράγμα ανακατεύεται επικίνδυνα και προφανώς εις βάρος των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών θα χρειαστεί να ξαναθυμηθούμε ορισμένα βασικά πράγματα. Η εκατέρωθεν εργαλειοποίηση αλλά και το λυσσαλέο μίσος που φαίνεται πως απλώνεται πάνω από το τρομερό δυστύχημα έχει μετακινήσει την όλη συζήτηση και την έχει απομακρύνει από τις βασικές εκκινήσεις του ίδιου του γεγονότος.
Ας θυμηθούμε λοιπόν ξανά ότι με τρόπο αδόκητο, αναπάντεχο, τραγικό και αδικαιολόγητο δύο αμαξοστοιχίες βρέθηκαν να κινούνται στην ίδια τροχιά για παραπάνω από δώδεκα λεπτά το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023. Αυτό από μόνο του είναι ένα σκανδαλώδες θέμα το οποίο όχι απλώς δεν έχει απαντηθεί, όχι απλώς φαίνεται πως δεν έχει διερευνηθεί αλλά και όλες οι παράμετροι που εξελίσσονται γύρω από το ίδιο το δυστύχημα περισσότερο θολώνουν το ίδιο το πρωταρχικό αυτό γεγονός. Γιατί δύο αμαξοστοιχίες βρέθηκαν στην ίδια τροχιά και γιατί αυτό συνέβη για ένα μέσο το οποίο θεωρείται το πιο ασφαλές – μαζί με το αεροπλάνο – για τον απλό πολίτη; Το ερώτημα αυτό πάει πάνω σε έναν πυρήνα που προφανώς έχει συγκλονίσει και έχει στεναχωρήσει τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων. Τους ίδιους που έχουνε κατέβει στα δύο μαζικότερα συλλαλητήρια της Μεταπολίτευσης θέτοντας το απλό: γιατί ένα παιδί να επιβιβάζεται σε τρένο και να σκοτώνεται σε απλό δρομολόγιο;
Τα έτερα ερωτήματα αθροίζονται. Περιείχε κάτι η εμπορική αμαξοστοιχία; Πώς προκλήθηκε αυτή η τρομερή έκρηξη; Τι συνέβη αμέσως μετά το δυστύχημα και για ποιον λόγο οι επιχειρησιακοί και πολιτικοί υπεύθυνοι δεν σεβάστηκαν τον ίδιο τον τόπο του δυστυχήματος; Τι είδους ανακριτική πράξη εξελίχθηκε πάνω στον τόπο του δυστυχήματος. Ερωτήματα αμείλικτα τα οποία επίσης μένουν αναπάντητα – πολύ περισσότερο από χθες με τον πόλεμο για το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ. Ορισμένοι εκ του πονηρού ανακατεύουν το πρωταρχικό ερώτημα του δυστυχήματος με το τι υλικό περιείχε – αν περιείχε η εμπορική αμαξοστοιχία – λες και το δεύτερο αθωώνει το πρώτο ή λες και το δεύτερο απλώς ενισχύει το πρώτο.
Η υπόθεση μετακινήθηκε στη Βουλή και καλώς έχει μετακινηθεί γιατί το Σύνταγμα μας δίνει το δικαίωμα η Ολομέλεια να λάβει τα χαρακτηριστικά προανακριτικής επιτροπής και να εξετάσει τις πολιτικές ευθύνες αν τυχόν υπάρχουν. Και εδώ όμως φαίνεται πως η ίδια η διαδικασία όπως έχει εξελιχθεί και όπως έχει επιλέξει η ίδια η κυβέρνηση να εξελιχθεί απλώς δεν συμβάλλει στη διερεύνηση του δυστυχήματος αλλά αντίθετα οριοθετεί την κουβέντα σε μία πολιτική αντιπαράθεση που το μόνο που κάνει είναι να καθιστά το πολιτικό και κοινοβουλευτικό σύστημα ακόμη πιο απαξιωμένο και ακόμη πιο απεχθές για πολύ κόσμο. Εχουμε τη διαύγεια να διερευνήσουμε ψύχραιμα και σε βάθος τα αίτια του δυστυχήματος; Από όσο θα φανεί μάλλον όχι και αυτό είναι ένα ακόμη πλήγμα στην καρδιά της Δημοκρατίας.