Κακόβουλη δικομανία

Στη χώρα μας μερικοί άνθρωποι –ακτιβιστές, μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, συνδικαλιστές, μανιακοί δημόσιοι επικριτές των μη ομοϊδεατών τους– καταχρώνται, δυσφημώντας άτομα, του δικαστικού συστήματος υπεραπασχολώντας ανθρώπινους πόρους. Αν και το σύστημα της δικαιοσύνης είναι υπερφορτωμένο με συνέπεια μεγάλες καθυστερήσεις, δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμα αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης των περιττών μηνύσεων εναντίον προσώπων με τα οποία κάποιοι δικομανείς διαφωνούν ιδεολογικά ή που απλώς σιχαίνονται. Έχουμε δείξει υπερβολική ανοχή τόσο έναντι ηθικολόγων που δεν κατανοούν τους κανόνες της δημοκρατίας –όπως φαίνεται να είναι, λόγου χάρη, το Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ– όσο και έναντι εμμονικών σταυροφόρων της ηθικής και της πολιτικής ορθότητας, οι οποίοι ταλαιπωρούν τον μηχανισμό, επιβαρύνουν τους δικαστικούς με αγγαρείες και προκαλούν δίκες άνευ περιεχομένου. Ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Φλωρίδης έχει κατανοήσει το πρόβλημα, αλλά, όπως σε πολλές χώρες, τις κακόβουλες διώξεις ευνοούν οι επιταγές του «κοινού αισθήματος», των χρηστών ηθών και των περιορισμών που τίθενται στον λόγο και στην έκφραση –το φαινόμενο δύσκολα μπορεί να εκριζωθεί.

Η κακόβουλη δίωξη είναι μια αδικοπραξία. Περιλαμβάνει αγωγές και μηνύσεις αστικής ή ποινικής φύσεως που ασκούνται χωρίς επαρκή αίτια και που συχνά απορρίπτονται υπέρ του εναγομένου, έχοντας ωστόσο απασχολήσει, ανώφελα, τον μηχανισμό απόδοσης δικαιοσύνης. Σε ορισμένες δικαιοδοσίες, ο όρος «κακόβουλη δίωξη» υποδηλώνει την παράνομη έναρξη ποινικής διαδικασίας, ενώ ο όρος «κακόβουλη χρήση της διαδικασίας» υποδηλώνει την παράνομη κίνηση αστικών διαδικασιών. Στις περισσότερες χώρες οι δικηγόροι που αναλαμβάνουν ποινικές διώξεις, καθώς και οι δικαστές, προστατεύονται από την αδικοπραξία για κακόβουλη δίωξη μέσω διατάξεων περί εισαγγελικής και γενικότερα δικαστικής ασυλίας. Η προσφυγή στη δικαιοσύνη, ακόμα κι όταν είναι επιπόλαιη («frivolous»), δεν επαρκεί για να χαρακτηριστεί κατάχρηση διαδικασίας. Η απλή κατάθεση ή η διατήρηση μιας αγωγής, ακόμη και για ακατάλληλο σκοπό, δεν αποτελεί επιχείρημα για κατάχρηση της διαδικασίας. Προκειμένου να προστατεύονται οι πολίτες, είμαστε συνήθως υποχρεωμένοι να υφιστάμεθα τους δικομανείς και τους φανατικούς πολίτες και θεσμούς οι οποίοι μηνύουν άλλους πολίτες και θεσμούς για φανταστικά εγκλήματα· για, κατά τη γνώμη τους, παραβιάσεις των νόμων. Ωστόσο, το βάρος στο δικαστικό σύστημα είναι δυσβάσταχτο: η εκδίκαση ασήμαντων υποθέσεων που σχετίζονται με μίσος, φθόνο, μνησικακία, ανταγωνισμό κτλ εκ μέρους των μηνυόντων καθυστερούν το έργο της δικαιοσύνης και δημιουργούν αδικίες. Συχνά, οι δικαστές υποχρεώνονται να διεκπεραιώνουν άσχετες υποθέσεις παραμερίζοντας άλλες που ίσως έχουν μεγαλύτερη κοινωνική σπουδαιότητα ή πιο επείγοντα χαρακτήρα. Αλλωστε, πιθανότατα, υπάρχουν δικαστές που δεν μπορούν να διακρίνουν τον βαθμό της κοινωνικής σπουδαιότητας και δεν προτεραιοποιούν τις υποθέσεις με ορθό τρόπο.

Από το 1989, στην Καλιφόρνια, το Ανώτατο Δικαστήριο προβλέπει επιβολή κυρώσεων για επιπόλαιη συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται «κακόβουλη» όταν, για παράδειγμα, το ίδιο άτομο μηνύει ένα άλλο άτομο ξανά και ξανά για το ίδιο υποτιθέμενο έγκλημα. Ανάμεσα στις κυρώσεις είναι η πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ατόμου το οποίο αναγκάζεται να δικαστεί χωρίς αποχρώντα λόγο. Ήδη, το 1766, το London Magazine έγραφε πως οι εναγόμενοι που αθωώνονται στο δικαστήριο θα έπρεπε να αποζημιώνονται εκ μέρους του μηνύσαντος. Σήμερα, σε δεκαέξι αμερικανικές πολιτείες προβλέπεται αποζημίωση του αθωωμένου κατηγορουμένου σε περίπτωση κακόβουλης δίωξης: διαφυγόντα κέρδη και βλάβη στη φήμη θεωρούνται ζημίες που μπορούν να αποκατασταθούν, εν μέρει, με χρήματα. Σύμφωνα με την καναδική νομολογία, οποιοδήποτε άτομο προβεί σε νομικές ενέργειες που πληρούν τα κριτήρια της κακόβουλης μήνυσης, μπορεί με τη σειρά του να μηνυθεί. Αυτό ισχύει φυσικά και κατά της αστυνομίας, κατά των εισαγγελέων του Στέμματος ή του υπουργείου Δικαιοσύνης που μπορούν εκ λάθους ή εκ προθέσεως να ταλαιπωρήσουν δικαστικά αθώους πολίτες. Η αδικοπραξία της κακόβουλης δίωξης εξετάστηκε το 2009 από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά στην υπόθεση Miazga vs Kvello Estate.

Η εν λόγω αδικοπραξία εξασφαλίζει μόνο το δικαίωμα των κατηγορουμένων να είναι απαλλαγμένοι από επιπόλαιες αγωγές που ασκούνται από ανερμάτιστους ενάγοντες. Για διάφορους λόγους που βασίζονται στη δημόσια τάξη, τα δικαστήρια αρνούνται επανειλημμένα να επιτρέψουν το αντίστροφο – μια αδικοπραξία κακόβουλης υπεράσπισης που θα προστάτευε το δικαίωμα των εναγόντων να είναι απαλλαγμένοι από επιπόλαιες υπερασπίσεις που προβάλλουν οι εναγόμενοι. Πάντως, γενικά πιστεύεται ότι αν αφαιρούνταν οι επιπόλαιες μηνύσεις και αν ορισμένες διαφορές επιλύονταν εξωδικαστικά, το σύστημα της Δικαιοσύνης θα ανέπνεε και θα λειτουργούσε ομαλότερα εξυπηρετώντας περισσότερους ανθρώπους. Εντούτοις, στη Βρετανία και σε άλλα κράτη δικαίου, η λεγόμενη barratry (λανθασμένη, επιπόλαιη και κακόβουλη δικομανία) αποποινικοποιήθηκε από τη δεκαετία του 1960 με αποτέλεσμα την αύξηση του όγκου των νομικών υποθέσεων. Σήμερα, ο όρος Lawfare –νομικός πόλεμος– περιγράφει συστηματικές προσπάθειες εξόντωσης ατόμων μέσω νομικών διαδικασιών, ενώ έχουν πολλαπλασιαστεί οι όροι που περιγράφουν τη στρέβλωση της δικαιοσύνης μέσω κακόβουλων μηνύσεων: πολλές από αυτές απευθύνονται στις διοικητικές αρχές –στην αστυνομία, στις δημαρχίες, στις τοπικές κυβερνήσεις– ενώ άλλες απευθύνονται σε άτομα με διαφορετικές ιδεολογικές τοποθετήσεις ή σε άτομα με τα οποία οι ενάγοντες είχαν συναισθηματικές σχέσεις και τα οποία θέλουν να εκδικηθούν.

Στη χώρα μας παρατηρείται η τάση «paper terrorism»: διάφοροι ακτιβιστές και σωτήρες υποβάλλουν μηνύσεις σε πρόσωπα που θεωρούν «ακροδεξιά» και τα οποία, κατά τη γνώμη τους, εκφράζουν ρατσιστικές θέσεις και, επιπλέον, δυσφημούν τους ίδιους με τον δημόσιο λόγο τους. Γι’ αυτά τα άτομα οι paper terrorists δεν ξέρουν τίποτα εκτός από φήμες και κουτσομπολιά του διαδικτύου. Αν και είναι ακάματοι, νομίζω ότι έχουν κουράσει ακόμα και τους δικαστικούς κλητήρες που βλέπουν τις ίδιες νομικές ομάδες να μπαινοβγαίνουν με φούρια και περισπούδαστο ύφος κάθε μέρα στα δικαστήρια.

Κάτι παρόμοιο ισχύει, για τους κύκλους των δημοσιογράφων τουλάχιστον, και σχετικά με το πειθαρχικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, το οποίο, εξαιτίας της σύνθεσής του –η οποία, εννοείται, προέκυψε από αρχαιρεσίες– ασκεί έλεγχο σε δημοσιογράφους που δεν είναι αρκούντως αριστεροί. Πρόκειται για εκδήλωση μικροεξουσίας σαν εκείνη που ασκούν με ζήλο οι μπασκίνες της επαρχίας.