
Οταν οι εκλογές πλησιάζουν, οι αυταρχικοί ηγέτες – που κρύβονται πίσω από μια ισχνή βιτρίνα δημοκρατίας – καταφεύγουν συχνά στην κατασκευή «εχθρών», έναντι των οποίων μπορούν να αντιπαραβληθούν ως πρωτεργάτες των λύσεων και λυτρωτές. Κατηγορούν ξένες δυνάμεις και επικαλούνται συνωμοσίες για την υπονόμευση της εθνικής σταθερότητας, της ασφάλειας και των παραδόσεων. Πρόκειται για μια παμπάλαια τακτική, στην οποία ο Βίκτορ Ορμπαν της Ουγγαρίας είναι ιδιαίτερα έμπειρος.
Από τότε που ανέκτησε την εξουσία, το 2010, ο κυβερνητικός συνασπισμός Fidesz-KDNP του ούγγρου πρωθυπουργού επινοεί συστηματικά αντιπάλους για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη. Το 2014, ο εξωτερικός εχθρός ήταν «ξένοι φορείς» που ήθελαν να «επιβάλουν την εξουσία τους» στον απλό ούγγρο πολίτη. Το 2018, ήταν ο γεννημένος στην Ουγγαρία αμερικανός φιλάνθρωπος Τζορτζ Σόρος, ο οποίος παρουσιάστηκε σε περίοπτη θέση σε διαφημιστικές πινακίδες, φυλλάδια και σε όλα τα κανάλια των μέσων ενημέρωσης που πρόσκεινται στην κυβέρνηση, ως ο ιθύνων νους ενός σχεδίου για μια «ολομέτωπη» επίθεση κατά του ουγγρικού κράτους. Και, το 2022, ήταν η κοινωνία των πολιτών και τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, που κατηγορήθηκαν ότι συνεργάζονται στενά με τους συμμάχους των ΗΠΑ για να «χειραγωγήσουν» την παγκόσμια δημοσιογραφική κάλυψη των εξελίξεων στην Ουγγαρία. Σε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο από τώρα, οι πολίτες της χώρας θα δώσουν και πάλι την ετυμηγορία τους στην κάλπη. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ένα αντιστεκόμενο κόμμα, με επικεφαλής τον Πέτερ Μαγιάρ, θα μπορούσε να ανατρέψει τον πρωθυπουργό. Το TISZA του Μαγιάρ κέρδισε πολύ έδαφος τον τελευταίο χρόνο, πετυχαίνοντας εντυπωσιακά αποτελέσματα ξεκινώντας από τις ευρωεκλογές του 2024, καθώς και αυξανόμενη δημόσια υποστήριξη για την εκστρατεία που επικεντρώνεται στην ανάγκη εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος της Ουγγαρίας.
Για τον Ορμπαν, ο Μαγιάρ αποτελεί ένα νέο και ανησυχητικό πρόβλημα. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους αντιπάλους του, οι οποίοι στοχοποιήθηκαν με βάση το πολιτικό τους υπόβαθρο ή τη σύνδεσή τους με κρίσιμα θεσμικά όργανα, ο Μαγιάρ ανήκει στην οικογένεια του Fidesz. Ηταν παντρεμένος με την πρώην υπουργό Δικαιοσύνης του Ορμπαν, Τζούντιτ Βάργκα, και ήταν επί μακρόν σύμμαχος της κυβερνητικής ελίτ.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η μηχανή προπαγάνδας του Fidesz προσπάθησε, και απέτυχε, να κατηγορήσει τον Μαγιάρ και άλλους «διεφθαρμένους πολιτικούς, δικαστές, δημοσιογράφους, ψεύτικες ΜΚΟ και πολιτικούς ακτιβιστές» ότι συνωμοτούν για την «ανατροπή της ουγγρικής δημοκρατίας». Αλλά και οι επιθέσεις σε αποδιοπομπαίους τράγους δεν αποδίδουν όπως οι προηγούμενες. Ενώ ο Τζορτζ Σόρος συνεχίζει να έχει κεντρικό ρόλο στην προπαγάνδα του Fidesz-KDNP, η πραγματικότητα είναι ότι ο Σόρος είναι πλέον 94 ετών, έχει αποσυρθεί σε μεγάλο βαθμό από τη δημοσιότητα και δεν είναι πλέον ο εκλογικός μοχλός που ήταν κάποτε για τον κυβερνητικό συνασπισμό. Οι πρόσφατες κυβερνητικές επιθέσεις και η παραπληροφόρηση, όπου ανάμεσα στους στόχους ήταν η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, καθώς και ο επικεφαλής της ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, δεν είχαν απήχηση, διαψεύδοντας την άποψη ότι οι περισσότεροι Ούγγροι δεν είναι φιλοευρωπαίοι και στη συντριπτική τους πλειονότητα τάσσονται κατά της συνέχισης της συμμετοχής στην ΕΕ. Οι επιθέσεις κατά του ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στο πλαίσιο της χρηματοδότησης και της ασφάλειας της ΕΕ, αποτυγχάνουν εξίσου να απομακρύνουν τους ψηφοφόρους από το κίνημα του Μαγιάρ.
Αυτό έχει οδηγήσει έναν ολοένα και πιο απελπισμένο Ορμπαν να διευρύνει την επίθεσή του και να καταφύγει, περαιτέρω, σε πιο ακραίες – και ολοένα και πιο αυταρχικές – τακτικές σε μια προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία. Η δημιουργία και η επακόλουθη αξιοποίηση ενός κυβερνητικού θεσμού, του Γραφείου Εθνικής Κυριαρχίας, για τη στοχοποίηση πολιτικών αντιπάλων, ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, ΜΚΟ και άλλων φωνών που ασκούν κριτική, σηματοδοτεί την πορεία του κυβερνητικού συνασπισμού ενόψει της προεκλογικής εκστρατείας.
Οι επόμενοι δώδεκα μήνες θα είναι κρίσιμοι, τόσο για τους Ούγγρους όσο και για εκείνους του ευρύτερου ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Οι ξεκάθαρες παρεμβάσεις της ΕΕ και άλλων δημοκρατών της διεθνούς κοινότητας έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν τον Ορμπαν, να διασφαλίσουν ότι οι βουλευτικές εκλογές της χώρας θα διεξαχθούν σε έναν καθαρότερο χώρο πληροφόρησης και, κυρίως, να ματαιώσουν κάθε σχεδιαζόμενη προσπάθεια υπονόμευσης της δημοκρατίας σε ένα ευρωπαϊκό κράτος-μέλος.
Ο Marius Dragomir είναι διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για τα ΜΜΕ και τη Δημοσιογραφία