
Η ανάπαυλα του Πάσχα έδωσε στα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης μια ανάσα και μια ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής τους: στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, επιβεβαιώθηκε πως η Πλεύση Ελευθερίας παραμένει σταθερά στη δεύτερη θέση – και αυτό λειτουργεί αρνητικά τόσο για το ΠΑΣΟΚ όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου έχει απευθείας εισροές ψηφοφόρων και από τους δύο.
Η αντίδραση της Χαριλάου Τρικούπη και της Κουμουνδούρου απέναντι στην Κωνσταντοπούλου, ωστόσο, είναι διαφορετική.
Χαμηλοί τόνοι από το ΠΑΣΟΚ
Στο ΠΑΣΟΚ επιλέγουν να κρατούν χαμηλούς τους τόνους – πλην λίγων εξαιρέσεων (που ανήκουν στην εσωκομματική αντιπολίτευση), οι υπόλοιποι δεν αναφέρονται στην Πλεύση και στην Κωνσταντοπούλου ονομαστικά, «στρίβοντας» στις ερωτήσεις που τους τίθενται. Μιλούν, ωστόσο, για κόμματα μονοπρόσωπα, χωρίς πολιτικό πρόγραμμα, που εκπροσωπούν τη διαμαρτυρία των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Αυτό είναι και το βασικό τους επιχείρημα – τέτοια κόμματα, λένε, με την εμφάνισή τους ευνοούν το αφήγημα της κυβέρνησης «Μητσοτάκης ή χάος», το οποίο «δεν στέκεται» όσο βασικός αντίπαλος είναι ένα κόμμα με προτάσεις και σχέδιο, όπως το ΠΑΣΟΚ. Η επιλογή οι επιθέσεις να μην είναι προσωπικές έχει από πίσω δύο σημεία: αφενός, την πεποίθηση των πράσινων στελεχών ότι οι επιθέσεις συσπειρώνουν τους δυνητικούς ψηφοφόρους γύρω από το πρόσωπο της Κωνσταντοπούλου και αφετέρου την καλή προσωπική σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του προέδρου του ΠΑΣΟΚ και της προέδρου της Πλεύσης έπειτα από δύο κοινές προτάσεις μομφής – και η Κωνσταντοπούλου έχει αναφερθεί, σε σχετικές ερωτήσεις, στη συνεργασία που είχαν, ενώ έχει ταχθεί υπέρ του Νίκου Ανδρουλάκη και για την υπόθεση των υποκλοπών, χαρακτηρίζοντάς την μια υπόθεση «που δεν πρέπει να κλείσει».
Κομμένες γέφυρες
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, η Κωνσταντοπούλου δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις ώστε η Κουμουνδούρου να απευθύνει κάλεσμα για προοδευτική συμπόρευση ή συνεννόηση. Στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στη Νέα Αριστερά, δεν τη συγκαταλέγουν καν στις αριστερές ή κεντροαριστερές δυνάμεις – όλοι, από την ηγεσία έως τα στελέχη του κόμματος, έχουν ξεκαθαρίσει πως δεν υπάρχει περίπτωση συνεννόησης. Αυτή η θέση έρχεται να υπενθυμίσει τις δύσκολες σχέσεις μεταξύ των πρώην συντρόφων: από το 2015, όταν η τότε πρόεδρος της Βουλής διαφώνησε με τις επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα, το γυαλί έχει σπάσει για τα καλά – ανά τα χρόνια, η Κωνσταντοπούλου δεν υπενθυμίζει απλώς την αλλαγή πλεύσης εκείνου του καλοκαιριού, αλλά αντιθέτως της καταλογίζεται πως σε κάθε ευκαιρία αποπειράται να αποδομήσει το αφήγημα της κυβερνώσας Αριστεράς, πάνω στο οποίο βασίζεται σ’ αυτή τη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά (με τον δικό της τρόπο) και η Νέα Αριστερά, με την οποία πολιτεύεται ο πρώην υπουργός Οικονομικών που ηγήθηκε εκείνων των διαπραγματεύσεων.
Η επόμενη ημέρα
Μένει να φανεί κατά τη διάρκεια του χρόνου ποια από τις δύο προσεγγίσεις είναι η πιο αποδοτική απέναντι στη δημοφιλία της Κωνσταντοπούλου ή αν θα υπάρξει αλλαγή στρατηγικής – και οι δύο πλευρές, πάντως, επιμένουν ότι πάνω στην κάλπη, όταν «θα κρίνονται προγράμματα» και η πιθανότητα μιας κυβέρνησης διαφορετικής από τη σημερινή, οι ψηφοφόροι θα σκεφτούν με άλλον τρόπο από αυτόν που σκέφτονται σήμερα. Τα προσεκτικά βήματα του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην Πλεύση θα μπορούσαν δυνητικά να ανοίξουν και μια νέα συζήτηση για την επομένη των εκλογών, ωστόσο εκτός του ότι υπάρχουν στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που έχουν αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο, και από την πλευρά της Κωνσταντοπούλου έχει τονιστεί πως δεν έχει διάθεση να δώσει συγχωροχάρτι σε κόμματα που έχουν ψηφίσει Μνημόνια – κλείνοντας την κουβέντα με συνοπτικές διαδικασίες.