«Κουβεντιάζοντας» με τον Σαίξπηρ

Κλωθογυρίζει μέρες στο μυαλό μου και προσπαθώ να το απωθήσω. Λέω, δεν βαριέσαι, οι εποχές άλλαξαν, τα παιδιά έχουν, πλέον, άλλες ανάγκες και αναπτύσσουν άλλες δεξιότητες. Οπότε πολύ σωστά το υπουργείο Παιδείας εγκαινίασε πριν από έναν, περίπου, μήνα την πλατφόρμα eVivlia όπου είναι διαθέσιμα είκοσι, προς το παρόν, βιβλία λογοτεχνίας που διδάσκονται στα σχολεία. Σε ηχητική μορφή και με τη συμμετοχή καλών ηθοποιών. Παράλληλα, ακούω ότι στη Σκανδιναβία, όπου, στα σχολεία, τα ηχητικά βιβλία έχουν εδώ και χρόνια αντικαταστήσει πλήρως τα χάρτινα, αρχίζουν να επιστρέφουν στις εργοστασιακές ρυθμίσεις της ανάγνωσης.

Φοβάμαι ότι ακούγομαι σαν τις γιαγιάδες του παλιού καιρού που θεωρούσαν κάθε επίτευγμα της τεχνολογίας «διαόλου πράμα». Ομως δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο χωρίς βιβλία. Χάρτινα. Ταλαιπωρημένα από τις μεταφορές. Λερωμένα από αντιηλιακά και άμμο στις σελίδες τους. Ή με δαχτυλιές από κέτσαπ και καλά κρυμμένα ψίχουλα. Με τηλέφωνα σημειωμένα στην εσωτερική πλευρά του οπισθόφυλλου. Και νάτος πάλι ο δαίμων της εξέλιξης να με τραβάει από το μανίκι. Τι ηχητικά, τι χάρτινα, το θέμα είναι να διαβάζει ο κόσμος.

Είναι όμως το ίδιο; Το δοκίμασα. Προσπάθησα να ακούσω ένα – δύο αγαπημένα μου βιβλία. Υστερα από λίγα λεπτά άρχισα να αισθάνομαι ελλιπής, ατελής. Ενιωθα ότι είχα απεμπολήσει μια βασική μου ικανότητα. Την ανάγνωση. Και σαν να θυμήθηκα, από το βάθος των δεκαετιών, το δέος μου όταν άρχισα να ξεχωρίζω τα γράμματα και προσπαθούσα να συλλαβίσω τα πάντα. Από τις επιγραφές στον δρόμο έως τους τίτλους των εφημερίδων. Τις καινούργιες λέξεις που είχα μπροστά μου ως σχήμα πλέον και αυτό λες και τους έδινε μια πλαστικότητα. Τότε ήταν που τα παραμύθια που μου διάβαζαν έγιναν ιστορίες διότι τις διάβαζα πια μόνη μου. Και μετά, επιστροφή στο παρόν και στις νέες συνθήκες, στις νέου τύπου προσβάσεις στη γνώση. Εξάλλου, πρέπει να το παραδεχθώ πως ούτε εγώ ούτε οι συνομήλικοι φίλοι μου διαβάζουμε όπως παλαιότερα. Προτιμάμε τις πλατφόρμες και δεν συζητάμε τόσο για βιβλία όσο για σειρές.   Και μένω με την αναρώτηση. Αν ο Ντοστογιέφσκι, ο Καραγάτσης, ο Παπαδιαμάντης, ο Ταχτσής ήξεραν ότι τα βιβλία τους δεν θα διαβάζονταν αλλά θα ακούγονταν, θα τα έγραφαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως η σχέση μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη είναι αδιαμεσολάβητη. Και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η μαγεία της. Στην «προσωπική επαφή» που αναπτύσσεται και που φουντώνει από τα ρεύματα που δημιουργούν οι ορθάνοιχτες πόρτες της φαντασίας. Προσωπικά, στα πρώτα μου ενήλικα διαβάσματα, έχω παρακαλέσει τον Ντοστογιέφσκι να γράψει τη συνέχεια του «Εγκλημα και τιμωρία», έχω πικάρει τον Καραγάτση, έχω τσακωθεί με τον Παπαδιαμάντη γιατί μου φαινόταν πολύ αυστηρός, ενώ ένα καλοκαιρινό μεσημέρι σαν να εισέβαλε στο δωμάτιό μου κάθιδρος ο Ταχτσής και, αφού ήπιε ένα ποτήρι νερό, άρχισε να μου μιλάει διά στόματος Εκάβης.

Ο Τσόμσκι, με την ιδιότητα του γλωσσολόγου, έχει γράψει πώς όταν διαβάζουμε, για παράδειγμα, Σαίξπηρ, ο εγκέφαλός μας συντονίζεται με τον δικό του. Δηλαδή να έχω τη «δυνατότητα» να κουβεντιάσω με τον Σαίξπηρ και να παίρνω μαζί μου και έναν ακόμη;