Ενας άνδρας. Πενήντα ετών. Στην ηλικία που έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του, «νέος άνθρωπος ακόμη» του λένε οι γύρω του. Παντρεμένος, με δύο παιδιά στα 18 και στα 16. Πράος, ήρεμος, καλός οικογενειάρχης. Μια τακτοποιημένη κανονικότητα. Με καλοκαιρινές διακοπές, οικογενειακές συγκεντρώσεις, φιλικές συναναστροφές, μοιρασμένες συζυγικές υποχρεώσεις, «εγώ θα κάνω αυτό, εσύ θα κάνεις το άλλο», όλα σε τάξη, σε μια τάξη που εξασφάλιζε την, ας την πούμε, εύρυθμη λειτουργία της οικογένειας.
Μια δουλειά. Που φαίνεται ότι δεν τον κάλυπτε. Είτε οικονομικά είτε δημιουργικά, δεν έχει σημασία. Μέχρι που βρίσκει μια καινούργια. Ενθουσιάζεται, όπως λένε οι δικοί του άνθρωποι. Παραιτείται από την προηγούμενη, ξεκινάει ορεξάτος, με νέους στόχους, σε νέο περιβάλλον. Περνάει η πρώτη εβδομάδα, η δεύτερη, η τρίτη. Μια «συννεφιά» φαίνεται ότι τον σκιάζει. «Κάποια προβλήματα θα είχε στη δουλειά, συμβαίνουν αυτά, μόλις είχε προσληφθεί, δεν τον ξέρουν ακόμη καλά» ξαναλένε οι δικοί του άνθρωποι. Τον περιγράφουν ευαίσθητο και «κλειστό».
Εκείνη την Παρασκευή ξεκίνησε, όπως κάθε πρωί, για τη δουλειά του. Την καινούργια – δεν είχε ακόμη κλείσει μήνα. Δεν τον άφησαν να μπει μέσα. Στην είσοδο του ανακοίνωσαν την απόλυσή του. Τη Δευτέρα θα έπρεπε να πάει για να την υπογράψει. Εφυγε. Αλλά δεν γύρισε ποτέ στο σπίτι του. Η οικογένειά του τον έψαχνε. Εβγαλαν alert στην τηλεόραση, ασχολήθηκε η Αγγελική Νικολούλη. Τον βρήκαν δέκα ημέρες μετά. Μέσα στο αυτοκίνητό του. Σε προχωρημένη αποσύνθεση. Ολα δείχνουν πως πρόκειται για αυτοκτονία. Δεν είχε εχθρούς, δεν υπήρχαν σημάδια πάλης και αντίστασης. Ο τρόπος ωστόσο που, απ’ ό,τι φαίνεται, επέλεξε να βάλει τέλος στη ζωή του ήταν βασανιστικός. Αυτοπυρπολήθηκε. Περιλούστηκε με εύφλεκτο υλικό και έβαλε φωτιά.
Να φανταστούμε λίγο τη «διαδρομή» αυτού του ανθρώπου από την ανακοίνωση της απόλυσής του μέχρι την αυτοπυρπόληση; Την ψυχική διαδρομή εννοώ. Μέσα από τα «χαλάσματα» της κανονικότητάς του. Μέσα από τα «ερείπια» των σχεδίων και των προοπτικών του. Να γυρίσει στο σπίτι του και να πει τι; Οτι απολύθηκε από τη δουλειά για την οποία είχε παραιτηθεί; Να ανακοινώσει, δηλαδή, την αποτυχία του; Διότι έτσι είχε μάθει στη ζωή του. Αρχετυπικά «φαντάσματα» τον περικυκλώνουν. Αυτά που του υπαγορεύουν πως η απόλυση ισούται με απόρριψη. Οχι μόνο από τον εργοδότη, από παντού. Τα κλισέ, μέσα από τις «σπηλιές» τους, πιθανόν και να του φώναζαν «Πώς θα κοιτάξεις στα μάτια τα παιδιά σου;». Και άλλες φωνές, από μια πατριαρχική προκατάληψη που θέλει τον άντρα κουβαλητή, μέγα χορηγό, άτρωτο και αήττητο. «Μα τι άντρας είσαι εσύ που θα σε συντηρεί η γυναίκα σου;». Πού είναι ο αναπτήρας;
Οι παλιοί στρωματάδες μιλούσαν για κουμποραφή. Και εννοούσαν την κεντρική βελονιά, αυτήν που όταν ξηλωθεί είναι αδύνατον να μην ξηλωθεί στη συνέχεια ολόκληρο το στρώμα. Εχουμε και οι άνθρωποι την «κουμποραφή» μας. Ενα «σημείο διαρραφής», ένας κεντρικός άξονας δηλαδή γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται το σύστημα αρχών και αξιών του κάθε ανθρώπου. Και όταν ξηλώνεται αυτό, ξηλώνεται και καταρρέει όλο το σύστημα.
Ιδανικοί αυτόχειρες
Στα αλλοπαρμένα νιάτα μου, αυτός ο τίτλος του ποιήματος του Κώστα Καρυωτάκη με ενθουσίαζε περισσότερο και από το ίδιο το ποίημα – το οποίο περιγράφει την τελετουργία πριν από μια αυτοκτονία που, τελικά, φαίνεται ότι αναβλήθηκε. Στα χρόνια του ορθολογισμού ωστόσο, με προβλημάτισε. Τι είναι δηλαδή αυτό που κάνει ιδανικό έναν αυτόχειρα σε σχέση με κάποιον άλλον;
Η αυτοκτονία είναι η ανατροπή του βασικού ενστίκτου της επιβίωσης. Είναι ένα είδος «ξεθεμελιώματος». Και αυτό μπορεί να γίνει ως μια μορφή φυγής από την πραγματικότητα, όπως συνέβη με τη Σίλβια Πλαθ, από τρωθέν φιλότιμο για αυτούς που κάνουν χαρακίρι, από απελπισία και από άλλους λόγους, τόσοι όσοι και οι αυτόχειρες. Ας τους προφυλάξουμε λοιπόν, μετά θάνατον, από «αξιολογήσεις». Αρκετά τους ταλαιπωρήσαμε όσο ζούσαν.