Σε λίγες εβδομάδες ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος συμπληρώνει έξι χρόνια στο πηδάλιο της Αρχιεπισκοπής.
Ήταν στις 29 Ιουνίου του 2019, στον κατάμεστο Ι. Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Σίδνεϊ, όταν ο νεοεκλεγείς τότε Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ.κ. Μακάριος παραλάμβανε επίσημα την ποιμαντορική ράβδο.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά για όσα μεσολάβησαν σ’ αυτό το διάστημα.
Αντ’ αυτού προτιμήσαμε να αποταθούμε στον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο και να του θέσαμε μια σειρά ερωτημάτων που αφορούν συνολικά την ομογένεια και όχι μόνο την εκκλησία.
Εκείνος δέχθηκε πρόθυμα να μας μιλήσει «εκ βαθέων» και να μοιραστεί τις σκέψεις του, τις εκτιμήσεις του και το όραμά του μαζί μας και κατ’ επέκταση με την ομογένεια.

Το πλήρες κείμενο της συνέντευξής έχει ως εξής:
-Σε λίγες εβδομάδες συμπληρώνονται έξι χρόνια από την εκλογή σας στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ποιες προσδοκίες είχατε, πριν έρθετε στην Αυστραλία; Και σε ποιο βαθμό δικαιώνονται αυτές;
-Θα ήθελα κατ᾽ αρχάς να σάς ευχαριστήσω που μού δίνετε την ευκαιρία να μοιραστώ τις σκέψεις μου με το αναγνωστικό κοινό της έγκριτης εφημερίδας σας. Πράγματι, πλησιάζει η έκτη επέτειος της εκλογής και της αφίξεώς μου σε αυτή την ευλογημένη χώρα, μια επέτειος η οποία θα έλεγα ότι δεν είναι μόνο προσωπική, αλλά και επέτειος συνολικά της τοπικής μας Εκκλησίας. Διότι ό,τι συμβαίνει στην εκκλησιαστική ζωή αφορά σε ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας, την πορεία και την πρόοδό του, με απώτερο προορισμό πάντοτε τη σωτηρία του λαού μας και τη δόξα του Γένους και της Πίστεως. Με αυτόν ακριβώς τον καρδιακό πόθο και την ευχή του Πατριάρχου μας έφτανα στο αεροδρόμιο του Σύδνεϋ στις 18 Ιουνίου του 2019, μια μέρα που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Θυμάμαι ότι μόλις έφτασα στο αεροδρόμιο αντίκρισα τα πρόσωπα των χιλιάδων πιστών μας που μού ήταν παντελώς άγνωστα. Όμως, από την πρώτη στιγμή ένιωσα μια απερίγραπτη οικειότητα, ανεπιτήδευτη αγάπη και συνάμα βαριά την ευθύνη του καθήκοντος που μού ανέθεσε η Μητέρα Εκκλησία και ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Μπορώ να πω ότι η κυρίαρχη προσδοκία που είχα όταν έμαθα την απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου και κατόπιν όταν έφθασα στην Αυστραλία, ήταν να συμβάλω με όλες μου τις δυνάμεις ούτως ώστε αυτή η ευλογημένη επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου να γίνει πνευματικότερη και αγιότερη και να ανακτήσει την εγγύτητά της προς το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, η οποία είχε, δυστυχώς, τραυματιστεί εξ αιτίας πολλών παραγόντων και, κυρίως, ανθρωπίνων αδυναμιών. Επιθυμούσα να ξεφύγουμε από τις μιζέριες και τα λάθη του παρελθόντος. Τους διχασμούς, τις διαιρέσεις και τα σχίσματα, και να ενωθούμε σαν μια οικογένεια. Να θέσουμε τον Χριστό ενώπιόν μας και να προχωρήσουμε μπροστά, έχοντας πάντα προ οφθαλμών μας το παράδειγμα και το όραμα του Πατριάρχου μας, ο Οποίος πάντα προτάσσει την ειρήνη, την ενότητα και την καταλλαγή. Και θέλω να πιστεύω ότι στη διάρκεια των σχεδόν έξι χρόνων που έχουν μεσολαβήσει, έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, παρά τα εμπόδια και τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίσαμε, όπως ήταν η πανδημία, η οποία δοκίμασε όλη την ανθρωπότητα.
-Το 2024 συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, ένας σημαντικός σταθμός που τιμήθηκε δεόντως με διάφορες εκδηλώσεις. Ποιο είναι το όραμά σας για την Αρχιεπισκοπή του δεύτερου αιώνα;
-Με τη Χάρη του Θεού, τον Μάρτιο του 2024 συμπληρώθηκε ακριβώς ένας αιώνας από το ευλογημένο και ιστορικό γεγονός της εκδόσεως του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου για την ίδρυση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής μας. Όπως έχω ξαναπεί, τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα εκείνης της εποχής, το μακρινό 1924, είναι απίθανο να είχαν συνειδητοποιήσει τη σπουδαιότητα του κεφαλαίου το οποίο άνοιγαν. Εμείς, όμως, σήμερα έχουμε την ευλογία να μπορούμε να ξεφυλλίσουμε τις σελίδες αυτού του σπουδαίου κεφαλαίου και να αναγνωρίσουμε την αδιάκοπη ευεργεσία της Μητρός Εκκλησίας προς το Ορθόδοξο ποίμνιο της πέμπτης ηπείρου. Άλλωστε, όσα μεγαλειώδη έχει πετύχει ο Ελληνισμός στην Αυστραλία, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ευλογία, τον επιστηριγμό και την καθοδήγηση που διαχρονικά χορηγούσε το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο στα ξενιτεμένα παιδιά Του· από τότε που πάσχιζαν να σταθούν στα πόδια τους στην καινούργια τους πατρίδα μέχρι τις μέρες μας που αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις μιας εκκοσμικευμένης κοινωνίας, μιας κοινωνίας με σαφώς περισσότερες ανέσεις και υλικά αγαθά, αλλά και με περισσότερα πνευματικά αδιέξοδα και παγίδες.
Να μού επιτρέψετε εδώ να τονίσω ότι η ίδρυση της Αρχιεπισκοπής πραγματοποιήθηκε πριν από 100 χρόνια, αλλά η παρουσία της Εκκλησίας εδώ στην πέμπτη Ήπειρο ανάγεται ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα. Ιστορικές πηγές μαρτυρούν ότι μοναχοί και κληρικοί έφταναν κατά καιρούς εδώ στην Αυστραλία για να εξυπηρετήσουν λειτουργικές και ποιμαντικές ανάγκες. Αυτοί οι κληρικοί που έρχονταν εδώ είχαν άδεια εκκλησιαστική και κανονική. Μνημόνευαν τον Οικουμενικό Πατριάρχη ή, για ένα μικρό διάστημα τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, μέχρι να οργανωθεί η Μητρόπολη Αυστραλίας, η οποία αργότερα προήχθη σε Αρχιεπισκοπή. Κάποιοι λένε ότι δεν υπήρχε η Εκκλησία πριν την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής. Και αυτό είναι τραγικό και ανιστόρητο λάθος, γιατί οι κληρικοί που έρχονταν εδώ ήταν απεσταλμένοι της Κανονικής Εκκλησίας. Και οι κοινότητες μάλιστα που οργανώθηκαν, έχτισαν ναούς, διότι όλοι ξέρουμε ότι χωρίς πίστη ο Έλληνας δεν προχωρεί και δεν ζει. Δεν την δημιούργησαν οι Κοινότητες την Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει από το 33 μ.Χ. Κι ο Έλληνας όπου πάει κουβαλάει μαζί του και την Εκκλησία. Βεβαίως στην πορεία υπήρξαν τα γνωστά προβλήματα, αλλά για να είμαστε ειλικρινείς με την ιστορία η Εκκλησία υπήρχε εδώ πριν την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής με την παρουσία των κληρικών και την παραχώρηση του αντιμηνσίου, πάνω στο οποίο τελείται η Θεία Λειτουργία, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Εν πάση περιπτώσει, ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας μάς παρείχε την ευκαιρία να αναστοχαστούμε την ιστορία μας, να δούμε πού ήμασταν, πού έχουμε φθάσει και πώς καταφέραμε να φθάσουμε ως εδώ, να διδαχθούμε και να εμπνευστούμε για το μέλλον. Μέσα από τις εκδηλώσεις που διοργανώσαμε, θελήσαμε να μνημονεύσουμε και να τιμήσουμε τους πρωτοπόρους Ιεράρχες, τους κληρικούς και τους λαϊκούς που έχτισαν το οικοδόμημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας στην Αυστραλία, με το βλέμμα μας συγχρόνως να είναι στραμμένο προς το μέλλον. Το όραμά μου είναι να κεφαλαιοποιήσουμε και να επαυξήσουμε τον σεβασμό που έχουμε ήδη κατακτήσει στους κόλπους της πολυπολιτισμικής αυστραλιανής κοινωνίας. Με τα καλά μας έργα, να δώσουμε ακόμα πιο εμφατικά τη μαρτυρία των ελληνικών αξιών και του ορθόδοξου χριστιανικού ήθους μέσα στο πολύχρωμο πολυπολιτισμικό μωσαϊκό της κοινωνίας της Αυστραλίας. Να αγιάσουμε όλη την Αυστραλιανή γη, όπως έχω ξαναπεί, με την έννοια ότι οι ελληνορθόδοξες εκκλησίες μας θα αποτελούν εστίες πνευματικής ευωδίας και οι ζωές των πιστών μας παράδειγμα που θα θέλουν να μιμηθούν οι υπόλοιποι συμπολίτες μας, από τα άλλα πολιτισμικά και θρησκευτικά υπόβαθρα. Χρειάζεται πολύς κόπος και θείος ζήλος για να το πετύχουμε αυτό, όμως η βασική προϋπόθεση είναι να έχουμε αγάπη και ενότητα μεταξύ μας. Αν έχουμε την αγάπη και την ενότητα, θα έχουμε ανάμεσά μας το Πανάγιο Πνεύμα, να μας αγιάζει και να μας χαριτώνει, να φωτίζει το δρόμο μας και να καθοδηγεί τα βήματά μας.
-Κορυφαία στιγμή βεβαίως, ήταν η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη τον Οκτώβριο. Πώς βιώσατε αυτές τις δύο εβδομάδες στο πλευρό του Πατριάρχη, στο πυκνό πρόγραμμα που ακολούθησε, και τι κρατάτε από αυτή την ιστορική επίσκεψη;
-Η επίσκεψη του Οικουμενικού μας Πατριάρχη υπήρξε στ’ αλήθεια ιστορική για πολλούς λόγους. Κατά πρώτον, είχαν παρέλθει σχεδόν τρεις δεκαετίες από την προηγούμενη επίσκεψή του στην Αυστραλία. Ήταν κάτι που ο λαός μας το είχε ανάγκη· νέοι, μεσήλικες και ηλικιωμένοι, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Όλοι επιθυμούσαν να δουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη και να πάρουν την ευλογία του. Γι’ αυτό και συνέρρευσαν μαζικά σε όλες τις εκδηλώσεις, όπου κι αν πήγε ο Πατριάρχης μας, όπως είχατε κι εσείς την ευκαιρία να διαπιστώσετε στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής κάλυψης. Ζήσαμε πολλές και συγκλονιστικές στιγμές ήδη από το βράδυ της αφίξεώς του στο αεροδρόμιο του Σύδνεϋ. Ειδικότερα, πολλοί από τους μεγαλύτερους σε ηλικία ομογενείς μας προσέρχονταν με μάτια βουρκωμένα να προϋπαντήσουν τον Παναγιώτατο, να πάρουν την ευλογία του, να ανταλλάξουν δυο κουβέντες μαζί του. Μην ξεχνούμε ότι στο σεπτό πρόσωπο του Πατριάρχου μας ενσαρκώνονται τα ιερά και τα όσια του λαού μας και του Ρωμαίικου Γένους. Είναι ο Πατριάρχης του Γένους μας! Και η συνάντηση μαζί του, ειδικά για τους πρωτοπόρους μετανάστες, εκείνους που φέρουν ζωντανές μνήμες και έντονα βιώματα από την πατρίδα, ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Δοξάζω τον Θεό που μάς αξίωσε να αναπαύσουμε τις καρδιές τους με τον ερχομό του Παναγιωτάτου. Αλλά την ίδια στιγμή, σκιρτούσαν από χαρά και οι καρδιές των νέων μας. Τα παιδιά μας τα αυστραλογεννημένα, που τόσα πολλά είχαν ακούσει για τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, που τον έβλεπαν στις τηλεοράσεις ή διάβαζαν τους εμπνευσμένους λόγους του στο διαδίκτυο, τώρα τον αντίκρυζαν μπροστά τους και μπορούσαν να νιώσουν αυτή την απερίγραπτη πνευματική αύρα την οποία εκπέμπει. Ήταν, λοιπόν, όντως ιστορική η επίσκεψη του Παναγιωτάτου, γιατί με την παρουσία του ανέπαυσε από τη μια και ενέπνευσε από την άλλη, τις καρδιές των ανθρώπων μας. Και αν θέλετε, αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της επισκέψεώς του ως «Αποστολικής». Στην αυγή της δεύτερης εκατονταετίας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής μας, ο Πατριάρχης του Γένους μάς κόμισε, ως άλλος Απόστολος, το μήνυμα της ενότητας και της ελπίδας. Ένα μήνυμα αναζωογονητικό, το οποίο μάς επιτρέπει να πορευτούμε με περισσότερο ιερό ζήλο προς το μέλλον και με αταλάντευτη αναφορά προς το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.
Φυσικά, θα ήταν παράλειψη αν δεν μνημονεύαμε και με την παρούσα ευκαιρία το ότι ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, δια των σεπτών χειρών του, μας παρέδωσε το νέο Σύνταγμα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Πρόκειται για ένα γεγονός που επίσης δικαιολογεί τόσο τον ιστορικό, όσο και τον αποστολικό χαρακτήρα της επισκέψεώς του, καθότι το νέο Σύνταγμα διασφαλίζει «μία ενωμένη και δυνατή Αρχιεπισκοπή», όπως ο Παναγιώτατος υπογράμμισε εμφατικά κατά την ιστορική Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στο Σύδνεϋ. Τού είμαστε ευγνώμονες για όλα αυτά και πολλές ακόμη ευεργεσίες της Μητρός Εκκλησίας και του ιδίου προσωπικά προς τον φιλόχριστο λαό μας στην πέμπτη ήπειρο. Ελπίζω ή, μάλλον, είμαι βέβαιος ότι ο Πατριάρχης μας αφουγκράστηκε τους χτύπους της καρδιάς μας και κατάλαβε πόσο βαθιά είναι η ευγνωμοσύνη μας και η αφοσίωσή μας, από τις συγκινητικές εκδηλώσεις αγάπης και σεβασμού προς το πρόσωπό του.
-Το νέο Σύνταγμα σηματοδοτεί σημαντικές αλλαγές στον τρόπο διοίκησης της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας. Γιατί κρίθηκαν απαραίτητες οι αλλαγές αυτές και τι σημαίνουν για την εκκλησία και τους πιστούς;
-Το νέο Σύνταγμα αποτέλεσε ένα επιβεβλημένο βήμα επικαιροποίησης εκείνου που είχε θεσπιστεί πριν από 66 χρόνια. Καταλαβαίνουμε πόσο αναγκαίο ήταν αυτό το βήμα, αν αναλογιστούμε ότι από το 1959 έχουν περάσει ουσιαστικά τα δυο τρίτα της έως τώρα ζωής και υπάρξεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής μας. Οι συνθήκες και οι ανάγκες του λαού μας είναι πολύ διαφορετικές, όπως και η ίδια η αυστραλιανή κοινωνία και το αυστραλιανό Κράτος μέσα στο οποίο ζούμε και δραστηριοποιούμαστε. Επομένως, καταβλήθηκε μια σημαντική προσπάθεια να προσαρμοστούμε στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των καιρών, και ταυτοχρόνως να θωρακιστούμε απέναντι σε κινδύνους διχασμού και διαιρέσεων. Μην ξεχνούμε ότι τα σχίσματα και οι διαιρέσεις έχουν τόσο πολύ πληγώσει το Σώμα της Εκκλησίας και την Ελληνική Ομογένεια στην πέμπτη ήπειρο.

Το νέο Σύνταγμα, επίσης, δίνει πολλά προνόμια στην Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας. Αποκτήσαμε Σύνοδο, όπως έχει και η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Με την σπουδαία αυτή τομή, το συνοδικό δηλαδή σύστημα διοικήσεως, περιορίζεται η εξουσία του ενός και οι αποφάσεις για την πορεία της Εκκλησίας και των πιστών μας λαμβάνονται, εν Αγίω Πνεύματι, συνοδικώς. Ως γνωστόν, το συνοδικό σύστημα έχει τις ρίζες του στα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας μας και εγκαινιάσθηκε από τους ίδιους τους Αποστόλους. Όταν ξεκινήσαμε τις διαδικασίες για το νέο Σύνταγμα, πολλοί αρχιερείς μού έλεγαν ότι η Σύνοδος μειώνει την εξουσία του Αρχιεπισκόπου. Και εγώ τούς απαντούσα ότι αυτό επιθυμώ. Δεν θέλω να είμαι μόνος μου στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Θέλω να είμαστε όλοι μαζί. Πολλές φορές ρωτούσα τον εαυτό μου, κυρίως τον πρώτο καιρό που έφτασα εδώ: τι θα έκαναν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ή ο Μέγας Βασίλειος ή ο Μέγας Φώτιος αν έρχονταν σήμερα στην Αυστραλία ως Ποιμενάρχες; Και αυθόρμητα ερχόταν η απάντηση στη σκέψη μου και στην καρδιά μου: θα εγκαθιστούσαν Επισκοπές. Θα δημιουργούσαν κατά τόπους Επαρχίες και τοπική Σύνοδο. Αυτό ακριβώς έκανα κι εγώ. Από την άλλη, δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες είχαν Επίσκοπο Μελβούρνης ή Βρισβάνης ή Αδελαΐδος κι εμείς οι Ορθόδοξοι, που δώσαμε τα φώτα της κανονικότητας, να μην έχουμε. Σήμερα με το νέο Σύνταγμα ιδρύθηκαν οι κατά τόπους Επισκοπές και έχουμε τους Επισκόπους μας με τους τίτλους των πόλεων. Ουσιαστικά, η Ιερά Αρχιεπισκοπή μας με τη σύσταση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου εκκλησιαστικοποιήθηκε, προσαρμοζόμενη σε μια εκκλησιαστική παράδοση δισχιλιετούς εμπειρίας. Μπορώ να καυχηθώ εν Χριστώ διότι ως τοπική Εκκλησία έχουμε το πιο ιεροκανονικό σύστημα διοικήσεως.

Πρακτικά, το νέο σύστημα επιτρέπει μια αποκέντρωση της διοίκησης, όπως θα λέγαμε με κοσμικούς όρους, η οποία ενισχύει την κοινοτική συμμετοχή και εν τέλει την ενότητα του χριστεπωνύμου πληρώματός μας. Και, βεβαίως, το νέο Σύνταγμα ισχυροποιεί την ενότητά μας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διότι στο Πατριαρχείο βρίσκεται η ιεροκανονική μας αναφορά και δίχως αυτήν την αταλάντευτη πνευματική εξάρτηση, την στενή σχέση και την αρραγή ενότητα με το Ιερό Κέντρο, τίποτε δεν μπορεί να καρποφορήσει. Οποτεδήποτε μέσα στην ιστορία παρατηρείται αυτονόμηση και αποξένωση μιας τοπικής Εκκλησίας από το Ιερό Κέντρο, τότε έχουμε φαινόμενα παρακμής, εκκοσμίκευσης και αλλοίωσης του ορθοδόξου φρονήματος και ήθους. Να σας ενημερώσω επί τη ευκαιρία, και επίσημα πλέον ότι το Σύνταγμα πολύ σύντομα θα δημοσιευθεί. Δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα ακόμη, παρότι επί των αρχών έχει εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα της Αρχιεπισκοπής μας, διότι πρέπει να ολοκληρωθεί και η επίσημη αγγλική μετάφραση και, εν συνεχεία, θα δημοσιευθούν και τα δύο κείμενα μαζί και θα κατατεθούν στον αρμόδιο οργανισμό του κράτους.
-Σας προβληματίζει το γεγονός ότι η ομογένεια «γερνάει» και η ελληνική γλώσσα υποχωρεί; Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον όχι τόσο των ναών, όσο των σχολείων, των γηροκομείων αλλά και άλλων ιδρυμάτων της Αρχιεπισκοπής;
-Δεν μπορώ να δεχτώ ότι η Ομογένεια «γερνάει». Η Ομογένεια της Αυστραλίας δεν θα γεράσει ποτέ. Αυτό είναι βαθιά εσωτερική πεποίθησή μου. Προφανώς όμως με το ερώτημά σας εννοείτε ότι με την τρίτη και την τέταρτη γενεά έχουμε αλλαγές. Απομακρυνόμαστε από τη γλώσσα, ενδεχομένως από την παράδοση, έχουμε μικτούς γάμους κλπ. Αυτά τα δέχομαι, αλλά αυτό είναι και το μεγάλο «στοίχημα» της Εκκλησίας και το δικό μου, αν θέλετε, σε προσωπικό επίπεδο. Το πώς θα κρατήσουμε την ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας. Γνωρίζετε ότι μία από τις πρώτες δύσκολες αποφάσεις που κλήθηκα να λάβω, αφορούσε στο ενδεχόμενο αναστολής της λειτουργίας του Κολλεγίου του Αγίου Ιωάννου στη Μελβούρνη. Εκείνη την περίοδο φαινόταν ως προδιαγεγραμμένο το μέλλον αυτού του σχολείου. Και για να ακριβολογούμε, φαινόταν ότι δεν είχε μέλλον. Και όλοι μού έλεγαν να το κλείσω. Αν το ζήτημα το αντιμετώπιζα με όρους αμιγώς τεχνοκρατικούς, με ορθολογική προσέγγιση, τότε πράγματι σε αυτό το συμπέρασμα θα κατέληγα. Εντούτοις, αποφάσισα να ακολουθήσω την αντίθετη οδό, από αυτή που μού εισηγήθηκαν οι πάντες. Σήμερα αισθάνομαι ότι ήταν μια απόφαση που μάς έχει δικαιώσει. Δεν το έκανα τότε από κάποια εμμονή ή από άγονο πείσμα, αλλά από τη βαθιά πεποίθηση ότι πρέπει να στηριχθούν, πάση θυσία, η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη πίστη μας. Με την ίδια πεποίθηση αργότερα χρηματοδοτήσαμε το πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο La Τrobe, όταν κινδύνευε να ανασταλεί, ενώ μία τομή, που πιστεύω ότι τα αποτελέσματά της χρόνο με τον χρόνο θα γίνονται ολοένα και πιο ορατά, είναι η καθιέρωση της Ελληνικής γλώσσας ως υποχρεωτικού μαθήματος στη Θεολογική μας Σχολή στο Σύδνεϋ. Πλέον, οι απόφοιτοι της Σχολής του Αποστόλου Ανδρέα είναι δεδομένο ότι θα κατέχουν την Ελληνική γλώσσα σε επίπεδο Β2. Αυτή η τομή θα έχει πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο, καθώς σε μεγάλο ποσοστό οι απόφοιτοί μας προορίζονται να διακονήσουν ως ιερείς και ως κατηχητές στις ενορίες μας ανά την Αυστραλία. Αντιλαμβάνεστε πόσο χρήσιμο είναι το να κατέχουν άριστα τη γνώση της Ελληνικής γλώσσας και να τη μεταδίδουν στα παιδιά της Ομογένειάς μας και ευρύτερα. Με αυτό το πνεύμα ιδρύσαμε και το Aetolian College στη Μελβούρνη, στο οποίο ανήκουν 17 απογευματινά σχολεία Ελληνικής γλώσσας για να καλύψουν τις ανάγκες της νέας γενιάς. Το ίδιο έγινε και στη Βρισβάνη και στο Σύδνεϋ σε συνεργασία με τις κατά τόπους ενορίες. Βεβαίως, σε καμιά περίπτωση δεν αγνοούμε, ούτε εξοβελίζουμε την αγγλική γλώσσα, με την οποία είναι πιο εξοικειωμένο ένα μεγάλο μέρος του ποιμνίου μας, ιδιαιτέρως οι νέοι. Όμως η Ελληνική γλώσσα έχει και θα διατηρήσει δεσπόζουσα θέση, ασφαλώς στις θείες Λειτουργίες και στις ιερές ακολουθίες, αλλά και στο κατηχητικό και στις υπόλοιπες δραστηριότητες και εκδηλώσεις κάθε ενορίας.
Αν βέβαια με ρωτήσετε κατά πόσο αυτό επαρκεί, θα σάς απαντήσω με ειλικρίνεια ότι χρειάζονται να γίνουν πολλά περισσότερα και από πολλούς. Χρειάζεται μια συστράτευση από όλες τις δυνάμεις της Ομογένειας, από το περιβάλλον της οικογένειας μέχρι και τους φορείς που κατέχουν θεσμικούς ρόλους. Γι’ αυτό, δράττομαι της ευκαιρίας να επαναλάβω την έκκλησή μου προς πάσα κατεύθυνση: προστατεύστε αυτόν τον ανεκτίμητο θησαυρό που σάς κληροδότησαν οι γονείς, οι γιαγιάδες και οι παππούδες σας. Χρησιμοποιούμε συχνά τη λέξη «θησαυρός» αποδίδοντάς της μεταφορική έννοια. Όμως για τον Ελληνισμό της Αυστραλίας η γλώσσα, η πίστη και η πολιτισμική του παράδοση αποδείχθηκαν, όντως, θησαυρός που τού επέτρεψε να προκόψει και να μεγαλουργήσει, και θα συνεχίσει να μεγαλουργεί. Διότι, όταν έρχονται νέα παιδιά και μού εξομολογούνται ότι, παρόλο που τα ελληνικά τους είναι φτωχά και λιγοστά, προσεύχονται στον Χριστό και στην Παναγία μόνο στην ελληνική γλώσσα, γιατί έτσι έμαθαν από τον παππού και την γιαγιά και έτσι νιώθουν ότι πρέπει να το κάνουν, τότε τίποτε και κανείς δεν θα με πείσει ότι ο Ελληνισμός της Αυστραλίας φθίνει.
Έχω πλήρη επίγνωση του πόσο σκληρά δούλεψαν, ιδίως, οι πρώτοι μετανάστες όταν έφθασαν στην πέμπτη ήπειρο. Είναι αλήθεια ότι δεν τούς χαρίστηκε τίποτα, όλα τα κατάφεραν με τον μόχθο τους. Όμως είναι επίσης αλήθεια ότι θα πετύχαιναν πολύ λιγότερα από όσα θαυμαστά έχουν πετύχει σε συλλογικό και σε ατομικό επίπεδο, αν δεν είχαν αυτή την κοινή εθνική, θρησκευτική και πολιτισμική αναφορά· αν δεν τούς ένωνε η κοινή τους ταυτότητα, η οποία πολλαπλασίασε τους καρπούς του μόχθου τους. Τα πάντα θα ήταν πολύ διαφορετικά και οι συνθήκες πολύ πιο αντίξοες εάν σκορπίζονταν στην αχανή χώρα, αν ακολουθούσαν χωριστά μονοπάτια και αν πάλευαν απομονωμένοι και αποκομμένοι ο ένας από τον άλλον. Επομένως, σε σχέση και με το ειδικότερο ερώτημά σας αναφορικά με το μέλλον των ναών και των ιδρυμάτων της Αρχιεπισκοπής μας, θα πω ότι το μείζον διακύβευμα είναι η διατήρηση αυτού του θησαυρού που εγγυάται ένα ευοίωνο μέλλον για τον Ελληνισμό της Αυστραλίας εν συνόλω, αλλά και των ομογενών μας σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο. Αυτό είναι το μείζον! Οι ναοί, τα σχολεία και τα ευαγή ιδρύματά μας δεν έγιναν για να γίνουν, ούτε υπάρχουν για να υπάρχουν. Έγιναν και υπάρχουν για να καλύψουν βασικές ανάγκες των ανθρώπων μας μέσα στο περιβάλλον που σάς περιέγραψα. Οι ναοί μας φτιάχτηκαν για να ανταποκριθούν στις πνευματικές ανάγκες των ευσεβών μεταναστών, που φεύγοντας από την πατρίδα, πρώτη μέριμνα είχαν να πάρουν μαζί τους εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων μας. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος υπάρξεως της Εκκλησίας μας, η οποία, για να χρησιμοποιήσω μία φράση του Πατριάρχη μας, «όσο ολίγο έλαιο και αν της απομείνει, δεν θα πάψει να εκπέμπει φως». Όμως το μείζον διακύβευμα, επαναλαμβάνω, είναι να διατηρήσουμε τα τιμαλφή του Γένους και της πίστεώς μας, την γλώσσα και τις ελληνορθόδοξες παραδόσεις, αφενός για να τιμήσουμε τους προγόνους μας που τα έφεραν και τα φύλαξαν σε δύσκολες εποχές, υπομένοντας -μην ξεχνούμε- ακόμη και ρατσισμό στα πρώτα χρόνια, και αφετέρου για να δημιουργήσουμε καλύτερες προοπτικές ευημερίας και προκοπής για την Ομογένειά μας και για τον καθένα ξεχωριστά.
Η όλη προσπάθεια της Εκκλησίας για τον σκοπό που σας περιέγραψα, περιλαμβάνει πλειάδα πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, την αξιοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτυώσεως και τη διοργάνωση των Συνεδρίων Νεολαίας ανά Επισκοπή, αλλά και πολλά προγράμματα που υλοποιούνται σε πολλές ενορίες και σε όλες τις Επισκοπές μας.
-Είναι γεγονός ότι η έως τώρα θητεία σας έχει συνοδευτεί από μια ανανεωτική πνοή, με σημαντικά έργα, όπως το πρόγραμμα φιλανθρωπίας «Οι Πέντε Άρτοι», η ανακαίνιση του Καθεδρικού Ναού στο Σύδνεϋ, το κέντρο του Ελληνισμού στην Επισκοπή Χώρας, το πρόγραμμα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά, το ζωντανό Μουσείο «Οι άνθρωποί μας οι ιστορίες τους»…. Όλα αυτά ξαναφέρνουν την Εκκλησία σε ρόλο πρωταγωνιστή. Ποιες είναι οι προσωπικές σας προτεραιότητες; Πού ρίχνετε περισσότερο βάρος;
-Οι όποιες προσδοκίες μου για τον παρόντα και για τον μελλοντικό ρόλο της Εκκλησίας μας, περνούν μέσα από την προετοιμασία της νέας γενιάς για ενεργό και καρποφόρα συμμετοχή σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της. Συνεπώς, κάθε πρωτοβουλία, κάθε έργο και κάθε οραματισμός μου επικεντρώνεται και έχει ως αναφορά, άμεσα ή έμμεσα, τους νέους και τις νέες μας. Αυτό ισχύει είτε πρόκειται για τα σχολεία, τα κατηχητικά, τη Θεολογική Σχολή, τις ομάδες νεολαίας των ενοριών μας ή τις κατασκηνώσεις, δηλαδή τα κατ’ εξοχήν πεδία πνευματικής καλλιέργειας και ανάπτυξης των νέων, είτε για άλλες δραστηριότητες και έργα της Αρχιεπισκοπής μας, που σε πρώτη ανάγνωση ίσως δεν είναι εμφανής η σύνδεσή τους με τον πολύτιμο αυτό ανθό της κοινωνίας μας. Αναφέρατε, για παράδειγμα, το «ζωντανό» Μουσείο που δημιουργήσαμε, μέσω του οποίου θέλαμε ασφαλώς να τιμήσουμε τους πρωτοπόρους μετανάστες. Όμως το βαθύτερο και ουσιαστικότερο όφελος από τη διάσωση και ανάδειξη των προσωπικών τους ιστοριών, είναι ότι τα νεαρά σήμερα ελληνόπουλα και εκείνα που θα έρθουν, θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν με πιο άμεσο και βιωματικό τρόπο τη συλλογική μας ιστορία στους Αντίποδες. Με τον τρόπο αυτό, θα αποκτήσουν ερεθίσματα και επιπλέον κίνητρα να υπηρετήσουν τον Ελληνισμό και την Εκκλησία, ακολουθώντας το παράδειγμα των παππούδων και των προπαππούδων τους. Οι δε δομές για την απεξάρτηση, μπορεί να απευθύνονται σε όλους τους αδελφούς μας, ανεξαρτήτως ηλικίας, ωστόσο αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι μια καίριας σημασίας συμβολή του είναι ότι γίνονται ανάχωμα σε αυτή τη μάστιγα που παρασέρνει κυρίως τους νέους ανθρώπους στα σκοτεινά μονοπάτια των εθισμών και των εξαρτήσεων. Αν καταφέρουμε να σώσουμε αυτά τα παιδιά, αν τούς δείξουμε πνευματικά μονοπάτια γεμάτα φως αντί για σκοτάδι, αν κατορθώσουμε να τα βγάλουμε από τα αδιέξοδα όπου έχουν παγιδευτεί, αυτό θα ωφελήσει όχι μόνο τις ζωές και τις οικογένειές τους, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία και ασφαλώς και την Εκκλησία μας. Στο πεδίο αυτό ακόμη δουλεύουμε και δεν έχουμε ολοκληρώσει την προσπάθειά μας. Επιθυμώ να σάς διαβεβαιώσω ότι δεν ξεχνούμε και τους ηλικιωμένους μας. Γι’ αυτό κατά το διάστημα των πέντε τελευταίων ετών δημιουργήθηκαν, εκ θεμελίων, μονάδες φροντίδας των ηλικιωμένων στην Πέρθη και στο Κερνς, ενώ επεκτάθηκαν οι ήδη υπάρχουσες στην Αδελαΐδα και στο Σύδνεϋ και τώρα ετοιμάζουμε και κάτι αντίστοιχο στην Καμπέρα. Παράλληλα εργαζόμαστε και στο πεδίο της φιλανθρωπίας με τη βοήθεια του Κέντρου Προνοίας της Αρχιεπισκοπής μας, των κατά τόπους Φιλανθρωπικών Αδελφοτήτων αλλά και του προγράμματος «Οι Πέντε Άρτοι» που αισιοδοξούμε ότι θα εξαπλωθεί σε όλη την ήπειρο. Το μεγαλύτερο βέβαια έργο των Ελλήνων είναι αυτό που φτιάχνεται εδώ στη Βικτώρια, στην Επισκοπή Χώρας. Πρόκειται για το ομώνυμο Κέντρο «Χώρα» το οποίο θα είναι το μεγαλύτερο ίσως κέντρο Ελληνισμού εκτός Ελλάδος.
-Η παροικία μας αναγνωρίζει και επικροτεί αυτά τα βήματα ανάπτυξης και προόδου της Εκκλησίας μας. Δεν λείπουν όμως και ορισμένα παράπονα, όπως για το θέμα της αύξησης του κόστους των πιστοποιητικών βάπτισης και γάμου. Ποιο ήταν σκεπτικό πίσω από την συγκεκριμένη απόφαση;
-Σάς ευχαριστώ πολύ για την ερώτηση, διότι θα ήταν ωφέλιμο να αποσαφηνιστούν ορισμένες παράμετροι οι οποίες κατέστησαν μονόδρομο την συγκεκριμένη δύσκολη απόφαση. Και μιλώ για δύσκολη απόφαση, διότι πάντοτε η Εκκλησία μας πασχίζει να ανακουφίσει και να αναπαύσει τους ανθρώπους, να τούς ελαφρύνει από βάρη και δυσκολίες και όχι να τους προσθέσει παραπάνω φορτία. Αυτό είναι κάτι που το έχει αποδείξει στην πράξη, μέσα από την πολυδιάστατη διακονία, την οργανωμένη φιλανθρωπία και την, εν γένει, διαχρονική μαρτυρία της. Για ορισμένες οικογένειες, ελάχιστες στην πραγματικότητα, ίσως η πληρωμή για τα μυστήρια να είναι πρόβλημα. Όμως, θα ήταν λάθος να το γενικεύσουμε ή να παραβλέψουμε τη μεγάλη εικόνα. Και η μεγάλη εικόνα στο ζήτημα αυτό, πέρα από τους στολισμούς, πέρα από τις συνεστιάσεις ή τις δεξιώσεις, πέρα από τα δώρα που ανταλλάσσουμε ή άλλα έξοδα τα οποία συνοδεύουν συνήθως τα Μυστήρια του γάμου και της βαπτίσεως, είναι αυτή καθαυτή η δυνατότητα που έχουμε, να παντρεύουμε και να βαπτίζουμε τα παιδιά μας με την ευλογία της κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως ακριβώς έκαναν και οι πρόγονοί μας. Προτού υπεισέλθω στους λόγους για τους οποίους η δυνατότητα αυτή δεν είναι αυτονόητη και δεδομένη, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι είναι η πρώτη φορά που ορίζονται ενιαία ποσά υπέρ των ενοριών, σε όλη την Αυστραλία. Το ζητούμενο επομένως ήταν αυτό. Να μην κάνει ο καθένας ό,τι θέλει και κυρίως να μην γίνονται ατασθαλίες είτε εις βάρος των κληρικών είτε εις βάρος των Εκκλησιών και των Κοινοτήτων είτε εις βάρος των πιστών μας. Σάς καταθέτω υπεύθυνα ότι είχαμε Εκκλησίες που χρέωναν πολύ περισσότερα από αυτά που ορίστηκαν ως ενιαία καταβολή για όλη την επικράτεια της Αρχιεπισκοπής. Είχαμε επίσης περιπτώσεις που ο Πρόεδρος της Κοινότητας έπαιρνε από την κηδεία για παράδειγμα 1000 δολάρια και έδινε στον κληρικό 50. Υπήρχαν και αντίθετες περιπτώσεις. Κληρικός ελάμβανε αντιμισθία από το γάμο και δεν έδινε σχεδόν τίποτα στην Εκκλησία ή την Κοινότητα. Το θλιβερό δε στην όλη υπόθεση ήταν ότι δεν πλήρωναν σχεδόν ποτέ τους ψάλτες, με αποτέλεσμα να μη δείχνουν προθυμία να πηγαίνουν στα Μυστήρια. Και οι γάμοι και οι βαπτίσεις πολλές φορές δεν είχαν την ευπρέπεια και την τάξη που έπρεπε να έχουν, αφού ο ίδιος ο κληρικός έκανε και τον ιερέα και τον ψάλτη. Η οικονομικές ατασθαλίες λοιπόν και ο ανεξέλεγκτος ορισμός ποσού για τα Μυστήρια, από τη μια, και η τελετουργική ακαταστασία από την άλλη ήταν τα βασικά κίνητρα που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Τώρα όλα μπήκαν σε τάξη. Ούτε υπάρχουν δύο ταχυτήτων ενορίες. Όσον αφορά δε στο Μυστήριο του βαπτίσματος, όταν κάποιος δηλώσει αδυναμία να πληρώσει, τότε προχωρούν οι κληρικοί μας στο βάπτισμα κανονικά, ενώ οι προσερχόμενοι στο βάπτισμα από άλλες ομολογίες, οι λεγόμενοι προσήλυτοι, δεν πληρώνουν.

Συνεπώς, παύουν να αντιμετωπίζονται οι πιστοί μας με διαφορετικά μέτρα και σταθμά. Αυτό ήταν μια αδικία η οποία έπρεπε να θεραπευτεί. Ήταν αδικία όχι μόνο για τους πιστούς μας, αλλά και για τις ίδιες τις ενορίες που με αυτά τα χρήματα προσδοκούν να ανταπεξέλθουν στα λειτουργικά έξοδα και στις δέσμιες υποχρεώσεις τους. Αναφέρομαι στις αμοιβές των κληρικών, των ψαλτών, των νεωκόρων, στο ηλεκτρικό ρεύμα και στις υπόλοιπες πάγιες ανάγκες, που είναι πολλές και διαρκείς. Επί παραδείγματι, το κόστος για την ασφάλεια ενός ναού, είναι περίπου 50-60.000 δολάρια ετησίως. Ίσως μερικές φορές, ασυναίσθητα συγχέουμε τα της τοπικής μας Εκκλησίας με ό,τι ισχύει στην πατρίδα μας, την Ελλάδα, όπου ως γνωστόν η μισθοδοσία του Κλήρου καταβάλλεται από το Κράτος. Βεβαίως όχι χαριστικά, αλλά ως ανταπόδοση για την εκκλησιαστική περιουσία που είχε περιέλθει στο ελληνικό Δημόσιο κατά το παρελθόν. Εν πάση περιπτώσει, χρήσιμο είναι να αποσαφηνιστεί ότι δεν έχει καμία σχέση το εκεί καθεστώς με το εδώ. Εδώ η Εκκλησία ουσιαστικά είμαστε εμείς. Αποκλειστικά εμείς. Είμαστε ένα σώμα το οποίο αυτοσυντηρείται, ούτως ώστε να μπορέσει να κρατηθεί όρθιο, να διατηρήσει τις ιερές παραδόσεις των προγόνων μας, αλλά και τη γλώσσα για την οποία μιλήσαμε εκτενέστερα προηγουμένως, και να συνεχίσει η Εκκλησία μας την αγιαστική της αποστολή. Άρα η θέαση της μεγάλης εικόνας προϋποθέτει την αντιμετώπιση των ιερών Μυστηρίων όχι σαν αποδοχή μιας υπηρεσίας, κατά τις συνήθεις εμπορικές διαδικασίες και πρακτικές, αλλά σαν συμμετοχή σε μια ιερή αποστολή, στο να διατηρήσουμε την πίστη και τις πατρώες παραδόσεις μας και να παραμείνει αυτονόητο και δεδομένο ότι θα συνεχίσουν να βαπτίζονται και να παντρεύονται σε ορθόδοξες εκκλησίες τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
-Είναι γεγονός ότι από την άφιξή σας στην Αυστραλία έχετε καταβάλει προσπάθειες για την εξάλειψη αυτού που λέγαμε «εκκλησιαστικός διχασμός» και σε ένα μεγάλο βαθμό το πετύχατε. Η προσπάθεια θα συνεχιστεί;
-Όταν έφτασα στην Αυστραλία και ενημερώθηκα για την εδώ κατάσταση, το πρώτο πράγμα που είπα στον εαυτό μου είναι ότι είμαι ο πνευματικός πατέρας όλων. Δεν υπάρχουν οι καλοί και οι κακοί. Κάποιοι μπορεί να έχασαν τον προσανατολισμό τους, κάποιοι να έπεσαν θύματα άγνοιας ή παραπληροφόρησης, κάποιοι ενσυνείδητα μπορεί να μην πιστεύουν. Εγώ κι αυτούς τους αγαπώ και θέλω να επιστρέψουν και να ενταχτούν στην αλήθεια και την κανονικότητα της Εκκλησίας. Πονώ διότι νομίζουν ότι βαπτίζονται αλλά είναι αβάπτιστοι, νομίζουν ότι κηδεύουν τους γονείς τους αλλά τους θάβουν ακήδευτους. Νομίζουν ότι παντρεύουν τα παιδιά τους αλλά τα παιδιά τους δεν έχουν τελέσει γάμο. Δεν έχουν τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος και αυτό πραγματικά είναι μεγάλος πόνος για τον πατέρα. Έχουν γίνει σημαντικά βήματα. Η προσπάθεια αυτή ασφαλώς και θα συνεχιστεί. Θα συνεχίζεται αέναα έως ότου φθάσουμε, Χάριτι Θεού, στο σημείο που δεν θα χρειάζεται πια να συνεχίσουμε. Ίσως ακούγεται ουτοπικό, αλλά η εμπειρία της Εκκλησίας μας μάς έχει δείξει ότι «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστίν». Δηλαδή, όσα στα μάτια τα δικά μας φαντάζουν αδύνατα, είναι δυνατό να επιτευχθούν με τη βοήθεια του Θεού. Αυτό ήταν το όραμα, ο στόχος και η προσευχή μου από την πρώτη στιγμή που έφθασα στην Αυστραλία. Όμως, προτού ξεκινήσεις μια προσπάθεια, οφείλεις να εντοπίσεις με ακρίβεια το πρόβλημα. Εν προκειμένω, ο διχασμός που αναφέρετε μάς έρχεται από πολύ μακριά στο παρελθόν και το υπόβαθρό του δεν είναι αμιγώς εκκλησιαστικό. Θα τολμούσα να πω ότι κατ’ ελάχιστον είναι εκκλησιαστικό, με το σκεπτικό ότι στην Αυστραλία δεν υπήρξαν θεολογικά και δογματικά ζητήματα που διέρρηξαν την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Υπήρξαν διάφοροι παράγοντες που δίχασαν τον Ελληνισμό και αυτός ο διχασμός πέρασε αναπόφευκτα και στην Εκκλησία, καθώς ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία είναι αλληλένδετα. Δυστυχώς, το Γένος μας, ενώ έχει να επιδείξει λαμπρές σελίδες ιστορίας από τις περιόδους που ήταν ενωμένο και μονιασμένο, έχει βιώσει επίσης και μεγάλες τραγωδίες σε στιγμές της ιστορίας που το «εγώ» υπερίσχυσε του «εμείς». Όλα ξεκινούν από αυτή την αέναη διαπάλη και το κατά πόσον επιτρέπουμε να μάς κυριεύει ο εγωισμός και να ορίζει τις αποφάσεις και τις πράξεις μας. Θεωρώ ότι πλέον, με τα διδάγματα που έχουμε αντλήσει από το παρελθόν, δεν έχουμε περιθώριο να παραχωρήσουμε άλλο χώρο σε εγωισμούς. Δεν θέλω να κρυφτώ πίσω από το δάχτυλό μου, κατά το κοινώς λεγόμενο. Και εμείς ως Εκκλησία κάναμε λάθη και δεν σταθήκαμε στο ύψος των περιστάσεων, σε μερικές περιπτώσεις. Όμως, το σημαντικό τώρα δεν είναι να πούμε ποιος φταίει περισσότερο ή λιγότερο, το ουσιαστικό είναι να συγχωρήσουμε και να προχωρήσουμε…

Αναφερθήκαμε νωρίτερα στην κρίσιμη καμπή που διανύουμε και στους κινδύνους για το μέλλον του Ελληνισμού της Αυστραλίας. Επομένως, έχουμε χρέος να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, να ενώσουμε δυνάμεις και να προχωρήσουμε μπροστά. Για την Εκκλησία μας είναι ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη άρσης των διχασμών, καθώς η αποστολή της υπερβαίνει τα εγκόσμια, δηλαδή την κατά κόσμον νοούμενη πρόοδο και προκοπή. Εδώ η ενότητα είναι οντολογική υπόθεση. Δε διανοούμαστε να αφήσουμε ούτε μία ψυχή αδελφού μας να περιπλανιέται σε σκοτεινά μονοπάτια, έξω και μακριά από το σώμα της κανονικής Εκκλησίας, της Εκκλησίας του Χριστού. Δεν διανοούμαστε να αφήσουμε ούτε μια ψυχή να πάει χαμένη. Γι’ αυτό, σάς διαβεβαιώ ότι θα συνεχίσουμε με πολύ ζήλο τον αγώνα για την άρση των διχασμών σε όλη την Αυστραλία, βάζοντας στην άκρη τις ιδιοτέλειες και τους εγωισμούς και μιλώντας με όλους τους αδελφούς μας τη γλώσσα της αγάπης, της ειλικρίνειας και της αλήθειας. Χάριτι Θεού, αυτή η προσπάθεια έχει αποφέρει ήδη εύχυμους καρπούς και ελπίζω ότι σύντομα η Εκκλησία μας και ο Ελληνισμός θα βιώσουν κι άλλες μεγάλες χαρές. Προσεύχομαι να αξιωθούμε να ζήσουμε και την εποχή που όλες ανεξαιρέτως οι ελληνικές Κοινότητες θα βρίσκονται στη φιλόστοργη αγκαλιά της Ιεράς Αρχιεπισκοπής μας, έτσι ώστε η άρση των διχασμών να πάψει να αποτελεί πλέον ζητούμενο. Με τον τρόπο αυτό θα τιμήσουμε τους προγόνους μας, οι οποίοι μία Ορθοδοξία γνώρισαν και με αυτήν πορεύτηκαν στην επίγεια ζωή τους. Και παράλληλα θα μπορούμε να προσανατολίσουμε όλες μας τις δυνάμεις στον αποστολικό ρόλο της Εκκλησίας μας, που είναι να μεταλαμπαδεύουμε σε άλλους λαούς τα μηνύματα του Χριστιανικού ευαγγελίου.
-Πείτε μια τελευταία κουβέντα, ένα μήνυμα στον Ελληνισμό της Αυστραλίας. Και πείτε μας τι θέλετε εσείς προσωπικά από τον λαό σας.
-Ο Απόστολος Παύλος κάνει μια εντυπωσιακή παρομοίωση σε μια από τις Επιστολές του. Λέει ότι η πίστη του ανθρώπου είναι σαν τον θησαυρό που τον φυλάς σ’ ένα πήλινο αγγείο∙ το πολύτιμο και ανεκτίμητο είναι σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο του αγγείου. Το δοχείο, από την άλλη πλευρά είναι πήλινο, ευτελές και εύθραυστο, μπορεί να σπάσει, να καταστραφεί αλλά ποτέ ο θησαυρός δεν χάνει την αξία του. Τι θέλω να πω με αυτό;
Ο θησαυρός μας είναι η αγία πίστη των Πατέρων μας, είναι ακόμα οι παραδόσεις μας, το συλλογικό συνειδητό και ασυνείδητο, τα ιερά και τα όσια του Γένους μας, είναι η σκιά του αετού της Ρωμιοσύνης που βαριά και προστατευτικά μάς σκεπάζει ακόμα κι εδώ στους Αντίποδες της γης. Αυτόν, λοιπόν, τον ανεκτίμητο θησαυρό τον κουβαλάμε όλοι μας στην πνευματική μας σκευή, στο πνευματικό μας γονιδίωμα, αν μού επιτρέπετε, είμαστε φορείς και κληρονόμοι αυτής της παρακαταθήκης, παρά τα λάθη, της αδυναμίες μας, τις μικρότητες και τις αστοχίες μας, ως άνθρωποι∙ παρά το ευτελές και τρωτό σκεύος του καθενός μας. Εδώ στην φιλόξενη, αλλά πάντα μακρινή από την Μητέρα Πατρίδα, γη της Αυστραλίας έχουμε την ιερά υποχρέωση αυτόν τον θησαυρό να μην τον πουλήσουμε, να μην τον σπαταλήσουμε, να μην τον ευτελίσουμε «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες», που λέει κι ο Καβάφης. Τούτο είναι το μήνυμά μου προς την Ομογένεια, αυτός είναι ο καημός μου, η προσευχή μου αλλά και η ελπίδα μου. Διότι, όπως σάς είπα είμαι βαθιά αισιόδοξος για το μέλλον καθώς ο λαός μας στην Αυστραλία είναι ευσεβής και ευλογημένος από τον Θεό.
Με ρωτήσατε τι επιθυμώ από τον λαό μου… Να μην χάσουμε τον ανεκτίμητο θησαυρό της Ρωμιοσύνης, δηλαδή την πίστη μας και την λαλιά μας, τον τρόπο και το έθος των Ελλήνων. Και δεν θα τα χάσουμε όλα αυτά μόνο αν παραμείνουμε ενωμένοι γύρω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, την Ιερά Αρχιεπισκοπή και το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Δεν υπάρχουν εκλεκτοί και απόβλητοι, ημέτεροι και ξένοι… Είμαστε ένα και πρέπει να είμαστε ένα, αν δεν θέλουμε να αφανιστούμε στο μέλλον μέσα στην ομογενοποιητική χοάνη της παγκοσμιοποίησης, και αν θέλουμε να διατηρήσουμε αλώβητη την ιδιοπροσωπία. Αυτό επιθυμώ, λοιπόν, όταν ο Κύριος με καλέσει κοντά Του να μην υπάρχει ούτε ένας αδελφός μας που να βρίσκεται έξω από την αγκάλη και την θαλπωρή της Εκκλησίας, ώστε ενωμένοι και αδελφωμένοι ως μία οικογένεια και ένα σώμα να πορευόμαστε προς τη Βασιλεία του Θεού, μακριά από τα σχίσματα και τις παρασυναγωγές που τόσο πολύ πλήγωσαν το Σώμα της Ομογένειας τις περασμένες δεκαετίες.
Όσον αφορά δε στο πρόσωπό μου δεν επιθυμώ τίποτα από τους ανθρώπους μας για μένα προσωπικά. Δεν θέλω να με θυμούνται οι άνθρωποι ούτε και να με γράψει η ιστορία. Δεν θέλω να αγαπούν εμένα. Θέλω να αγαπήσουν τον Χριστό και την Εκκλησία. Αυτό θέλω. Αυτό παρακαλώ. Γιατί μόνο αν αγαπήσουν τον Χριστό, τότε θα αλλάξει η κοινωνία και η Ομογένεια της Αυστραλίας θα γίνει φως και θα λάμπει σε όλη την οικουμένη.
The post Μακάριος: Επιθυμία μου να ενωθούμε σαν μια οικογένεια appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.