Μητσοτάκης υπό αμφισβήτηση – μια νέα κατάσταση

Τα κόμματα που κυβέρνησαν οποτεδήποτε και για οσοδήποτε χρόνο τη χώρα βρίσκονται σε κρίση. Τα ποσοστά τους στις σφυγμομετρήσεις πέφτουν ταυτόχρονα. Εκδηλώνεται, έτσι, μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών μαζί με μια όλο και βαθύτερη απαισιοδοξία για τις ατομικές και συλλογικές προοπτικές. Είναι φυσικό να έχει και εσωκομματικό αντίκτυπο.

Στον χώρο της ιστορικής (κεντρο)αριστεράς μπορεί κανείς – με προσπάθεια – να ανιχνεύσει κάποιες ιδεολογικές ή, κυρίως, τακτικές διαφορές.

Για το ΠΑΣΟΚ, το εάν θα δει τον εαυτό του ως δυνητικό συνοδοιπόρο όλων των σχημάτων ή γκρουπούσκουλων που προέκυψαν από την κατάρρευση του παλιού ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πραγματικό ερώτημα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, το εάν θα επιχειρήσει να ανασυγκροτηθεί στη βάση της διακύβερνησής του ή θα επιχειρήσει επάνοδο στο ριζοσπαστισμό συνιστά επίσης πραγματικό δίλημμα.

Στη ΝΔ τα πράγματα είναι διαφορετικά: πολύ πιο απλά στη διάγνωσή τους, πολύ πιο δύσκολα στη διαχείριση. Γιατί είναι αποκλειστικά και μόνον ζητήματα κατανομής και διατήρησης της κυβερνητικής εξουσίας.

Υπάρχει ένα πεδίο όπου όντως η διαφοροποίηση έχει ουσιαστικό υπόβαθρο. Αφορά την εξωτερική πολιτική και κυρίως τις σχέσεις με την Τουρκία. Σήμερα, όμως, είμαστε πια πολύ μακριά από κάθε προοπτική μακροπρόθεσμης εξομάλυνσης (πολύ περισσότερο επίλυσης) των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσα από πολιτικό διάλογο. Αυτό επιχειρήθηκε σε ένα διαφορετικό κόσμο τα προηγούμενα χρόνια. Σε φάση παγκόσμιων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, τέτοιες πρωτοβουλίες δεν έχουν καλές πιθανότητες να ευδοκιμήσουν, έχουν όμως καλές πιθανότητητες να καταστρέψουν όσους τις αναλάβουν. Επομένως, οι διαφορές για την εξωτερική πολιτική αποτελούν στη σημερινή συγκυρία ένα πρόσχημα για ξεκαθαρίσματα άλλων εσωκομματικών λογαριασμών.

Σε αυτούς, οι συσχετισμοί ανατράπηκαν πλήρως μετά τις διαδηλώσεις για τα Τέμπη. Μόλις τον Δεκέμβριο, μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού, ο κ. Μητσοτάκης έμοιαζε ξανά παντοδύναμος. Είχε μόλις διαγράψει τον κ. Σαμαρά και αποκαταστήσει πλήρως τη συνοχή της κοινοβουλευτικής του ομάδας, δηλαδή δεν τολμούσε να κουνηθεί φύλλο… Οταν η μαζικότητα των κινητοποιήσεων έδειξε πως η πορεία δεν είναι γραμμική και η διαιώνιση της εξουσίας δεν αποτελεί μονόδρομο, ξαφνικά άνθισαν κάθε είδους διαφωνίες, αυτονομήσεις, φιλοδοξίες. Οι 11 Απόστολοι του καραμανλισμού με τον κ. Στυλιανίδη εκδήλωσαν ξανά την ανησυχία τους – με αφορμή τη Θράκη. Ο κ. Καράογλου, πάλι, αγωνιά ότι η ΝΔ χάνει το παραδοσιακό της ακροατήριο. Την προηγούμενη τετραετία με τη μισή κυβέρνηση και ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων να προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ δεν είχε τέτοια προβλήματα. Τώρα, όμως, ανησυχεί κι αυτός. Ανάλογα αισθήματα είχαν έως πρόσφατα και άλλοι βουλευτές, όπως επί παραδείγματι ο κ. Καραγκούνης ή η κ. Καραμανλή, αλλά οι ανησυχίες διασκεδάστηκαν, οι φόβοι απαλύνθηκαν και οι νυχτερινοί εφιάλτες καταπραΰνθηκαν μετά την υπουργοποίησή τους. Αντιθέτως, καμιά 60αριά άλλοι που δεν πήραν χαρτοφυλάκιο ενθουσιάστηκαν από τις καλλιτεχνικές ανησυχίες των ενόπλων μας δυνάμεων και έδωσαν το παρών στην πρωινή αναφορά του κ. Δένδια για τα αποκαλυπτήρια γλυπτού του Κ. Βαρώτσου. Σκέφτηκαν τον «Δρομέα» και έλαβαν θέση στην αφετηρία.

Και το σήμα της εκκίνησης έχει ήδη δοθεί από τις δημοσκοπήσεις. Το σύστημα εξουσίας στην Ελλάδα είναι πρωθυπουργοκεντρικό και ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε την πιο συγκεντρωτική, προσωποκεντρική εκδοχή του. Το μειονέκτημα είναι πως όταν η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο κλονίζεται, οι φυγόκεντρες τάσεις εκδηλώνονται μαζικά. Πέρα από ιδεολογικές προφάσεις, οι μικρές ανταρσίες βουλευτών, οι προσωπικές στρατηγικές υπουργών, οι αρνήσεις ευθυγράμμισης με μια όλο και πιο ασθενή γραμμή του Μεγάρου Μαξίμου, δείχνουν απλώς ότι τα στελέχη της ΝΔ δεν βλέπουν τις δικές τους προοπτικές αναγκαστικά ταυτισμένες με εκείνες του κ. Μητσοτάκη, όπως συνέβαινε πάντοτε από την εκλογή του έως τον περασμένο Γενάρη. Η κρίση πολυφωνίας δεν αφορά το κόμμα της ΝΔ, αφορά προσωπικά τον πρωθυπουργό. Το δίλημμα είναι δικό του.