Νέος κύκλος ερευνών για τη σύμβαση 717

Νέο κύκλο ερευνών με επίκεντρο την περίφημη σύμβαση 717, που κατά τις Αρχές συνδέεται με την τραγωδία των Τεμπών, άνοιξε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο το όνομα του τότε υπουργού Μεταφορών και Υποδομών Κώστα Αχ. Καραμανλή, ο οποίος, μετά την απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής να μη συγκροτήσει προανακριτική επιτροπή επί της ουσίας, παραμένει στο απυρόβλητο.

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, που είχε διαβιβάσει αμελλητί κατά το Σύνταγμα στη Βουλή τη δικογραφία για την αναζήτηση τυχόν ποινικών ευθυνών του Κώστα Αχ. Καραμανλή, καλεί αυτή τη φορά 16 μη πολιτικά πρόσωπα για άμεση συνέργεια και ηθική αυτουργία σε απιστία, που αφορά την καταβολή 2,7 εκατ. ευρώ στην Κοινοπραξία, ύστερα από σχετικές εισηγήσεις, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η σύμβαση.

Η δικογραφία

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πληροφορίες στη δικογραφία, με βάση την οποία καλούνται να δώσουν εξηγήσεις τα ποινικά ελεγχόμενα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ και της Κοινοπραξίας που είχε αναλάβει την επίμαχη σύμβαση, φέρεται ως φυσικός αυτουργός της πράξης της απιστίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ελληνικού Δημοσίου ο τότε υπουργός Μεταφορών και Υποδομών, ο οποίος ήταν ο Κ. Καραμανλής. Ωστόσο, με το δεδομένο ότι η Βουλή δεν προχώρησε με βάση τη σχηματισθείσα δικογραφία τις διαδικασίες για τον τότε υπουργό, η δικαιοδοσία για τα μη πολιτικά πρόσωπα που φέρεται να έχουν σχέση με αποδιδόμενο υπουργικό αδίκημα επέστρεψε στην τακτική Δικαιοσύνη και εν προκειμένω στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αφού η πράξη αφορά έργο συγχρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Νομικές πηγές μάλιστα επισημαίνουν ότι η κυβερνητική πλειοψηφία όταν διαβιβάστηκε η δικογραφία για τον πρώην υπουργό Μεταφορών από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, επέλεξε να μην ακολουθήσει την οδό του φυσικού δικαστή, όπως συνέβη πρόσφατα με τον πρώην υφυπουργό Χρήστο Τριαντόπουλο, με αποτέλεσμα σε αυτό το στάδιο να βρίσκονται ποινικά ελεγχόμενα μόνο τα μη πολιτικά πρόσωπα και ο πολιτικός, φερόμενος ως φυσικός αυτουργός της πράξης, να παραμένει επί της ουσίας στο απυρόβλητο.