
Ανήκω σε μια γενιά που, ειδικά στην εφηβεία και την πρώτη νιότη μου, οι ΗΠΑ (που θα τις λέμε Αμερική για να συνεννοούμαστε) ήταν αναφορά διχασμού. Για να το περιγράψω πιο παραστατικά, από τη μια ξεφαντώναμε τραγουδώντας με τη Μαρινέλλα «Να παίζει το τρανζίστορ τ’ αμερικάνικα κι εσύ περνάς στους δρόμους με το μπουφάν στους ώμους και τα πουκαμισάκια τα κοντομάνικα» (μουσική Γιώργος Χατζηνάσιος, στίχοι Μιχάλη Μπουρμπούλη) και από την άλλη ο Γιάννης Μαρκόπουλος μας συντόνιζε στην ειρωνεία και την απαξίωση του «Τίγκα με σκουπίδια ο αιώνας κι όλο μπαινοβγαίνει ο χειμώνας κι όλα μοιάζουν μαγικά είναι μαζικά και προπαντός αμερικανικά». (Και κάπου ανάμεσα, ο «αναψυκτηριακός» Γιώργος Κοινούσης με το «Αμερική, Αμερική, καλά μου λέγαν μερικοί πως είσαι χώρα, χώρα μαγική»). Από τη μια ψάχναμε για ευκαιρίες στις αμερικανικές αγορές και κάναμε το Levi’s ενδυματολογικό statement και από την άλλη σιγοντάραμε στις διαδηλώσεις με το «Εξω τώρα οι Αμερικάνοι» και «Αμερικάνοι, φονιάδες των λαών». Και over all (για να το πω αμερικανικά) εκείνο το «Φαίνομαι για Αμερικανάκι;» που καταδείκνυε εμμέσως πλην σαφώς τη φυλετική μας ανωτερότητα, τουλάχιστον ως προς την αντίληψη.
Μεταξύ μας, ουδείς διχασμός υπήρχε. Ο αντιαμερικανισμός ήταν «ρούχο» ειδικού σκοπού. Το αμερικανικό όνειρο υπήρχε εκεί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πρώτα απ’ όλα στις κουζίνες της δεκαετίας του 1960. Προσωπικά, εκεί ανακάλυψα την Αμερική. Στις συσκευές που, ακόμη και αν δεν ήταν made in USA, εξέπεμπαν… αμερικανίλα. Στο μίξερ και το μπλέντερ της μαμάς μου που άνοιγαν νέους ορίζοντες στη γεύση μου, στα παλ χρώματα των τάπερ (ακόμη και στο χαρακτηριστικό τους «κλαπ» όταν άνοιγαν και έκλειναν), στη χύτρα ταχύτητας. Αλλά και σε καινούργια υφάσματα που τα έλεγαν ντραλόν και ορλόν. Στα πρώτα χάμπουργκερ και μπανάνα σπλιτ που σέρβιραν στην Αθήνα. Στους αμερικανικούς χορούς που χόρευαν οι μεγαλύτεροι και εγώ ζήλευα. Στα τρανζιστοράκια που αντικατέστησαν τα ραδιόφωνα – έπιπλα. Στην πρώτη μου Μπάρμπι που μου έφερε ο ναυτικός θείος μου. Σε μια νοητή «θεία από το Σικάγο» που θα θέλαμε να έχουμε. Στις έντυπες διαφημίσεις που κότσαραν κάτι σαν «αμερικανικής προέλευσης» για να αναβαθμίσουν το προϊόν. Ακόμη και τα ανδρικά κοντομάνικα πουκάμισα που τραγουδούσε η Μαρινέλλα, ως «αμερικάνικα» διαφημίζονταν.
Μετά μεγάλωσα και ανακάλυψα άλλες όψεις της αμερικανικής κουλτούρας. Τον Τζιμ Μόρισον και τον Τζίμι Χέντριξ, το Γούντστοκ, τον αμερικανικό κινηματογράφο. Και μετά τον Αρθουρ Μίλερ και τον Τενεσί Ουίλιαμς, έλιωσα τον «42ο παράλληλο» του Τζο Ντος Πάσος, ερωτεύτηκα τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ, «προσκύνησα» την ποπ κουλτούρα του Αντι Γουόρχολ, έγινα συνδρομήτρια του περιοδικού «Interview» και αν συνεχίσω θα εξαντλήσω τις λέξεις του κειμένου.
Δεν αποτελούσα εξαίρεση. Ετσι μεγαλώσαμε αυτές οι γενιές. Με μεγαλύτερες ή μικρότερες δόσεις αντιαμερικανισμού, ανάλογα με τη χρονική περίοδο και τις συγκυρίες, αλλά με τα μάτια στραμμένα προς τα εκεί. Ακόμη και οι κνίτες φίλοι μας λοξοκοιτούσαν στην ίδια κατεύθυνση όταν ήταν αφηρημένοι. Αλλωστε η Αμερική, από χώρα της εξαλλοσύνης που ήταν αρχικά, εξελίχθηκε σε μήτρα τού «ένα βήμα μπροστά». Στα πάντα σχεδόν.
Μια άλλη χώρα
Οι ΗΠΑ σήμερα φαίνονται μια χώρα που έχει αποκοπεί εντελώς από το παρελθόν της. Βεβαίως αυτά δεν γίνονται από τη μία ημέρα στην άλλη. Φαίνεται ότι εδώ και χρόνια κάποιοι ή κάπως πριόνιζαν τα θεμέλια των περίφημων αμερικανικών δημοκρατικών αντανακλαστικών στα οποία είχαμε ποντάρει στην πρώτη θητεία Τραμπ. Και ήρθε η δεύτερη που τα πήρε φαλάγγι. Ακούω τις χοντράδες του προέδρου των ΗΠΑ, τις οικονομικές αναλύσεις, τις επιπτώσεις τους, τις ανησυχίες που διατυπώνονται, τις προσπάθειες για να υπάρξει μια ισορροπία. Πίσω από όλα αυτά βλέπω μια αναστροφή που μού προκαλεί προσωπική θλίψη. Σαν να έχασα ένα μεγάλο μέρος της παιδικής και νεανικής μου ηλικίας. Αυτό, βέβαια, είναι το λιγότερο. Αναρωτιέμαι ωστόσο πού πάνε η κουλτούρα και η εξωστρέφεια μιας χώρας όταν έρχεται ένας Τραμπ.