
H αποστροφή του κορυφαίου ποιητή είναι γνωστή στις «Μέρες Δ’»: «Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου». Και όντως, στα ημερολόγιά του – πώς αλλιώς; – είναι συχνές οι καταγραφές για «την υψηλότερη μορφή της άνοιξης»: την «ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα», όπως γράφει στις «Δοκιμές» (1951) αποχαιρετώντας τον Σικελιανό.
30 Απρίλη 1932 (Λονδίνο)
Χθες, Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον Επιτάφιο. Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου. Σε κάθε κόχη που έστριβα, έβλεπα χθες, καθώς στεκόμουν επίσημος και τελετουργικός με το κερί στο χέρι, κι έναν Επιτάφιο. «Ο χτεσινός πλούτισε τη συλλογή μου. Ηταν ο πιο καθωσπρέπει που είδα ποτέ μου. Φράγκικη πολυφωνία (Η ζωή εν τάφω είχε γίνει Τραβιάτα ξεψυχισμένη): Φράκα. Ασπρα γάντια. Χρυσαφικά. Κόκκινα κι άσπρα ροδοπέταλα, τόσο περιποιημένα, που μοιάζαν από celluloid. Κι η απαραίτητη εγγλεζοχιώτικη προφορά: κατ (h) ετ (h) έθης Κριστ (h) έ. Ο ωραιότερος και ο πιο αληθινός που είδα ήταν εκείνος που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα, τ’ Αϊ-Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη. Συλλογίστηκα και τη Στέρνα και μου φάνηκε καλή και σωστή στον τόνο της. Λέω να τη δημοσιέψω το Σεπτέμβρη, μόνη. Τι λες; Μου μένει ακόμη ένας Επιτάφιος εδώ, κι έπειτα θα μπορέσω να αντικρίσω το Αιγαίο… Είναι όμως τόσο μακριά κάποτε ο άγιος Επιτάφιος…»
(Απόσπασμα από τις «Μέρες Β’», περίοδο κατά την οποία εργαζόταν στο Λονδίνο ως διευθύνων του Ελληνικού Γενικού Προξενείου.)
Μεγάλη Παρασκευή, 7 Απρίλη 1939
Τη νύχτα βομβαρδισμός του Αυλώνα· την αυγή απόβαση των Ιταλών, κάτω από τα μεγάλα τους κανόνια, στον Aγιο Ιωάννη, στο Δυρράχιο, στον Αυλώνα, στους Σαράντα. «Τετρακόσα αεροπλάνα στον ουρανό της Αλβανίας», λένε οι Ιταλοί. Για να χτυπήσουν ποιον; Bel canto.
Οι Aγγλοι κοιμούνται, οι Γάλλοι γράφουν λαμπρά δοκίμια γενικής πολιτικής: ο πλούσιος από την τρύπα της βελόνας. Δεν ξέρουν τι κάνουν, δεν ξέρουν τι έχουν να πληρώσουν.
26 Απρίλη, Μεγάλη Παρασκευή 1940 (Πόρος, «Γαλήνη»)
Από χτες το μεσημέρι εδώ. Γράφω μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, προχωρημένο απόγευμα. Αργές καμπάνες της Μ. Παρασκευής και, κάθε ώρα, το κανόνι του Προγυμναστηρίου. Από το παράθυρο πεύκα, ένα κομμάτι θάλασσα, στο βάθος ο ανατολικός κάβος κομμένος στον αυχένα από το δρόμο που πάει κατά το μοναστήρι. Εκτός από τις νεκρώσιμες καμπάνες, μεγάλη ησυχία… Στο Προγυμναστήριο μεσίστιες σημαίες, όπως και στα κότερα. Τα μπρούντζινα όργανα έπαιζαν το Νεκρώσιμο Εμβατήριο του Chopin, που ερχότανε ως εδώ παραλλαγμένο από την απόσταση, το αεράκι και το τοπίο. Κηδεύουν το Χριστό σαν απόστρατο συνταγματάρχη· αυτό μ’ ενόχλησε πολλές φορές. Αλλά χτες παραδέχθηκα πως δεν αξίζει και τόσο πολύ τον κόπο ν’ αντιδρά κανείς ολοένα στις αδέξιες χειρονομίες των ανθρώπων.
Μεγάλη Παρασκευή, 18 Απρίλη 1941
Ωρωπός· στη σκάλα ένα σωρό κάσες και μπαγκάζια. Προσκυνούμε τον Επιτάφιο στη μικρή εκκλησιά κι έπειτα τρώμε κάτι σε μια ταβέρνα.
Μεγάλη Παρασκευή, 4 Μάη [1945]
Χτες στα Δώδεκα Ευαγγέλια. Φυσιογνωμίες του εκκλησιάσματος. Oταν φέρνουν τον Εσταυρωμένο και τον στήνουν, κρεμνούν στεφάνια από φιορόχαρτα και μιαν ηλεχτρική αμπούλα μαβιά σαν το φως συσκοτισμένων εμπολέμων δρόμων, άσκημη. Oμως κι αυτό, ύστερ’ από λίγο, δε με πειράζει· περνά μαζί με τ’ άλλα της ζωής μας.
Μεγάλο Σάββατο, 12 Απρίλη [1947]
Eχει πάρει τέτοιος χειμώνας που οι άνθρωποι έλεγαν χτες στον Επιτάφιο, «Καλά Χριστούγεννα».
Μεγάλη Παρασκευή, 7 Απρίλη [1950]
Επιτάφιος στα γραφεία φτιαγμένα παρεκκλήσι. Συγκινητικός, παρά τις ανάπηρες φωνές και άλλα. Υποβολή των ήχων και του λόγου. Ασφαλώς το τελετικό της Εκκλησιάς μας συγγενεύει με την αρχαία τραγωδία.
Μεγάλο Σάββατο, 2 Μάη 1964
Στον Επιτάφιο, στον Α-Δημήτρη το Λουμπαρδιάρη. Ο Επιτάφιος της Στέρνας. Στεκόμασταν αντίκρυ στην εκκλησιά στους πρόποδες του Φιλοπάππου. Κεριά αναμμένα τριγύρω κι αντίκρυ. Η σκοτεινή Ακρόπολη (όχι φωταγωγημένη, ευτυχώς) δεξιά. Ευωδιά από θυμάρι… Τόσο χαλασμένοι οι άνθρωποι· ρωτιέται κανείς γιατί ήρθαν – και κουβεντιάζουν μεταξύ τους, όπως στον καφενέ· ήρθαν από συνήθεια που γίνεται ολοένα χωρίς περιεχόμενο.