
Η κυβέρνηση Τραμπ – και ιδιαίτερα ο ίδιος ο πρόεδρος – υιοθέτησε μια άναρχη, επιθετική και προκλητική πολιτική επιβολής δασμών, όχι μόνο απέναντι σε ανταγωνιστές, αλλά και έναντι παραδοσιακών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι γενικευμένοι, χωρίς σαφή κριτήρια, δασμοί επιβλήθηκαν τόσο σε χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ διατηρούν εμπορικό πλεόνασμα όσο και σε εκείνες με τις οποίες παρουσιάζουν εμπορικό έλλειμμα, αγνοώντας – σκόπιμα – το γεγονός ότι το ισοζύγιο εξωτερικών υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σταθερά πλεονασματικό.
Ορισμένες χώρες, κυρίως η Κίνα, αντέδρασαν επιβάλλοντας αντίμετρα σε αμερικανικά προϊόντα. Η γενικευμένη αυτή πολιτική δασμών προκάλεσε παγκόσμιο σοκ: ενίσχυσε την αβεβαιότητα και τους γεωοικονομικούς κινδύνους, ανέτρεψε μια πορεία 45 ετών παγκοσμιοποίησης και ελεύθερου εμπορίου και οδήγησε σε απότομη πτώση των διεθνών χρηματιστηρίων. Το δολάριο υπέστη σοβαρή υποτίμηση, τα μακροχρόνια επιτόκια στις ΗΠΑ αυξήθηκαν, ενώ οι πιθανότητες ύφεσης τόσο εντός των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και διεθνώς ενισχύθηκαν σημαντικά.
Ο πρόεδρος Τραμπ πίστευε ότι άλλες χώρες εκμεταλλεύονταν την Αμερική για δεκαετίες και πως, μέσω των δασμών, των απειλών και της πολιτικής φόβου, θα προσελκύονταν μαζικές επενδύσεις στο εσωτερικό, θα επιτυγχανόταν υποκατάσταση εισαγωγών και θα δρομολογούνταν μια νέα εποχή ευημερίας. Παρέβλεψε, ωστόσο, το γεγονός ότι σε πολλούς τομείς η αμερικανική οικονομία έχει απολέσει οριστικά το συγκριτικό της πλεονέκτημα, και ότι το αυξημένο κόστος παραγωγής στο εσωτερικό θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε πληθωριστικές πιέσεις και σε στρεβλή και μη αποδοτική κατανομή των παραγωγικών πόρων, την οποία μπορεί να επιτείνει μια απότομη και σημαντική υποτίμηση του δολαρίου. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες παραδοχές που θεωρούνται διεθνώς αποδεκτές και δύσκολα αμφισβητούνται από τη συντριπτική πλειονότητα των ειδικών:
1. Η μαζική επιβολή δασμών και ο περιορισμός του διεθνούς εμπορίου δεν ωφελούν καμία χώρα. Στο τέλος, όλοι καταλήγουν φτωχότεροι, με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
2. Η προστασία μη ανταγωνιστικών εγχώριων κλάδων μέσω δασμών μειώνει τα κίνητρα για επενδύσεις, καινοτομία και βελτίωση της αποδοτικότητας. Το αποτέλεσμα είναι ακριβότερα και χαμηλότερης ποιότητας προϊόντα, εις βάρος των καταναλωτών, ενώ οι εν λόγω κλάδοι καθίστανται σταδιακά στατικοί και μη βιώσιμοι.
3. Η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε σημαντικό πλούτο, ο οποίος, ωστόσο, δεν διανεμήθηκε δίκαια. Παρά ταύτα, οι βασικοί ωφελημένοι της διαδικασίας υπήρξαν – και παραμένουν – οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα.
4. Η διεθνής αποδοχή του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος συναλλαγών και αποθεματικού, σε συνδυασμό με την κυριαρχία των αμερικανικών τεχνολογικών εταιρειών και των χρηματοπιστωτικών αγορών, προσφέρουν στις ΗΠΑ τεράστια στρατηγικά και οικονομικά πλεονεκτήματα.
5. Οι αλυσίδες εφοδιασμού πρώτων υλών, η παραγωγική διαδικασία, τα κανάλια διανομής και κατανάλωσης προϊόντων, έχουν διαφοροποιηθεί και διεθνοποιηθεί δραστικά τα τελευταία 45 χρόνια, δημιουργώντας έντονες αλληλεξαρτήσεις μεταξύ κρατών και επιχειρήσεων – κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας. Σε αυτό το περιβάλλον, η μαζική επιβολή δασμών πυροδοτεί πληθωριστικές πιέσεις, περιορίζει την παραγωγή και προκαλεί υφεσιακές συνέπειες. Αυτό, όμως, που σκοτώνει τις αναπτυξιακές προοπτικές παγκοσμίως είναι η τεράστια αύξηση της παγκόσμιας αβεβαιότητας με τα μπρος πίσω της αμερικανικής πολιτικής δασμών. Εχουμε προχωρήσει πολύ μπροστά για να πάμε τόσο βίαια πίσω στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις και ευελπιστούμε ότι η αμερικανική ηγεσία θα «λογικευθεί» σύντομα.
Ο Νίκος Καραμούζης είναι πρόεδρος SMERemediumCap και Grant Thornton Advisory